Την εκτίμηση ότι η Τουρκία εκμεταλλεύεται τα λάθη της ελληνοκυπριακής πλευράς στο Κυπριακό, το οποίο πρέπει να τεθεί στη σωστή του βάση, που είναι πρόβλημα εισβολής και κατοχής, εξέφρασαν χθες βράδυ οι Γιάννος Χαραλαμπίδης, Πολιτικός Αναλυτής και Χρήστος Ιακώβου, Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥΚΕΜ).
Οι κ. Χαραλαμπίδης και Ιακώβου ήταν οι ομιλητές σε δημόσια συζήτηση με θέμα «Τουρκία και Κυπριακό, 1974-2024 Τακτικοί και Στρατηγικοί Στόχοι», που διοργανώθηκε από την Κίνηση για την Προάσπιση της Κυπριακής Δημοκρατίας, στο Πολιτιστικό Κέντρο Αγίου Γεωργίου Κοντού στη Λάρνακα.
Στη δική του ομιλία ο Χρήστος Ιακώβου, αναφέρθηκε στις Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου και είπε πως «η Τουρκία είχε αποκομίσει κάποια πλεονεκτήματα που ήταν η δημιουργία ενός δικοινοτικού κράτους και η δυνατότητα να είναι εγγυήτρια δύναμη. Αυτός ήταν ένας στόχος που πέτυχε με τις Συμφωνίες αυτές η Τουρκία, ενώ εκμεταλλεύθηκε την έκρυθμη κατάσταση της δεκαετίας του 1960 προς όφελος της, μέσω της οποίας από τη μια κατηύθυνε την Τουρκοκυπριακή Κοινότητα προς τις δικές της θέσεις και από την άλλη εκμεταλλεύτηκε σοβαρότατα λάθη της Ελληνοκυπριακής πλευράς».
Πρόσθεσε ότι με την εισβολή στην Κύπρο το 1974 «η Τουρκία πέτυχε να μεταφέρει στρατό στο νησί και να διαχωρίσει βίαια σε γεωγραφικό επίπεδο τις δύο Κοινότητες. Από τότε, λόγω της υπεροπλίας που έχει, ασκεί μια στρατηγική καταναγκασμού έναντι της Κυπριακής Δημοκρατίας εξαναγκάζοντας την πολλές φορές να ευθυγραμμίζεται με δικές της αξιώσεις, όπως πχ. η ακύρωση της έλευσης στην Κύπρο των πυραύλων S300, η ακύρωση του Ενιαίου Αμυντικού Δόγματος με την Ελλάδα και τα προβλήματα που θέτει στην αμφισβήτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και στην προσπάθεια που κάνει για να αναστείλει το ερευνητικό πρόγραμμα».
Γενικά, συνέχισε «η Τουρκία ακολουθεί μια τάση να δημιουργήσει νομικά ερείσματα στην Κύπρο, μέσω της αναγνώρισης του ψευδοκράτους και αμφισβήτησης της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η ελληνοκυπριακή πλευρά μπήκε σε ένα διάλογο, μέσω του οποίου δεν κατάφερε να αναγκάσει την Τουρκία μέσω του Διεθνούς Δικαίου και του ΟΗΕ σε υποχωρήσεις, με αποτέλεσμα η Τουρκία να χρησιμοποιεί μέχρι σήμερα τις δικοινοτικές συνομιλίες, να εξαγοράζει χρόνο και να δημιουργεί τετελεσμένα, τα οποία θέλει να μετατρέψει σε δεδομένα προς υπογραφή, σε μια τελική διαπραγμάτευση».
Αυτός, συνέχισε ο κ. Ιακώβου «είναι ένας σοβαρός προβληματισμός, 50 χρόνια μετά την τουρκική εισβολή, για το που βαίνει το Κυπριακό με αυτά τα δεδομένα που θα πρέπει να γίνει μια συνολική επανεκτίμηση, του τι κέρδισε και τι έχασε η ελληνοκυπριακή πλευρά και τι μπορεί πλέον να διεκδικήσει αποτελεσματικά σε μια λύση του Κυπριακού».
Στην ομιλία του ο Διευθυντής του ΚΥΚΕΜ αναφέρθηκε και στο τι και εάν μπορεί να διεκδικήσει κάτι η ελληνοκυπριακή πλευρά, λέγοντας πως «αυτό θα πρέπει να το κρίνει η ίδια η πλευρά μας, όσον αφορά τους μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους. Η δική μου άποψη είναι ότι θα πρέπει να κρατήσει την κρατική οντότητα της χώρας, η οποία αποτελεί το τελευταίο καταφύγιο ελευθερίας του Κυπριακού Ελληνισμού και μέσα από μία λύση να αποτρέψει τις οποιεσδήποτε διεκδικήσεις της Τουρκίας να γίνουν νόμιμες».
