Εφετείο: Αύξηση “καμπάνας” για γιατρούς για ιατρική αμέλεια – Διαπλασιασμός και υπερδιπλασιαμός
Τον διαπλασιασμό και υπερδιπλασιαμό του μηνιαίου ποσού που τρεις γιατροί θα πληρώνουν έκαστος μηνιαία σε γυναίκα προς εξόφληση του ποσού των €1.300.000- πλέον τόκους και έξοδα – ποσά τα οποία επιδικάστηκαν για ιατρική αμέλεια, η οποία είχε σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία της εφεσείουσας, διέταξε το Εφετείο σε πρόσφατη απόφασή του.
Συγκεκριμένα, διέταξε όπως ο ένας γιατρός καταβάλλει €5.000 μηνιαίως και οι άλλοι δύο €4.000 έκαστος, αντί €2.000 που κατέβαλλαν μετά την πρωτόδικη απόφαση, την οποία η γυναίκα εφεσίβαλε με το επιχείρημα ότι είναι χαμηλό το ποσό.
Η έφεση της γυναίκας αφορά απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, σε αίτηση έρευνας, με την οποία διέταξε τους τρεις εφεσίβλητους να πληρώνουν, έκαστος, προς την εφεσείουσα, το ποσό των €2.000 μηνιαίως προς εξόφληση του εξ αποφάσεως χρέους τους προς αυτήν και των εξόδων.
Η εκκαλούμενη απόφαση εκδόθηκε στις 7.8.2018, με την πρώτη μηνιαία δόση να καθορίζεται να είναι καταβλητέα την 1.9.2018. Το εξ αποφάσεως χρέος αφορούσε ποσό 1.300.000.- πλέον τόκους και έξοδα, ποσά τα οποία επιδικάστηκαν με την απόφαση του Δικαστηρίου, ημερομηνίας 27.7.2016, για ιατρική αμέλεια των εφεσιβλήτων, η οποία είχε σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία της εφεσείουσας, σημειώνεται μεταξύ άλλων.
Το τι αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο, με τον μοναδικό λόγο έφεσης, αναφέρεται, «είναι ότι, καθ’ υπέρβαση εξουσίας και/ή εσφαλμένα νομικώς και/ή αυθαίρετα και/ή πεπλανημένα και/ή βασιζόμενο σε λανθασμένη και/ή ανεπαρκή εκτίμηση των βασικών γεγονότων της υπόθεσης και/ή εφαρμόζοντας λανθασμένα τις νομικές και/ή νομολογιακές αρχές στα ενώπιον του γεγονότα και/ή αδικαιολόγητα και/ή χωρίς να αιτιολογήσει επαρκώς την απόφαση του, κατέληξε, στη βάση του σκεπτικού του, ότι, λαμβάνοντας υπόψιν τις προσωπικές και οικογενειακές ανάγκες των εφεσιβλήτων 1, 2 και 3 για τη συντήρηση των ιδίων και των εξαρτωμένων τους, περιλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, της στέγασης, διατροφής, ιατρικής περίθαλψης, μόρφωσης των παιδιών τους, κάποιας ευχέρειας για κοινωνική διακίνηση τους και κάποιου περιθωρίου για αντιμετώπιση εκτάκτων αναγκών, το ποσό των €2.000.- μηνιαίως είναι δίκαιο και λογικό, υπό τις περιστάσεις, να πληρώνεται από τον κάθε εφεσίβλητο ξεχωριστά για σκοπούς εξόφλησης του εξ αποφάσεως χρέους».
Το τι προβάλλεται, συναφώς, αναφέρεται στην απόφαση, είναι ότι η κατάληξη αυτή δεν δικαιολογείται και είναι εσφαλμένη εφόσον, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς ανέλυσε τη νομολογία, «απέτυχε να εφαρμόσει τις νομικές αρχές στα ενώπιον του γεγονότα, με αποτέλεσμα να καταλήξει σε ένα πολύ χαμηλό ποσό μηνιαίων δόσεων για τον κάθε ένα από τους εφεσίβλητους, σε σχέση με την εισοδηματική τους ικανότητα». «Δεδομένων δε, των εξόδων τα οποία δεν προηγούνται του εξ αποφάσεως χρέους και των ποσών που περισσεύουν από τα αξιόλογα εισοδήματα τους, λανθασμένα δεν δόθηκε η δέουσα προτεραιότητα στην υποχρέωση αποπληρωμής εξ αποφάσεως χρέους έναντι των εξόδων και στην έκδοση διατάγματος υψηλότερου μηνιαίου ποσού για εξόφληση της δικαστικής απόφασης», προστίθεται.
«Έχουμε μελετήσει διεξοδικά τον εγειρόμενο λόγο έφεσης, την αιτιολογία αυτού και την επιχειρηματολογία της πλευράς της εφεσείουσας, αλλά και την αντίθετη επιχειρηματολογία της πλευράς καθενός από τους εφεσίβλητους», αναφέρει το Εφετείο.
