«Από μαύρο πρόβατο της ΕΕ η Κύπρος αναδείχθηκε σε γέφυρα προς τη Μ. Ανατολή»
Η Κύπρος εντάχθηκε στην ΕΕ στιγματισμένη ως το «μαύρο πρόβατο», λόγω της απόρριψης του σχεδίου Ανάν από την ελληνοκυπριακή κοινότητα, ένα στίγμα που ήταν άδικο, ωστόσο, σήμερα πλέον, έχει αναδειχθεί πλήρως και στις πραγματικές του διαστάσεις, ο ρόλος της ως γέφυρας και εφαλτηρίου της Ένωσης προς τις χώρες της Μέσης Ανατολής, ιδιαίτερα μετά και τον πόλεμο στη Γάζα και την πρωτοβουλία «Αμάλθεια» για την αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας στον δοκιμαζόμενο παλαιστινιακό λαό, δήλωσε, σε συνέντευξή του στο ΚΥΠΕ, ο Πρέσβης επί τιμή Θεόφιλος Θεοφίλου, πρώτος Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σθεναρός υπέρμαχος της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ, ο κ. Θεοφίλου έζησε από κοντά ως διπλωμάτης την ενταξιακή πορεία της χώρας, αλλά και τις δύσκολες στιγμές όταν το νησί θα έμπαινε μοιρασμένο στην ευρωπαϊκή οικογένεια. «Θεωρώ ότι η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ ήταν ένα πολύ μεγάλο επίτευγμα και η σημαντικότερη στιγμή στην ιστορία της μετά την ανεξαρτησία. Έχοντας υπόψη τις δυσκολίες και τα εμπόδια που αντιμετωπίσαμε θα έλεγα ότι ήταν ένας άθλος», υπογράμμισε.
Είκοσι χρόνια μετά το σημαδιακό αυτό ορόσημο στη σύγχρονη ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο κ. Θεοφίλου θυμάται, μιλώντας στο ΚΥΠΕ, πως από την αρχή της σταδιοδρομίας του ως διπλωμάτης και της τοποθέτησής του στο Γραφείο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διέκρινε τις δυνατότητες που πρόσφερε στην Κυπριακή Δημοκρατία η προοπτική της ένταξης της στην τότε ΕΟΚ.
Η πεποίθησή του αυτή τον ώθησε να υποβάλει τον Δεκέμβριο του 1975 – πριν καν συμπληρώσει δυο χρόνια υπηρεσίας και έχοντας τον βαθμό του Ακολούθου – δωδεκασέλιδο σημείωμα/μελέτη με εισήγηση για υποβολή αίτησης ένταξης στην ΕΟΚ.
Όπως σημείωσε, «ιδιαίτερα μετά την τουρκική εισβολή και την κατάληψη του ενός τρίτου της εδαφικής επικράτειάς της, διαμόρφωσα την άποψη ότι η ημικατεχόμενη πατρίδα μας μπορούσε να αναζητήσει ασφάλεια και υποστήριξη για μια δίκαιη λύση του προβλήματος της στους κόλπους της ΕΟΚ».
«Παρόλο που εκτιμούσα ότι δεν θα ήταν εύκολο εγχείρημα και είχα πλήρη επίγνωση της προτεραιότητας που αποδιδόταν στην αδέσμευτη μας εξωτερική πολιτική που βρισκόταν στο απόγειο της, δεν δίστασα να υποβάλω υπηρεσιακά το σημείωμα αυτό στον τότε Υπουργό Εξωτερικών, μέσω του Γενικού Διευθυντή, ζητώντας μάλιστα να προωθηθεί στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Το σημείωμα μονογραφήθηκε από τον Υπουργό και αρχειοθετήθηκε σε φάκελο του απορρήτου αρχείου, όπου εξακολουθεί να βρίσκεται. Όπως γνωρίζετε η αίτηση ένταξης στην ΕΕ υποβλήθηκε τελικά τον Ιούλιο του 1990, ύστερα από 15 χρόνια», ανέφερε.
