
Το 23,9% των ατόμων άνω των 16 ετών ανέφεραν ότι έπασχαν από μερικό ή σοβαρό μακροχρόνιο περιορισμό στις συνήθεις δραστηριότητές τους, εξαιτίας προβλημάτων υγείας (αναπηρίας) το 2024, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat.
Ανάμεσα στα κράτη μέλη της ΕΕ, το ποσοστό των ανθρώπων που ανέφεραν αναπηρία το 2024 ποικίλει από 12,7% στη Βουλγαρία, 14,2% στη Μάλτα και 14,5% στην Ιταλία, σε 41,2% στη Λετονία. Η Λετονία κατέγραψε το ψηλότερο ποσοστό ατόμων που ανέφεραν σοβαρή αναπηρία (11,1%), καθώς και το μεγαλύτερο ποσοστό ατόμων που ανέφεραν μερική αναπηρία (30,1%).
Αναφορές από περισσότερες γυναίκες παρά άντρες σε όλη την ΕΕ
Το 2024 οι άντρες ήταν λιγότερο πιθανό να αναφέρουν κάποια μορφή αναπηρίας σε σχέση με τις γυναίκες. Αυτό το μοτίβο, σύμφωνα με τη Eurostat, επαναλαμβάνεται σε όλα τα κράτη μέλη, με τις μεγαλύτερες διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα να καταγράφονται στην Πορτογαλία, την Ολλανδία και τη Φινλανδία (6,8%-9,3%).
Αντίθετα, η Κύπρος, η Ιρλανδία και η Σλοβενία είχαν τις μικρότερες διαφορές στις αναφορές μεταξύ των δύο φύλων, καθώς το ποσοστό γυναικών που ανέφεραν αναπηρία ήταν μόλις 2% περισσότερο από το αντίστοιχο των αντρών.
Περαιτέρω ανάλυση δείχνει ότι αυτή η διαφορά καταγραφόταν το 2024 στην ΕΕ ανεξαρτήτως της σοβαρότητας της αναπηρίας. Το ποσοστό των ατόμων που ανέφεραν αναπηρία που προκαλούσε σοβαρό περιορισμό της δραστηριότητας τους ήταν 1,2% μεγαλύτερο για τις γυναίκες σε σχέση με τους άντρες, ενώ για μερική αναπηρία η διαφορά στην αναφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών ήταν μεγαλύτερη, στο 3,4%.
Για σοβαρές αναπηρίες, η μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ των δύο φύλων ήταν μεγαλύτερη στην Ελλάδα και τη Γαλλία με 1,9% περισσότερες γυναίκες κάνουν αναφορά, παρά άντρες. Η Ιρλανδία είχε τη μικρότερη διαφορά, με 0,1%.
Όσον αφορά τη μερική αναπηρία, το μεγαλύτερο χάσμα στις καταγραφές ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες σημειώθηκε στην Πορτογαλία με 7,6%, ενώ η Κύπρος είχε το μικρότερο ποσοστό, με μόλις 0,3% περισσότερες γυναίκες απ’ ότι άνδρες να αναφέρουν μερική αναπηρία.
Πιο πιθανό να δηλώσουν την αναπηρία οι μεγαλύτεροι σε ηλικία
Tα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας είναι πιο πιθανό από τα άτομα νεότερης ηλικίας να δηλώσουν κάποιους ή σοβαρούς περιορισμούς. Το 2024, το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 16 έως 24 ετών που δήλωσαν (κάποιου ή σοβαρού βαθμού) αναπηρία ήταν 7,1% στην ΕΕ. Tο υψηλότερο ποσοστό καταγράφηκε στα άτομα ηλικίας 85 ετών και άνω, στο 72,3%.
Ένα χάσμα μεταξύ των φύλων ως προς την αναπηρία παρατηρήθηκε σε όλες τις ηλικιακές ομάδες το 2024. Το χάσμα ήταν μικρότερο σε 5 από τις 6 νεότερες ηλικιακές ομάδες, που καλύπτουν άτομα ηλικίας 16 έως 44 ετών και 55 έως 74 ετών, με ποσοστά 1,5–2,3% υψηλότερα για τις γυναίκες.
Το χάσμα ήταν ελαφρώς μεγαλύτερο για την ηλικιακή ομάδα 45–54 ετών, με ποσοστό 3,7% υψηλότερο για τις γυναίκες. Στις μεγαλύτερες ηλικίας, το ποσοστό ήταν 5,4% υψηλότερο για τις γυναίκες στην ομάδα 75–84 ετών και 6,3% ψηλότερο για τις γυναίκες 85 ετών και άνω.
Ωστόσο, όταν εξεταστούν μόνο τα άτομα που δήλωσαν σοβαρή αναπηρία, το χάσμα μεταξύ των φύλων στην ΕΕ το 2024 ήταν σχετικά μικρό, στις 1,2% για άτομα ηλικίας 16 ετών και άνω.
Τα άτομα με υψηλότερο εισόδημα ήταν λιγότερο πιθανό να δηλώσουν αναπηρία
Στην ΕΕ, σχεδόν το ένα τρίτο (33%) των ατόμων ηλικίας 16 ετών και άνω από το 20% των ανθρώπων με το χαμηλότερο εισόδημα δήλωσε αναπηρία το 2024. Αντίστοιχα, στο 20% των ανθρώπων με το πιο ψηλό εισόδημα το ποσοστό όσων δήλωσαν αναπηρία πέφτει στο 15,1%.
Σύμφωνα με τη Eurostat, η συχνότητα αναπηρίας ήταν υψηλότερη στα χαμηλότερα εισοδηματικά επίπεδα και μειωνόταν προοδευτικά στα υψηλότερα. Μοναδική εξαίρεση ήταν η Σλοβακία, όπου το ποσοστό αναπηρίας ήταν υψηλότερο στα άτομα μεσαίου εισοδήματος, παρά σε αυτούς με τα πιο χαμηλά.
Τα άτομα με ανώτερη εκπαίδευση ήταν λιγότερο πιθανό να δηλώσουν αναπηρία
Υπάρχουν επίσης σαφείς διαφορές όσον αφορά τη σχέση μεταξύ αναπηρίας και μορφωτικού επιπέδου, σύμφωνα με τη Eurostat. Στην ΕΕ, το 32,9% των ατόμων ηλικίας 16 ετών και άνω που είχαν ολοκληρώσει το πολύ κατώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση δήλωσαν αναπηρία το 2024.
Το αντίστοιχο ποσοστό για όσους ολοκλήρωσαν ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ανέρχεται σε 23,7%, ενώ μειώνεται περαιτέρω στο 15,7% για όσους είχαν ολοκληρώσει την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Μόνη εξαίρεση ήταν η Λετονία, όπου χαμηλότερο ποσοστό αναπηρίας καταγράφηκε για άτομα με το πολύ κατώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, απ’ ό,τι για άτομα με ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Το μεγαλύτερο χάσμα μεταξύ ατόμων με το χαμηλότερο και το υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο παρατηρήθηκε στην Κροατία (37,7 μονάδες) και στην Κύπρο (35,4 μονάδες), ενώ το μικρότερο χάσμα παρατηρήθηκε στη Σουηδία (12,5 μονάδες).
ΚΥΠΕ