Κατεχόμενο χωριό Φλαμούδι: Πως διέσωσε τις μνήμες του ο Ian J. Cohn, Αμερικανός αρχιτέκτονας – φωτογράφος
«Ήθελα να μπορέσω να δω με τα μάτια μου και να καταγράψω τι είχε αλλάξει από το 1972. Πενήντα χρόνια είναι ένα μεγάλο, πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Το Φλαμούδι είναι τώρα το Mersinlik, και το Mersinlik δεν είναι το Φλαμούδι. Το τοπίο είναι ταυτόχρονα οικείο και ξένο».
Γράφει o Παύλος Κ. Παύλου*
Το όνομά του είναι Ian J. Cohn. Όταν στο μακρινό 1972 φοιτούσε ως μεταπτυχιακός φοιτητής αρχιτεκτονικής στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον στο Σεντ Λούις, δεν γνώριζε τίποτε για την Κύπρο. Καθώς ο Ίαν, εκτός από την αρχιτεκτονική αγαπούσε πολύ και την τέχνη της φωτογραφίας από τα έξι του χρόνια, όταν απέκτησε την πρώτη του φωτογραφική μηχανή, δέχθηκε μια δελεαστική όσο και προκλητική πρόταση, να γίνει ο επίσημος φωτογράφος μιας αρχαιολογικής αποστολής του Πανεπιστημίου Κολούμπια που διενεργούσε ανασκαφές στο χωριό Φλαμούδι της Κύπρου.
Ήταν μόλις 22 χρόνων, οι επικεφαλής της αποστολής όμως γνώριζαν ότι ο Ίαν είχε ταξιδέψει στην Ευρώπη και φωτογράφησε έργα τέχνης σε μουσεία και έργα σύγχρονης αρχιτεκτονικής. Θεώρησαν πως ήταν ο άνθρωπος που έψαχναν. Η πρότασή τους πήρε τη μορφή τελεσιγράφου καθώς του ζήτησαν να απαντήσει μέχρι το απόγευμα της ίδιας ημέρας. Συμβουλεύθηκε μόνο τη φίλη του, μετέπειτα γυναίκα της ζωής του, Βίκυ, και απάντησε καταφατικά. Στο βιογραφικό του Ian J. Cohn καταγράφεται μια εντυπωσιακή καριέρα 40 χρόνων, με πέραν των 40 διακρίσεων σε παναμερικανικούς διαγωνισμούς graphic design. Αυτό, ωστόσο, που επιπροσθέτως εμπλουτίζει τα πεπραγμένα της ζωής του είναι η απόλυτη ταύτισή του με το Φλαμούδι και τους εκτοπισμένους κατοίκους του.
Ο φίλος, ο δικός μας Ίαν
Κάθε παθιασμένος φωτογράφος γοητεύεται να αιχμαλωτίζει στιγμές για όσα βλέπει και παρατηρεί γύρω του. Κι αυτό δεν θα μπορούσε να μην συμβεί και στον Ίαν, ο οποίος από τις πολύβουες μεγαλουπόλεις της πατρίδας του βρέθηκε ξαφνικά σ’ ένα πρωτόγνωρο γι’ αυτόν περιβάλλον που εκινείτο σε ρυθμούς και εικόνες όχι μακριά απ’ αυτό που οι αρχαιολόγοι ονομάζουν Λιθίνη ή Εποχή του Χαλκού. Παρέμεινε στο Φλαμούδι για οκτώ εβδομάδες.
Τελειώνοντας την καθημερινή υποχρέωσή του στις περιοχές Βουνάρι και Μέλισσα με τους αρχαιολόγους, ο Ίαν έκοβε βόλτες στα στενά και τις γειτονιές του Φλαμουδιού. Δεν μιλούσε ελληνικά κι ούτε οι Φλαμουδιώτες καταλάβαιναν τη δική του γλώσσα. Αυτό δεν εμπόδισε καθόλου τον νεαρό Αμερικανό με τα μακριά σγουρά μαλλιά και τα μπλε τζιν παντελόνια, να συγχρωτιστεί μαζί τους, να γίνει ο φίλος τους, ο δικός τους Ίαν, και να καταγράφει ιδιωτικά με τη μηχανή του πρόσωπα, χώρους, συνήθειες.
