
Αποζημίωση €128.000 σε οδηγό μετά από τροχαίο
Συνολική αποζημίωση 128.000 ευρώ, επιδικάστηκε σε επαγγελματία οδηγό μετά από τροχαίο στις 02.10.2010, στον αυτοκινητόδρομο Λεμεσού- Πάφου.
Η απόφαση του Εφετείου αφορά την έφεση που ασκήθηκε από επαγγελματία οδηγό κατά πρωτόδικης απόφασης με την οποία του αναγνωρίστηκε αποζημίωση, αλλά περιορίστηκε σε συγκεκριμένα ποσά, ενώ απορρίφθηκε μέρος των αξιώσεών του, κυρίως για απώλεια μελλοντικών απολαβών και εργοδοσία οικιακής βοηθού. Το Εφετείο εξέτασε αναλυτικά την πρωτόδικη κρίση και προέβη σε ανατροπή βασικών ευρημάτων.
Καταρχάς, το Εφετείο έκρινε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας αναφορικά με την ικανότητα του εφεσείοντα να επανέλθει στο επάγγελμα του επαγγελματία οδηγού φορτηγού οχήματος. Αν και το πρωτόδικο Δικαστήριο υιοθέτησε πλήρως τη μαρτυρία του ιατρού υπεράσπισης (ΜΥ1), η οποία έτεινε να υποβαθμίσει την πιθανότητα μελλοντικής επιληψίας, το Εφετείο σημείωσε ότι ο συγκεκριμένος ιατρός αγνοούσε βασικές πτυχές του επαγγελματικού παρελθόντος του ενάγοντα, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι ήταν επαγγελματίας οδηγός βαρέων οχημάτων.
Επιπλέον, επισήμανε ότι η άποψη του ΜΥ1 δεν απέρριπτε εντελώς την πιθανότητα επιληψίας, ενώ το ιατρικό ιστορικό του εφεσείοντα —που περιλάμβανε σοβαρή κρανιοεγκεφαλική κάκωση, επιληπτικά επεισόδια και χειρουργική επέμβαση— καθιστούσε την επιστροφή του σε τέτοιο επάγγελμα ανέφικτη ή/και επικίνδυνη. Συνεπώς, το Εφετείο έκρινε ότι δεν ήταν εύλογο να θεωρηθεί ότι ο εφεσείων μπορούσε να επανέλθει στο επάγγελμα του οδηγού βαρέων οχημάτων από τις 15 Σεπτεμβρίου 2014, όπως είχε κρίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Με βάση αυτό το κρίσιμο εύρημα, το Εφετείο έκρινε ότι η εισοδηματική ικανότητα του εφεσείοντα έχει ουσιωδώς επηρεαστεί. Αν και παραδέχθηκε ότι η ιατρική μαρτυρία δεν υποστήριζε πλήρη ανικανότητα προς εργασία, δεν υπήρχε κανένα αποδεικτικό στοιχείο για το ποιο θα μπορούσε να είναι το ύψος του εισοδήματος σε άλλη, ελαφρότερη εργασία που θα μπορούσε να ασκήσει ο εφεσείων. Έτσι, υιοθετήθηκε η νομολογιακή γραμμή που προβλέπει αποζημίωση με τη μορφή κατ’ αποκοπή ποσού και όχι με τη μέθοδο του πολλαπλασιαστή/πολλαπλασιαστέου. Το Δικαστήριο καθόρισε την αποζημίωση για μελλοντική απώλεια εισοδημάτων στο ποσό των €50.000.
Παράλληλα, το Εφετείο ασχολήθηκε και με το ζήτημα του τόκου που είχε επιδικαστεί από την πρωτόδικη απόφαση για το ποσό των €78.000 που αφορούσε παλαιότερη απώλεια εισοδήματος μέχρι τον Σεπτέμβριο 2014. Κρίθηκε ότι η επιδίκαση τόκου μόνο από την ημερομηνία έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης δεν ευσταθούσε. Έπρεπε να επιδικαστεί τόκος από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής, ήτοι από τις 15 Νοεμβρίου 2012, καθώς αυτό προσιδιάζει στη νομολογιακή ερμηνεία του σχετικού νόμου.
Αντίθετα, το Εφετείο απέρριψε την έφεση όσον αφορά την αξίωση για εργοδοσία οικιακής βοηθού. Έκρινε ότι η σχετική μαρτυρία ήταν ελλιπής, αφού δεν κατατέθηκε η ίδια η σύζυγος του εφεσείοντα για να τεκμηριώσει τη διακοπή της εργασίας της ή το ύψος των απολαβών της. Το ίδιο συνέβη και με τον πέμπτο λόγο έφεσης, που ζητούσε διεύρυνση της περιόδου για την οποία απονεμήθηκαν αποζημιώσεις για απώλεια εισοδημάτων — το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν δικαιολογείτο επιπλέον επιδίκαση για μεταγενέστερη περίοδο χωρίς συγκεκριμένα στοιχεία για τα εισοδήματα που θα μπορούσε να έχει.
Ενόψει των πιο πάνω, η έφεση έγινε εν μέρει δεκτή. Το Εφετείο ανέτρεψε την κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου μόνο σε ό,τι αφορά την ικανότητα του εφεσείοντα να επανέλθει στο αρχικό του επάγγελμα και τις συναφείς αποζημιώσεις. Έτσι, επιδικάστηκε νέο ποσό ύψους €50.000 ως κατ’ αποκοπή αποζημίωση για μελλοντική απώλεια εισοδημάτων, και διορθώθηκε η ημερομηνία έναρξης υπολογισμού του τόκου στο ποσό των €78.000 για την απώλεια εισοδημάτων του παρελθόντος.