Επί της οικονομικής κατάστασης των εφεσιβλήτων, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι «πρόκειται για ιδιώτες γιατρούς με σημαντικό εισόδημα από την εξάσκηση του λειτουργήματος τους, παρότι ως ιδιώτες δεν έχουν σταθερές απολαβές». Δεν πρόκειται δηλαδή για μισθωτούς με περιορισμένα εισοδήματα για τους οποίους οποιοδήποτε διάταγμα μηνιαίων δόσεων θα επηρέαζε την αξιοπρεπή τους διαβίωση, σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, σύμφωνα με την απόφαση.
Η πιο πάνω διαπίστωση για την ύπαρξη σημαντικών εισοδημάτων από τους εναγομένους, προκύπτει «από την ευκολία» με την οποία πλήρωσαν εφάπαξ μεγάλα ποσά, προκειμένου να καλύψουν συγκεκριμένες υποχρεώσεις τους, αναφέρεται, και παρατίθενται πληρωμές που έκαναν οι εναγόμενοι κατά καιρούς για εξόφληση δανείων τους, αμοιβές που έπαιρναν αλλά και πληροφορίες σχετικά με τις φορολογικές τους υποχρεώσεις και άλλα οικονομικά στοιχεία.
Ο πρωτόδικος Δικαστής έλαβε επίσης υπόψη, τις προσωπικές και οικογενειακές τους ανάγκες για τη συντήρηση των ιδίων και των εξαρτωμένων τους, που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την στέγαση, την διατροφή, την ιατρική περίθαλψη, την μόρφωση των παιδιών τους, κάποια ευχέρεια για την κοινωνική διακίνηση τους και κάποιο περιθώριο για την αντιμετώπιση εκτάκτων δαπανών, σημειώνεται.
Στην απόφασή του, το Εφετείο, σημειώνει ότι «όντως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το θέμα και αξιολόγησε τα ενώπιον του στοιχεία. Ωστόσο, μας βρίσκει σύμφωνους το παράπονο της εφεσείουσας ότι, στη βάση των εν λόγω δεδομένων, δικαιολογείτο καθορισμός υψηλότερου ποσού».
«Προκύπτει από τα στοιχεία, ως το πρωτόδικο Δικαστήριο τα ανέλυσε, ότι, όχι μόνο υπήρχε περίσσευμα μετά την αφαίρεση των εξόδων από τα εισοδήματα των εφεσιβλήτων, αλλά, επίσης, ότι σημαντικό μέρος των εξόδων του καθενός από τους εφεσίβλητους δεν είχε προτεραιότητα έναντι της υποχρέωσης αποπληρωμής του εξ αποφάσεως χρέους», αναφέρεται.
Διευκρινίζεται, προστίθεται, «προς άρση οποιασδήποτε παρεξηγημένης αντίληψης, ότι το τι εξετάζεται είναι η κατά τον τότε ουσιώδη χρόνο ευχέρεια καταβολής μηνιαίων δόσεων στη βάση των τότε ουσιωδών στοιχείων. Και όχι στη βάση στοιχείων που ακολούθησαν μεταγενέστερα».
«Έχουμε την άποψη ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως προς την κατάληξη του για καθορισμό του ποσού των €2.000.- μηνιαίως από τον κάθε ένα από τους εφεσίβλητους, άσκησε τη διακριτική του εξουσία με τρόπο που καθιστά αναγκαία την παρέμβαση μας. Θεωρούμε ότι, με βάση τα δεδομένα, ως ήταν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως τα συμπεράσματα του, δικαιολογείτο ο καθορισμός πολύ μεγαλύτερου ποσού. Γι’ αυτό και παρεμβαίνουμε», αναφέρει το Εφετείο.
«Έχοντας υπόψη το μεγάλο χρονικό διάστημα που παρήλθε από την εκκαλούμενη απόφαση, αλλά και το ότι τα ουσιώδη δεδομένα παραμένουν ξεκάθαρα ενώπιον μας, θεωρούμε ότι θα ήταν αδόκιμο να μην προχωρήσουμε με τον καθορισμό του ορθού, υπό τις περιστάσεις, ποσού», προσθέτει.
Στη βάση, λοιπόν, των όσων αναλύονται ανωτέρω, αλλά και των πραγματικών δεδομένων της παρούσας υπόθεσης κατά τον χρόνο εξέτασης των εφεσιβλήτων, περιλαμβανομένου και του ότι το εισόδημα των εφεσιβλήτων, ως ιδιωτών, δεν είναι σταθερό, σημειώνει, «καταλήγουμε ότι το δίκαιο και εύλογο ποσό μηνιαίας δόσης είναι το ποσό των €5.000.- μηνιαίως για τον εφεσίβλητο 1 και το ποσό των €4.000.- μηνιαίως για κάθε ένα από τους εφεσίβλητους 2 και 3».
Επιδικάστηκαν υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον των εφεσιβλήτων, αλληλεγγύως και κεχωρισμένως, €5.400.-, πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει, έξοδα της παρούσας έφεσης.
ΚΥΠΕ