Λιγότεροι από 4 στους 10 Κυπρίους έχουν ένα καλό επίπεδο χρηματοοικονομικών γνώσεων, σύμφωνα με μελέτη του Κέντρου Οικονομικών Μελετών του Πανεπιστημίου Κύπρου (ΚΟΕ).
Όπως αναφέρεται σε ενημερωτικό δελτίο του ΚΟΕ, η έρευνα είχε ως σκοπό να εξετάσει το ρόλο του χρηματοοικονομικού αλφαβητισμού για την οικονομική ανθεκτικότητα των ατόμων κατά την περίοδο της πανδημίας και υλοποιήθηκε τον Μάιο του 2021, συλλέγοντας δεδομένα από 840 άτομα ηλικίας 25-64 ετών που ζουν στην Κύπρο.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας για τη μέτρηση του επιπέδου χρηματοοικονομικού αλφαβητισμού λιγότερο από 4 στους 10 ερωτηθέντες είχαν ένα καλό επίπεδο χρηματοοικονομικών γνώσεων. Τα αποτελέσματα δείχνουν επίσης ότι πάνω από 1 στους 3 Κύπριους είναι οικονομικά εύθραυστοι, δηλαδή δεν θα μπορούσαν να καλύψουν μία έκτακτη οικονομική ανάγκη μέσα σε ένα μήνα χωρίς να δανειστούν ή να ζητήσουν οικονομική βοήθεια. Επιπλέον, περίπου 6 στους 10 δεν είχαν στην άκρη ένα ποσό προκειμένου να μπορούν να καλύψουν έξοδα διαβίωσης τριών μηνών σε περίπτωση απώλειας της κύριας πηγής εισοδήματός τους.
Τα ποσοστά είναι υψηλότερα για τους νέους, τους ανέργους, τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος και τα μεγαλύτερα νοικοκυριά, γεγονός που δείχνει ότι οι ομάδες αυτές του πληθυσμού ήταν οι λιγότερο ανθεκτικές.
«Η ανάλυση των χαρακτηριστικών των ατόμων που είναι πιο ανθεκτικά μπορεί να βοηθήσει στο σχεδιασμό παρεμβάσεων πολιτικής στοχεύοντας στην αύξηση της ανθεκτικότητας σε όλο τον πληθυσμό και τη διατήρηση της ακόμη και σε περιόδους δυσκολίας. Συγκεκριμένα, τα ευρήματα της έρευνας δείχνουν ότι η επάρκεια χρηματοοικονομικής γνώσης αποτελεί έναν ισχυρό παράγοντα για την οικονομική ανθεκτικότητα του ατόμου», αναφέρεται από το ΚΟΕ.
Παρόλο που τα άτομα με υψηλότερα επίπεδα εκπαίδευσης και εισοδήματος ήταν σε καλύτερη θέση για να αντιμετωπίσουν τις δυσμενείς επιπτώσεις της πανδημίας, εντοπίζουμε ένα επιπλέον όφελος από την κατοχή υψηλότερων επιπέδων χρηματοοικονομικών γνώσεων. Τα ευρήματά δείχνουν ότι ακόμη και όταν κάποιος έχει τα χρήματα για να δημιουργήσει ένα αποθεματικό ταμείο για τις δύσκολες μέρες, είναι λιγότερο πιθανό να το κάνει εάν δεν κατανοεί τις βασικές έννοιες γύρω από την αποταμίευση, την επένδυση και τον δανεισμό.
«Αυτό μπορεί να οφείλεται στο ότι δεν βλέπει το πιθανό όφελος από τη δημιουργία ενός τέτοιου ταμείου ή στο ότι αν και γνωρίζει τα οφέλη της αποταμίευσης, δεν ξέρει πώς να το κάνει. Είναι πιθανό επίσης να οφείλεται σε έλλειψης εμπιστοσύνης ή σε αποτελέσματα προηγούμενων λαθών που μείωσαν τα διαθέσιμα χρήματα», σημειώνεται.
Προκαλεί σημαντική ανησυχία το γεγονός ότι τόσο λίγοι άνθρωποι στην Κύπρο φαίνεται να έχουν υψηλά επίπεδα επάρκειας χρηματοοικονομικών γνώσεων. Το πρόβλημα, αναφέρεται, είναι δυνατό να αντιμετωπιστεί παρέχοντας πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας χρηματοοικονομική εκπαίδευση.
«Διάφορες μελέτες έχουν δείξει ότι τα άτομα που λαμβάνουν χρηματοοικονομική εκπαίδευση είναι πιθανότερο σε σχέση με εκείνα που δεν έχουν λάβει, να αρχίσουν να αποταμιεύουν και να σχεδιάζουν για το μέλλον. Πράγματι, υπάρχει σημαντική σύσταση προς τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής για τη βελτίωση της χρηματοοικονομικής παιδείας», αναφέρεται.
Σημειώνεται ότι όπως συνιστά ο ΟΟΣΑ, για την ενίσχυση του χρηματοοικονομικού αλφαβητισμού, ιδανικά, μια τέτοια εκπαίδευση θα πρέπει να ξεκινάει από νεαρή ηλικία, για να διαμορφώσει θετικές συνήθειες και συμπεριφορές και να μεταφέρει σωστές χρηματοοικονομικές γνώσεις και δεξιότητες πριν αυτές χρειαστούν. Τα αποτελέσματά καταδεικνύουν ότι οι νέοι της Κύπρου χρειάζονται τέτοια (αυτοδύναμη) χρηματοοικονομική εκπαίδευση για να οικοδομήσουν την οικονομική ανθεκτικότητά τους.
Στο πλαίσιο αυτό, αναφέρεται, είναι καθησυχαστικό ότι η Κύπρος ξεκίνησε πρόσφατα την πρώτη Εθνική Στρατηγική για την Προώθηση του Χρηματοοικονομικού Αλφαβητισμού και της Παιδείας η οποία εφαρμόζει καλές πρακτικές διεθνών οργανισμών. Βασίζεται στην παραδοχή ότι η προσφορά χρηματοοικονομικής εκπαίδευσης μπορεί να βοηθήσει τα άτομα να διαχειρίζονται τα χρήματά τους πιο αποτελεσματικά μέσω μιας ποικιλίας πρωτοβουλιών που έχουν σχεδιαστεί για τη βελτίωση της γνώσης και την ενθάρρυνση της αλλαγής στάσης και συμπεριφοράς όπου απαιτείται.
ΚΥΠΕ