Ο ίδιος ανέλαβε καθήκοντα ως Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Κύπρου στην ΕΕ τον Μάρτιο του 2000, αφότου συμπλήρωσε τη θητεία του στη Γερμανία. Οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις που είχαν αρχίσει το 1998 είχαν εισέλθει τότε στην ουσιαστική τους φάση, μπήκαν στα βαθιά, και συνεχίζονταν ομαλά. Παράλληλα, συνεχίζονταν οι συνομιλίες και οι διεργασίες στο διεθνές επίπεδο για την εξεύρεση λύσης του Κυπριακού.
«Γνωρίζαμε ότι η δυσκολία, το μεγάλο εμπόδιο στην ένταξη της Κύπρου δεν ήταν στα 35 τόσα διαπραγματευτικά κεφάλαια που έπρεπε να συμφωνηθούν ένα – ένα και να κλείσουν αλλά στο πολιτικό μας πρόβλημα», επεσήμανε ο κ. Θεοφίλου, στη συνέντευξή του στο ΚΥΠΕ.
Όπως ανέφερε, οι τότε Κυβερνήσεις της Κύπρου, υπό τον Γλαύκο Κληρίδη, και της Ελλάδας υπό τον Κώστα Σημίτη, είχαν εκτιμήσει ότι η ενταξιακή πορεία της Κύπρου σε συνδυασμό με το ενδιαφέρον της Τουρκίας για ένταξη στην ΕΕ θα λειτουργούσε ως καταλύτης για τη λύση του Κυπριακού. «Υπήρχε βάσιμη, τεκμηριωμένη αισιοδοξία ότι η ένταξη της Κύπρου και η ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας θα δημιουργούσαν μια κατάσταση με κέρδη για όλους(win-win situation) που θα οδηγούσε στη λύση του Κυπριακού», είπε ο κ. Θεοφίλου.
Ωστόσο, το νησί εντάχθηκε χωρίς λύση μετά την απόρριψη από το 76% των Ελληνοκυπρίων του σχεδίου των ΗΕ το 2004. Ο κ. Θεοφίλου θυμάται πως λίγες ημέρες μετά το δημοψήφισμα για το σχέδιο Ανάν ο Μόνιμος Αντιπρόσωπος κράτους μέλους της ΕΕ τον πλησίασε, ενώ βρίσκονταν στην αίθουσα των συνεδριάσεων της Επιτροπής Μονίμων Αντιπροσώπων (COREPER), και του είπε ψιθυριστά στο αυτί “you cheated us” (μας ξεγελάσατε).
«Έκρυψα την πίκρα μου και του εξήγησα τους λόγους για τους οποίους το σχέδιο Ανάν δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό από τον κυπριακό λαό», ανέφερε.
Οι δυσκολίες εξαιτίας του πολιτικού προβλήματος παρουσιάστηκαν σε πιο έντονη μορφή μετά το Μπούργκενστοκ και σε ακόμα πιο έντονη μετά το δημοψήφισμα, όπως είπε. «Πέρασαν είκοσι χρόνια από τότε αλλά θυμούμαι πολύ έντονα τα γεγονότα εκείνων των ημερών», πρόσθεσε.
«Την επομένη του δημοψηφίσματος, την Κυριακή 25 Απριλίου 2004. ήρθε στις Βρυξέλλες ο Υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Ιακώβου. Μεταβήκαμε οδικώς στο Λουξεμβούργο, όπου θα συνεδρίαζε την επομένη το Συμβούλιο Γενικών και Εξωτερικών Υποθέσεων. Το πρωί, πριν από το Συμβούλιο θα συνεδρίαζε η Επιτροπή των Μονίμων Αντιπροσώπων για να προετοιμάσει τη συνεδρία του Συμβουλίου. Το βράδυ της Κυριακής είχαμε συνάντηση με τον Υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας, Πέτρο Μολυβιάτη, και την αντιπροσωπεία του, για συντονισμό των θέσεων και των ενεργειών μας στις κρίσιμες συνεδρίες της επομένης όπου μας ανέμεναν δύσκολα», ανέφερε.
