Το Εφετείο με ομόφωνη ενδιάμεση απόφασή του απέρριψε αίτηση για παραπομπή προδικαστικών ερωτημάτων στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε υπόθεση που αφορά τ/κ περιουσία.
Η υπόθεση ήταν ενώπιον των Παναγιώτου Πρόεδρος, Παπαδοπούλου, Στυλιανίδου Δικαστές, με εφεσείοντες τους Raziye Djemil Cufi και Μιχάλη Βλαδιμήρου ως διαχειριστών της περιουσίας του αποβιώσαντος Djemil Cufi Suleyman εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Εφεσίβλητου, για παραπομπή Προδικαστικού Ερωτήματος στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Ε.Ε). Ο εφεσείων Μιχάλης Βλαδιμήρου εμφανίστηκε προσωπικά και για τον εφεσίβλητο εμφανίστηκε η Έλλη Φλωρέντζου.
Η ομόφωνη ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου αφού προβαίνει σε λεπτομερή ανάλυση της υπόθεσης αναφέρει ότι “κρίνουμε ότι η αιτούμενη παραπομπή δεν είναι αναγκαία για σκοπούς εκδίκασης της παρούσας έφεσης ή για τη διασφάλιση ενιαίας ερμηνείας των κοινοτικών διατάξεων. Ενόψει όλων των πιο πάνω, η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ του εφεσίβλητου ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή”.
Με την παρούσα έφεση, αναφέρεται, αμφισβητείται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε αγωγή των εφεσειόντων, στο πλαίσιο της οποίας αξίωναν μεταξύ άλλων δήλωση του Δικαστηρίου ότι δικαιούνται να εκμεταλλευτούν και μεταβιβάσουν την περιουσία του αποβιώσαντος Τουρκοκύπριου Djemil Cufi Suleyman (ο αποβιώσας) που βρίσκεται στις ελεύθερες περιοχές, χωρίς να χρειάζεται έγκριση από τον Κηδεμόνα τουρκοκυπριακών περιουσιών. Αιτούνταν επίσης δήλωση του Δικαστηρίου ότι οι πρόνοιες του Περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (διαχείριση και άλλα θέματα) Νόμου 139/91 δεν είναι συμβατές με τις αρχές του κοινοτικού δικαίου όσον αφορά το θεμελιώδες δικαίωμα της περιουσίας, της ίσης μεταχείρισης και της απαγόρευσης των διακρίσεων, λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής.
Οι εφεσείοντες καταχώρισαν την πιο πάνω αγωγή στο πρωτόδικο Δικαστήριο, υπό την ιδιότητα τους ως διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντος, ο οποίος είναι παραδεκτό ότι ανήκε στην τουρκοκυπριακή κοινότητα και πριν την τουρκική εισβολή του 1974, διέμενε στο χωριό Γεροσκήπου της Πάφου μαζί με την οικογένεια του. Η μια εκ των διαχειριστών Raziye Djemil Cufi, είναι η θυγατέρα του αποβιώσαντος και μοναδική κληρονόμος του, αφού η μητέρα της, αποποιήθηκε το κληρονομικό της μερίδιο προς όφελος της.
Αναφέρεται ότι είναι επίσης παραδεκτό ότι μετά την τουρκική εισβολή, ο αποβιώσας μαζί με την οικογένεια του μεταφέρθηκε εκουσίως στις μη ελεγχόμενες από την Δημοκρατία περιοχές και διέμενε στο κατεχόμενο χωριό Άγιος Σέργιος Αμμοχώστου. Μετά τον θάνατο του αποβιώσαντος, ο Κηδεμόνας απεδέχθη τη μεταβίβαση της ακίνητης περιουσίας του που βρίσκεται στις ελεύθερες περιοχές, στη θυγατέρα του Raziye Djemil Cufi. Στη συνέχεια, η θυγατέρα του αποβιώσαντος συμφώνησε να πωλήσει σε τρίτο πρόσωπο, ακίνητη ιδιοκτησία του αποβιώσαντος έκτασης 180 σκαλών που βρίσκεται στη Γεροσκήπου. Όμως ο Υπουργός Εσωτερικών ως Κηδεμόνας των τουρκοκυπριακών περιουσιών δεν ενέκρινε την πιο πάνω πώληση αφού αποφάνθηκε ότι δεν συνέτρεχαν ειδικές και κατάλληλες προϋποθέσεις για να καταταχθεί η υπό κρίση περίπτωση, σε εκείνες που δυνατόν να επέτρεπαν την αγοραπωλησία, δυνάμει του Νόμου 139/91.