Ο Γιώργος Παπαφωτίου τον κάλεσε στο κυριακάτικο τραπέζι με την οικογένειά του και ο Ίαν ευχαριστώντας τον κατέγραψε το στιγμιότυπο. Αργά το απόγευμα στις μέρες που ακολούθησαν, αιχμαλώτισε με τον φακό του την Παντελού με το μικρό παιδί της πάνω στο γαϊδούρι και τις κατσίκες της να ακολουθούν, ύστερα από μια κοπιαστική μέρα. Τον Σωτήρη Φώτη Ζορλή με το μεγάλο μουστάκι και το καπέλο να ποζάρει πάνω στο δικό του γαϊδούρι, την Καλλισθένη Ιωάννου να μαγειρεύει στην αυλή του σπιτιού της, τον Αρτέμη με τα παιδιά του και την αδελφή του Παναγιώτα, τον Ανδρέα και την Ευθυμία Τσίρκου.
Κι ακόμη, το σπίτι του Λεωνίδα, καντηλανάφτη της εκκλησίας, με τη γυναίκα του Ξένια, την πραμάτεια της Αργυρής Γιακουμή φορτωμένη απάνω στο γαϊδούρι της έξω από το σπίτι του Σιακαλλή και της Φουντζούς. Την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, το παραθαλάσσιο εστιατόριο του Λοΐζου και της Σταυρούλας Γεωργίου, τον Δημήτρη Σωτηρίου με το κοπάδι του, τη Μαρία Λυσάνδρου κρατώντας το αγαπημένο της κριάρι. Και ομάδα Φλαμουδιωτών στο καφενείο του Θεμιστοκλή με τα συνθήματα «Ζήτω ο Γρίβας, ο Αρχηγός Διγενής» και «Ένωση» με μπλε μπογιά στον τοίχο. Ολόκληρο το Φλαμούδι αποτυπώθηκε στο 35 μιλιμέτρων φιλμ του Ίαν. Το καλοκαίρι του 1973 ο Ίαν δεν επέστρεψε στο Φλαμούδι, καθώς μεσολάβησε ο γάμος του με τη Βίκυ. Κι έναν χρόνο μετά, Ιούλιο μήνα, ακούστηκε στο χωριό η αγωνιώδης κραυγή: Έρχονται οι Τούρκοι.
Η νέα συνάντηση
Πέρασαν μέρες, μήνες, χρόνια. Οι Φλαμουδιώτες σκορπίστηκαν σε πολλά μέρη της Κύπρου, στην Ελλάδα, την Αγγλία, την Αμερική, την Αυστραλία. Οι ηλικιωμένοι έφυγαν από τη ζωή, οι νέοι γέρασαν, τα παιδιά μεγάλωσαν κι έφτιαξαν δικές τους οικογένειες. Ο Ίαν τοποθέτησε τις φωτογραφίες του σ’ ένα κασόνι, επικεντρώθηκε στην αρχιτεκτονική και τη σχεδιαστική του, μέχρι που 35 χρόνια μετά, στο 2005, μια πρόσκληση ξύπνησε και πάλι μέσα του το Φλαμούδι. Το Κολούμπια οργάνωσε μία έκθεση και μια σειρά διαλέξεων για τις ανασκαφές στο Φλαμούδι. Αφηγείται ο Ίαν: «Ένας από τους ομιλητές ήταν ο Παύλος Φλουρέντζος, τότε διευθυντής του Κυπριακού Μουσείου. Στο δείπνο που ακολούθησε, αρχίσαμε μια ζωηρή συζήτηση για την εμπειρία μου στο Φλαμούδι το 1972. Του έδειξα έναν μικρό φάκελο με φωτογραφίες που είχα μαζί μου και η συζήτησή μας σταμάτησε απότομα. ‘Έχεις ιδέα πόσο σημαντικές είναι οι φωτογραφίες σου’; με ρώτησε. Παρέμεινα σιωπηλός. Εκείνος συνέχισε, τονίζοντάς μου ότι οι φωτογραφίες μου αποτελούσαν έναν εθνογραφικό θησαυρό. Μου είπε μάλιστα ότι θα παραχωρούσε χώρο στο μουσείο για να τις εκθέσει, παράλληλα με μια αρχαιολογική έκθεση για το Φλαμούδι. Εγώ, ενθουσιασμένος, άφωνος και ανίδεος, ή μάλλον αδαής, διερωτώμουν τι έκανε αυτές τις φωτογραφίες τόσο πολύτιμες».