Όπως σημείωσε, ο κ. Ιακώβου τους πληροφόρησε τότε πως είχαν έγκριση από τον Πρόεδρο Τάσσο Παπαδόπουλο να προτείνουν όπως τα 259 εκατομμύρια ευρώ που είχαν προβλεφθεί για την ανάπτυξη της τουρκοκυπριακής κοινότητας μετά τη λύση διατεθούν για τον σκοπό αυτό άμεσα. «Αυτό ήταν δική μου εισήγηση και συμφωνήσαμε να το περιλάβω στην παρέμβαση που θα έκανα την επομένη στη συνεδρία της Επιτροπής των Μονίμων Αντιπροσώπων», όπως και έγινε, επεσήμανε ο κ. Θεοφίλου.
«Με πολλή προσπάθεια κατάφερα και έκρυψα την αγωνία μου, την εσωτερική ταραχή μου, και μίλησα με ψυχραιμία, μετριοπάθεια και πειστικότητα. Περίμενα με αγωνία να δω τις αντιδράσεις με φόβο ότι θα ακούσω ομοβροντίες και επικρίσεις για το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Προς μεγάλη και ευχάριστη έκπληξη μου τίποτε από αυτά που περίμενα και φοβόμουν», ανέφερε.
«Ο Βρετανός Μόνιμος Αντιπρόσωπος που ήταν ανάμεσα στους πρώτους που πήραν το λόγο και από τον οποίο ανέμενα επίθεση καλωσόρισε την ομιλία μου και τη σχολίασε θετικά. Το ίδιο έκαμε και ο εκπρόσωπος του Επιτρόπου για τη Διεύρυνση Γκούντερ Φερχόιγκεν ο Ιταλός Fabrizio Barbaso. Καμιά επίθεση, καμιά κριτική, κανένα αρνητικό σχόλιο», σημείωσε ο κ. Θεοφίλου. «Ενώ μάζευα τα χαρτιά μου, χαλαρός πια και χωρίς άγχος, μπήκε στην αίθουσα ο κ. Μολυβιάτης, ήρθε προς το μέρος μου, ακούμπησε το χέρι του στην πλάτη μου και μου είπε ‘Μπράβο, παιδί μου, τα κατάφερες. Έσπασε ο πάγος. Θα πάμε καλά’», θυμάται.
Ωστόσο, όπως ανέφερε, δεν υιοθετήθηκε σε εκείνη τη συνεδρία το σχέδιο Κανονισμού για την Πράσινη Γραμμή που είχε ετοιμαστεί και υποβληθεί από την Επιτροπή. «Προσπάθησα να το περάσω και ζήτησα την επείγουσα υιοθέτηση του για να αποφευχθούν άλλες διευθετήσεις που εμελετούντο και για τις οποίες είχα εμπιστευτική πληροφόρηση. Ο Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Γαλλίας ζήτησε την αναβολή της συζήτησης και της υιοθέτησης του Κανονισμού για 2-3 μέρες για να δοθεί χρόνος για μελέτη και επεξεργασία του πράγμα που έγινε στην επόμενη συνεδρία της COREPER στις Βρυξέλλες», πρόσθεσε.
«Ναι, ο πρώτιστος στόχος της ένταξης στην ΕΕ ήταν πολιτικός. Η εξεύρεση μιας δίκαιης λύσης στο Κυπριακό σύμφωνης με τις αρχές και αξίες της Ένωσης. Η Κύπρος εντάχθηκε στην ΕΕ μοιρασμένη και στιγματισμένη σαν ‘μαύρο πρόβατο’. Το στίγμα εκείνο, όσο άδικο και αν είναι, παραμένει ακόμα και επηρεάζει τη διάθεση και τη θέληση των κρατών μελών για νέες πρωτοβουλίες και ενεργότερη ανάμειξη στις προσπάθειες λύσης του Κυπριακού», είπε ο κ. Θεοφίλου.
Εξέφρασε την άποψη πως «η ΕΕ μπορεί και έπρεπε να κάμει περισσότερα για τη λύση του Κυπριακού. Δυστυχώς και προς απογοήτευση μας δεν το έπραξε. Για διάφορους νομίζω λόγους. Υπάρχει μια διστακτικότητα, μια φοβία θα έλεγα που έχει σχέση και με τη γενικότερη αδυναμία της Ένωσης να διαμορφώσει και ακολουθήσει μια πιο ενεργή και δυναμική εξωτερική πολιτική», είπε ο κ. Θεοφίλου.