Τονίστηκε πρωτοδίκως με παραπομπή σε κυπριακή νομολογία αλλά και σε αποφάσεις του Ε.Δ.Α.Δ ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν στέρησε από τον αποβιώσαντα και τους κληρονόμους του, το δικαίωμα ιδιοκτησίας αφού η ακίνητη ιδιοκτησία συνεχίζει να τους ανήκει. Το αδιεκπεραίωτο της αγοραπωλησίας, δεν οφείλεται στο ότι η θυγατέρα του αποβιώσαντα είναι Τουρκοκύπρια αλλά στο ότι η ακίνητη ιδιοκτησία, συνιστά τουρκοκυπριακή περιουσία κατά το Άρθρο 2 του Νόμου 139/91, αλλά και ένεκα του ότι ο Κηδεμόνας ενεργώντας στο πλαίσιο του Άρθρου 3 του Νόμου, συνυπολόγισε πως «ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης της περιουσίας ή οι κληρονόμοι ή οι διάδοχοί του στον τίτλο, ανάλογα με την περίπτωση, κατέχουν περιουσία που ανήκει σε Ελληνοκύπριο στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές».
Εναντίον της πιο πάνω πρωτόδικης απόφασης, οι εφεσείοντες καταχώρισαν την υπό κρίση έφεση. Αμφισβητούν μεταξύ άλλων την ερμηνεία του Κοινοτικού Δικαίου από το πρωτόδικο Δικαστήριο και ιδιαίτερα την Οδηγία 2000/43/ΕΚ που διασφαλίζει το δικαίωμα της ίσης μεταχείρισης και της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, αναφέρεται.
Ακολούθησε η καταχώριση της παρούσας αίτησης με την οποία οι εφεσείοντες αιτούνται από τον παρόν Εφετείο, την παραπομπή προδικαστικών ερωτημάτων στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Δ.Ε).
Η πλευρά της Δημοκρατίας έφερε ένσταση στο αίτημα. Στους λόγους ένστασης αλλά και στην επισυναφθείσα ένορκη δήλωση, υποστηρίζεται ότι δεν είναι απαραίτητη για την προώθηση και εξέταση της έφεσης, η παραπομπή των επίδικων ερωτημάτων στο Δ.Ε.Ε. Συγκεκριμένα το Δ.Ε.Ε δεν έχει αρμοδιότητα να ερμηνεύει γενικά και αόριστα την εθνική νομοθεσία βάσει της διαδικασίας που προβλέπεται στο Άρθρο 267 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Επιπρόσθετα η ερμηνεία ευρωπαϊκής νομοθεσίας, είναι έργο του εθνικού Δικαστηρίου.
Όπως προαναφέρθηκε η παρούσα αίτηση στηρίζεται στο Άρθρο 267 (πρώην 234) της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), αναφέρει το Εφετείο.
Ως εκ τούτου, προσθέτει, κρίνουμε ότι δεν χρειάζεται στην παρούσα περίπτωση, η παραπομπή προδικαστικού ερωτήματος στο Δ.Ε.Ε ως προς την συμβατότητα των προνοιών του Νόμου 139/91 με τις πρόνοιες της Οδηγίας 2000/43/ΕΚ, προκειμένου να γνωματεύσει επί του συγκεκριμένου θέματος. Αυτό, αφού στην περίπτωση που το Εφετείο αποδεχθεί την θέση των εφεσειόντων ως προς το ασυμβίβαστο, τότε σαφώς και θα εφαρμόσει το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, το οποίο υπερέχει του ημεδαπού.
Είναι σαφές, σημειώνει, ότι η Οδηγία 2000/43 ακόμη και στην ευρύτερη της ερμηνεία, έχει ως πεδίο εφαρμογής, τους όρους πρόσβασης στην απασχόληση, στις εργασιακές συνθήκες και στην κοινωνική προστασία, θέματα τα οποία δεν έχουν σχέση με τον Περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών Νόμο 139/91.
ΚΥΠΕ