Την απάντηση έδωσε πρώτα ο Φλαμουδιώτης Σάββας Γεωργίου, κάτοικος Λονδίνου, που προσφέρθηκε να αναγνωρίσει τα πρόσωπα στις φωτογραφίες. Όταν ο Σάββας είδε στον υπολογιστή του Ίαν το πορτρέτο ενός ηλικιωμένου άνδρα, έμεινε σιωπηλός για λίγα λεπτά και μετά απάντησε: «Είναι ο παππούς μου». Ήταν, αφηγείται ο Ίαν, μια στιγμή αποκάλυψης και για πρώτη φορά άρχισα να αντιλαμβάνομαι την αξία των φωτογραφιών. Όσο για τον Σάββα, οι παιδικές αναμνήσεις δεν ήταν πια όνειρο, άρχισαν να αποκτούν υπόσταση. Το χωριό του αναδυόταν από τη θολούρα της μνήμης, καθώς αναγνωρίζονταν πρόσωπα και επανασυνδέονταν με ονόματα.
Στη συνέχεια, ο δρ Πίτερ Λοΐζος, καθηγητής κοινωνιολογίας-ανθρωπολογίας, γεννημένος στο Λονδίνο από Κύπριο πατέρα και καταγωγή από το Αργάκι Μόρφου, τον οδήγησε στον δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσει. Ο Πίτερ είχε ήδη ολοκληρώσει μελέτες 35 χρόνων για τις επιπτώσεις του αναγκαστικού εκτοπισμού των κατοίκων του χωριού του, οι οποίες αποτυπώθηκαν στα βιβλία του «Σίδερο στην ψυχή» και «Προσφυγιά και Καρτερία» και έγιναν ταινία. Οι φωτογραφίες του Ίαν αποτυπώθηκαν τότε σε βιβλίο, το οποίο παρουσιάστηκε παράλληλα με την έκθεση των φωτογραφιών του στο Κυπριακό Μουσείο στη Λευκωσία το 2009 με παρόντες πολλούς Φλαμουδιώτες. Και τότε κάτι καινούργιο άρχισε να γεννιέται. Ομολογεί ο Ίαν: «Ενστικτωδώς άρχισα να τραβάω φωτογραφίες. Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι αυτή η σπασμωδική αντίδραση θα οδηγούσε σε μια προσεκτικά ενορχηστρωμένη προσπάθεια τα επόμενα δεκατέσσερα χρόνια. Κάθε φορά που επέστρεφα στην Κύπρο, το έκανα με την πρόθεση να επισκεφθώ τους φίλους μου από το Φλαμούδι, με τη φωτογραφική μηχανή στο χέρι». Ζήτησε να πάει και στο Φλαμούδι. Ήθελα, λέει, «να μπορέσω να δω με τα μάτια μου και να καταγράψω τι είχε αλλάξει από το 1972. Πενήντα χρόνια είναι ένα μεγάλο, πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.
Το Φλαμούδι είναι τώρα το Mersinlik, και το Mersinlik δεν είναι το Φλαμούδι. Το τοπίο είναι ταυτόχρονα οικείο και ξένο. Τα ορόσημα έχουν αλλοιωθεί, η εκκλησία τώρα είναι τζαμί, το καμπαναριό γκρεμίστηκε, οι εικόνες λεηλατήθηκαν, οι ταφόπλακες στο νεκροταφείο καταστράφηκαν ή έσπασαν, το καφενείο κατεδαφίστηκε. Η περιφρόνηση της ιστορίας του χωριού και των γύρω οικισμών επεκτείνεται και στους αρχαιολογικούς χώρους, οι οποίοι είναι δυστυχώς παραμελημένοι και στην περίπτωση της Μέλισσας τόσο καλυμμένοι από βλάστηση που μας πήρε μια ώρα επίπονης αναζήτησης για να την εντοπίσουμε».
Στα χρόνια που ακολούθησαν ο Ίαν δεν σταμάτησε να φωτογραφίζει. Και σήμερα, στα 50χρονα από την τουρκική εισβολή, το καινούργιο δίγλωσσο βιβλίο του «Πρόσωπα του Φλαμουδιού» δίνει μια νέα διάσταση. Εικονογραφημένη με περισσότερες από 300 νέες και αρχειακές φωτογραφίες, η συναρπαστική αφήγηση του Ίαν συμπληρώνεται στο βιβλίο από 15 δοκίμια από μέλη της διασποράς και διακεκριμένους Κύπριους συγγραφείς. Ανεκτίμητη ήταν η βοήθεια του διεθνούς φήμης νομικού επιστήμονα δρα Συμεών Χρ. Συμεωνίδη, ο οποίος επιμελήθηκε τη μετάφραση όλων των κειμένων στα ελληνικά και συμμετέχει με ένα δικό του κείμενο, που αποτυπώνει την απίστευτη εμπειρία που έζησε στην εισβολή ως έφεδρος στρατιώτης. Ξεχωριστή θέση κατέχει το πολύ συγκινητικό δοκίμιο του Πίτερ Λοΐζου «Φωτογραφία, μνήμη και εκτοπισμός». Σε όλα τα κείμενα υπάρχει κάτι ιδιαίτερο, βαθιά ανθρώπινο, πολύ αληθινό, και πολύ λυπούμαι που στο πλαίσιο ενός άρθρου δεν μπορούν να αποτυπωθούν όλα, περιληπτικά έστω. Πάρτε το βιβλίο και μελετήστε το.
