Ρώσος καταζητούμενος ζητούσε να αφεθεί ελεύθερος- Τον έψαχναν για μεγάλη απάτη
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε αίτηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, με την οποία ζητούσε να εξεταστεί από το Ανώτατο ένα «νομικό θέμα» που αφορούσε τη λεγόμενη «δέουσα επιμέλεια» στις διαδικασίες έκδοσης αλλοδαπών.
Η υπόθεση ξεκίνησε με τη σύλληψη, στις 20 Μαΐου 2025, ενός Ρώσου υπηκόου στη Λάρνακα. Ο άνδρας καταζητείτο από τη Ρωσία μέσω ερυθράς αγγελίας της Interpol, με βάση ένταλμα σύλληψης που είχε εκδοθεί στις 28 Αυγούστου 2024 για το αδίκημα της «εξαπάτησης μεγάλης κλίμακας από οργανωμένη ομάδα». Μετά τη σύλληψή του, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας αποφάσισε να τον κρατήσει υπό περιορισμό, απορρίπτοντας τα αιτήματα αποφυλάκισής του.
Ο εκζητούμενος άσκησε έφεση, υποστηρίζοντας ότι η συνέχιση της κράτησής του παραβίαζε το δικαίωμά του στην ελευθερία, όπως κατοχυρώνεται από το άρθρο 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Είπε ότι οι αρχές της Κύπρου και της Ρωσίας δεν έδειξαν τη δέουσα επιμέλεια, αφού δεν έκαναν καμία ουσιαστική ενέργεια για να προωθήσουν το αίτημα έκδοσης μέσα στις 40 μέρες που προβλέπει ο νόμος.
Το Εφετείο δέχτηκε τα επιχειρήματά του και ακύρωσε την απόφαση για κράτηση. Όπως αναφέρεται στην απόφαση, η συνήγορος της Δημοκρατίας παραδέχθηκε ότι δεν είχε στα χέρια της το έγγραφο της ρωσικής απόφασης που φερόταν να ακυρώνει το ένταλμα σύλληψης και ότι «δεν γνώριζε περαιτέρω λεπτομέρειες» για την πρόοδο της διαδικασίας.
Το Εφετείο τόνισε ότι «για να δικαιολογείται η κράτηση, η προώθηση των διαδικασιών έκδοσης πρέπει να βρίσκεται σε εξέλιξη» και έκρινε πως δεν υπήρξε καμία ενέργεια από τις αρχές. Γι’ αυτό διέταξε την αποφυλάκιση του εκζητούμενου υπό όρους.
Η Δημοκρατία δεν συμφώνησε με αυτή την απόφαση και ζήτησε από το Ανώτατο να εξετάσει ένα νομικό ζήτημα: αν η αρχή της «δέουσας επιμέλειας» υποχρεώνει το κράτος να γνωρίζει και να εξετάζει πλήρως τα έγγραφα έκδοσης πριν περάσουν οι 40 ημέρες από τη σύλληψη.
Ο δικηγόρος του εκζητούμενου αντέτεινε ότι δεν υπάρχει καθαρό νομικό θέμα, αλλά απλώς διαφωνία με τα πραγματικά συμπεράσματα του Εφετείου, λέγοντας ότι η Δημοκρατία «προσπαθεί να ξανανοίξει την έφεση από την πίσω πόρτα».
Το Ανώτατο συμφώνησε με αυτή τη θέση. Εξήγησε ότι το άρθρο 9(3)(γ) του Νόμου 33/1964 επιτρέπει την παραπομπή νομικού θέματος μόνο όταν χρειάζεται να ερμηνευτεί μια ασαφής νομοθετική διάταξη. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως αναφέρει η απόφαση, «η ερμηνεία της φράσης “δέουσα επιμέλεια” είναι αυτόδηλη». Δηλαδή, το Εφετείο δεν έκανε νομική ερμηνεία αλλά εξέτασε απλώς αν οι αρχές έδρασαν με επιμέλεια ή όχι.
«Η αίτηση», σημειώνει το Ανώτατο, «ουσιαστικά εκφράζει τη διαφωνία της Αιτήτριας με την κρίση του Εφετείου και ζητά επανεξέταση του ζητήματος». Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχε λόγος να εγκρίνει την αίτηση και την απέρριψε.
Τέλος, επιδίκασε στον Καθ’ ου την Αίτηση έξοδα ύψους €3.000 συν ΦΠΑ.
Με αυτή την απόφαση, το Ανώτατο ξεκαθαρίζει ότι η διαδικασία παραπομπής «νομικού θέματος» δεν μπορεί να χρησιμοποιείται για να ξανασυζητηθούν υποθέσεις που έχουν ήδη κριθεί, αλλά μόνο όταν υπάρχει πραγματική ανάγκη να ερμηνευτεί μια ασαφής διάταξη του νόμου.