Η ΕΕ, πρόσθεσε, «αποφεύγει να αναμιγνύεται στα εσωτερικά πολιτικά προβλήματα των κρατών μελών της. Όμως, το Κυπριακό δεν είναι εσωτερικό πρόβλημα της Κύπρου. Είναι διεθνές πρόβλημα ξένης εισβολής και κατοχής ενός κράτους μέλους της ενάντια σε βασικές πρόνοιες του Καταστατικού Χάρτη των ΗΕ και στις αρχές και αξίες της Ένωσης. Ένα πρόβλημα με πολλές ομοιότητες με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία για την οποία η ΕΕ υιοθέτησε και ακολουθεί ξεκάθαρη και δυναμική θέση με τεράστια βοήθεια προς την Ουκρανία και εκτεταμένες κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας», επεσήμανε.
Σημείωσε, ακόμη, πως σε σχέση με το Κυπριακό, οι θέσεις μερικών κρατών μελών, ιδιαίτερα μεγάλων και ισχυρών, επηρεάζονται από τα πολύ μεγάλα συμφέροντα που έχουν στην Τουρκία.
Από την άλλη όμως, ανέφερε, «δεν πρέπει να παραβλέπουμε την ασφάλεια και την προστασία που παρέχει στη Δημοκρατία η ιδιότητα του μέλους της ΕΕ. Τα πράγματα θα ήταν χειρότερα και η κατάσταση πολύ πιο δύσκολη αν η Κύπρος δεν είχε ενταχθεί στην ΕΕ. Η Ένωση έχει δικούς της λόγους για τους οποίους ενδιαφέρεται να εξευρεθεί λύση στο Κυπριακό, έχει δικά της σημαντικά συμφέροντα που θα εξυπηρετηθούν με τη λύση του Κυπριακού», σημείωσε.
Εξέφρασε, ακόμη, τη θέση πως εφόσον διοριστεί ένας ειδικός αντιπρόσωπος της ΕΕ για το Κυπριακό αυτός μπορεί και οφείλει να συνεισφέρει αποφασιστικά στις προσπάθειες λύσης, να ενισχύσει αποτελεσματικά τα ΗΕ, που έχουν την ευθύνη της αναζήτησης και εξεύρεσης της, σε σχέση με το περιεχόμενο της λύσης, που πρέπει να συνάδει με το κοινοτικό κεκτημένο, αλλά και με τα πολλά και αποτελεσματικά εργαλεία που έχει στη διάθεση της και μπορεί να χρησιμοποιήσει για να πείσει, να δελεάσει και να πιέσει τα μέρη που δεν συνεργάζονται. Εργαλεία που δεν διαθέτουν τα ΗΕ, επεσήμανε.
Σε σχέση με τα οφέλη από την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, ο κ. Θεοφίλου είπε πως υπάρχουν αναμφίβολα διάφορα σημαντικά οφέλη για το κράτος και τους πολίτες του. «Μερικά είναι μετρήσιμα και άλλα όχι. Πιο εμφανή και απτά είναι τα οικονομικά οφέλη. Για άλλους μπορεί να είναι το περιβάλλον και η προστασία του όπου αν δεν υπήρχαν οι δεσμευτικοί κανονισμοί και οδηγίες της ΕΕ κανείς δεν ξέρει σε τι χάλια θα βρισκόμαστε», ανέφερε.
Για τον ίδιο, σημείωσε, «προσμετρά η βαθμιαία αλλαγή της κυπριακής νοοτροπίας και η ασφάλεια και η σιγουριά που προσφέρει η ιδιότητα του μέλους σε ένα μικρό, ημικατεχόμενο κράτος που βρίσκεται σε μια περιοχή με αστάθεια, εντάσεις, συγκρούσεις και πολέμους».