Η λογοτέχνιδα Νίκη Κατσαούνη χαρακτηρίζει τον επιβλητικό βρακοφόρο Λύσανδρο Λυσάνδρου «έναν βοσκό bon viveur που πάντα έχει μια-δυο καλές συμβουλές να σου δώσει για τη ζωή», βγαλμένον από μια εποχή που μοιάζει αρχαία: Φαρδύ σακάκι, βράκα, ποδίνες μέχρι το γόνατο, ζώνη από μαύρο ύφασμα. Γράφει ο Ίαν: «Εκείνο το απόγευμα ήταν απλώς ο εαυτός του, γέρνοντας πίσω στην καρέκλα του, κι εγώ ήμουν απλώς ένας νεαρός φοιτητής με μια φωτογραφική μηχανή. Κανείς από τους δυο μας δεν μπορούσε να ξέρει τι θα έφερνε το μέλλον, αλλά υπάρχει κάτι στο βλέμμα των ματιών του Λύσανδρου που υποδηλώνει ότι καταλάβαινε ότι η φωτογραφική μηχανή ήταν ικανή να αποκαλύψει πράγματα που μπορεί να μην ήταν εμφανή εκείνη τη στιγμή. Με την προοπτική του χρόνου, έφτασα να αισθάνομαι ότι η κορμοστασιά του ήταν ευγενής, η απλή ξύλινη καρέκλα του ήταν θρόνος και ότι κοιτούσε τον φακό μου σαν να ήταν ένα παράθυρο στην ιστορία. Η επιλογή μου αποδείχθηκε προφητική.
Όταν εισέβαλε ο τουρκικός στρατός, αν και ήξερε πως κινδύνευε η ζωή του, ο Λύσανδρος αρνήθηκε να φύγει, επιμένοντας να παραμείνει με τα πρόβατά του στη γη που εκείνος και εκείνα γνώριζαν και αγαπούσαν τόσο πολύ. Ήταν ο μόνος Φλαμουδιώτης που πέθανε κατά την εισβολή, εκτελέστηκε με συνοπτικές διαδικασίες σε έναν ανοιχτό δρόμο, περιτριγυρισμένος από τα πρόβατά του. Το πορτρέτο του χρησιμοποιείται συμβολικά από την κοινότητα ως ανεξίτηλη υπενθύμιση του τι χάθηκε, όταν αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρογονική τους εστία». Το βιβλίο παρουσιάζει μία ακόμη μοναδική πρωτοτυπία, καθώς παρουσιάζει έναν χάρτη του χωριού που συμπληρώνει τις φωτογραφίες, με ακριβή τοποθέτηση των θέσεων των κτηρίων και προσδιορισμό των ιδιοκτητών τους το 1974. Πέραν τούτου, παρουσιάζεται λεπτομερής κατάλογος όλων των Φλαμουδιωτών.
*Δημοσιογράφου
Το βιβλίο του Ian J. Cohn «Πρόσωπα του Φλαμουδιού» παρουσιάζεται την Τετάρτη 10 Ιουλίου 2024, στις 7 μ.μ., στο Δημοτικό Θέατρο Λατσιών, σε εκδήλωση που τελεί υπό την αιγίδα του Προέδρου Χριστοδουλίδη. Για το βιβλίο θα μιλήσει ο καθηγητής δρ Πέτρος Παπαπολυβίου, ιστορικός-συγγραφέας. Χαιρετισμός από τον Μιχάλη Τζιώρτα, πρόεδρο του κοινοτικού συμβουλίου Φλαμουδιού. Ο ίδιος ο Ίαν θα απευθύνει χαιρετισμό και θα υπογράφει βιβλία του που θα διατίθενται στον χώρο της εκδήλωσης.
Πηγή: Πολίτης