Ερωτηθείς αν θεωρεί πως υπήρξαν αρνητικά από την ένταξη απάντησε πως κατά τη γνώμη του δεν υπάρχουν αρνητικές επιπτώσεις. «Δεν ισχυρίζομαι ότι η Ένωση παίρνει πάντα τις σωστές αποφάσεις, υιοθετεί τις ορθές πολιτικές και λειτουργεί υποδειγματικά και αποτελεσματικά σε όλους τους τομείς. Αν υπάρχουν αρνητικές συνέπειες στα κράτη μέλη σε κάποια ζητήματα αυτές δεν οφείλονται στην ιδιότητα του μέλους αλλά σε αδυναμίες και ελλείψεις στη λειτουργία των θεσμών της. Η ΕΕ εξελίσσεται και εκτιμώ ότι με την πάροδο του χρόνου θα διευρύνεται, εμβαθύνεται και ενισχύεται», επεσήμανε.
Είπε, ακόμη, πως «ένα από τα επιχειρήματα που χρησιμοποιήσαμε κατά κόρον υπέρ της ένταξης μας στην ΕΕ τόσο πριν όσο και μετά την ένταξη ήταν ο ρόλος που μπορεί να διαδραματίσει ως γέφυρα της ΕΕ με τις χώρες της Μέσης Ανατολής. Προσωπικά χρησιμοποιούσα και τον όρο του εφαλτηρίου για την προώθηση των αρχών, των αξιών και των συμφερόντων της ΕΕ στην περιοχή. Εκτιμώ ότι ο ρόλος αυτός της γέφυρας και του εφαλτηρίου αναδείχθηκε πλήρως και στις πραγματικές του διαστάσεις μόλις πρόσφατα με τον πόλεμο στη Γάζα και την πρωτοβουλία με την επωνυμία Αμάλθεια για την αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας στον δοκιμαζόμενο παλαιστινιακό λαό», ανέφερε.
Ερωτηθείς για τα προβλήματα που ο ίδιος αντιμετώπιζε όταν ήταν Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Κύπρου στην ΕΕ, ο κ. Θεοφίλου είπε πως το σοβαρότερο ήταν οι ελλείψεις σε προσωπικό, ιδίως σε στελέχη, ώστε η Κύπρος να μπορεί να εκπροσωπείται στις διάφορες Ομάδες Εργασίας του Συμβουλίου.
«Η εντύπωση μου είναι ότι παρά τις αρχικές αδυναμίες μας και τα κενά στην εκπροσώπησή μας στα διάφορα όργανα της ΕΕ και στη συμμετοχή μας στις συζητήσεις και διεργασίες τους, η κατάσταση έχει βελτιωθεί σε μεγάλο βαθμό. Παρά το μικρό της μέγεθος και τις περιορισμένες δυνατότητες της η Κύπρος λειτουργεί σωστά ως κράτος μέλος, συνεισφέρει στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι σε πολλούς τομείς και αντλεί σε ικανοποιητικό βαθμό τα οφέλη που αποφέρει η ιδιότητα του μέλους», σημείωσε.
Αυτό δεν σημαίνει, όπως είπε, ότι δεν υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης και διασφάλισης των συμφερόντων μας σε μεγαλύτερο βαθμό. Τούτο, ανέφερε, μπορεί να επιτευχθεί αφενός μεν με τη σωστή στελέχωση της Μόνιμης Αντιπροσωπείας με ικανούς και έμπειρους λειτουργούς και αφετέρου με τον διορισμό και την ανοδική εξέλιξη Κυπρίων αξιωματούχων σε σημαντικές θέσεις στα διάφορα όργανα της ΕΕ.
Εξέφρασε, ακόμη, την εκτίμηση πως μόνο ένα μικρό ποσοστό των Κυπρίων έχει επίγνωση των επιπτώσεων που έχουν στην καθημερινότητα του και στη ζωή του γενικά οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τα διάφορα όργανα της ΕΕ.
«Χρειάζεται, σίγουρα, περισσότερη ενημέρωση και χρόνος για να γίνει αντιληπτό το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι στις πλατιές μάζες. Πιστεύω ότι οι επισκέψεις Κυπρίων πολιτών που οργανώνουν οι Ευρωβουλευτές μας στις Βρυξέλλες και στο Στρασβούργο συμβάλλουν σε ένα βαθμό στην αντίληψη των Κυπρίων ότι οι τύχες του επηρεάζονται από τις αποφάσεις που λαμβάνονται εκεί», ανέφερε.
Πηγή: ΚΥΠΕ