Αναφερόμενος στη λύση του Κυπριακού, είπε ότι «αυτή εξαρτάται από το περιεχόμενο που θα έχει, αφού υπάρχουν αυτοί που υποστηρίζουν την όποια λύση και αυτοί που απορρίπτουν την όποια λύση. Αυτό είναι ένα θέμα που πρέπει να απασχολήσει σύσσωμη τη πολιτική ηγεσία και να θέσει βραχυπρόθεσμους, μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους όσον αφορά τη λύση καθώς και ποια θα είναι η μορφή της λύσης».
Φαίνεται, συνέχισε ότι «συζητούμε για 50 χρόνια μια μορφή λύσης την οποία ένας μεγάλος αριθμός Κυπρίων και η πλειονότητα την απορρίπτει. Συνεπώς υπάρχει ο κίνδυνος να επανέλθει ένα νέο σχέδιο του ΟΗΕ, να απορριφθεί εκ νέου από την ελληνοκυπριακή πλευρά κάτι που θα έχει καταστροφικές συνέπειες για την πορεία του εθνικού μας θέματος».
Για το ρόλο της Ελλάδας, ο κ. Ιακώβου είπε πως «μετά το 1974 έχει ακολουθήσει το δόγμα «Η Κύπρος αποφασίζει και η Αθήνα συμπαρίσταται», με αποτέλεσμα πολλές φορές η Κύπρος να παλεύει διπλωματικά μόνη για να διεκδικήσει την εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου χωρίς να έχει την πλήρη υποστήριξη της Ελλάδας η οποία εξαντλείται πολλές φορές σε ρητορικές διατυπώσεις».
Μετά τις ομιλίες ακολούθησε συζήτηση με τους παρευρισκόμενους να θέτουν στους δύο ομιλητές διάφορους προβληματισμούς σχετικά με το Κυπριακό πρόβλημα.
Στην ομιλία του ο Γιάννος Χαραλαμπίδης ανέφερε ότι «το Κυπριακό πρόβλημα παραμένει άλυτο για τον απλούστατο λόγο ότι η μαθηματική πρόταση, δηλαδή η ορθολογιστική του προσέγγιση είναι λανθασμένη, διότι εδώ και 50 χρόνια αντιμετωπίζει πολύ περισσότερο ως δικοινοτικό αντί ως θέμα εισβολής και κατοχής. Η διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα ήταν ανέκαθεν τουρκική θέση και εφ’ όσον την εξασφάλισαν οι Τούρκοι στο Κράνς Μοντανά, σήμερα προχώρησαν ένα βήμα παρακάτω και αξιώνουν δύο κράτη με ισότιμη κυριαρχία».
Σημείωσε πως «οι επιλογές που έχει η πολιτική ηγεσία, λόγω των πολιτικών λαθών που έγιναν για χρόνια, είναι, από τη μια η τουρκική θέση, δηλαδή δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα, όπως έχει χαραχθεί από το 1956 και από την άλλη, η πολιτική των δύο χωριστών κρατών με ισότιμη κυριαρχία. Ωστόσο το ερώτημα που τίθεται πάντα, είναι τι μέλλει γενέσθαι και εάν υπάρχει εναλλακτική πολιτική και στρατηγική προς αποτροπή της διχοτόμησης».
Αφού ανέφερε ότι «έχει χαθεί αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα» εξέφρασε την εκτίμηση πως «υπάρχει εναλλακτική στρατηγική που στηρίζεται στον κλασσικό ρεαλισμό, ο οποίος διδάσκει πως δεν μπορεί να αποκτήσεις το δίκαιο εάν δεν κινείσαι στο πλαίσιο μιας λογικής και πρακτικής εφαρμογής διάφορων συντελεστών ισχύος, ξεκινώντας από τη στρατιωτική, την οικονομική και την διπλωματική».
Αρα συνέχισε «η εναλλακτική στρατηγική μας θα πρέπει να στηρίζεται στους κανόνες της αποτροπής, δηλαδή να προχωρήσουμε σε συμμαχίες με την αναστήλωση και την επαναφορά του Ενιαίου Αμυντικού Δόγματος το οποίο μπορεί να υλοποιηθεί μέσα από τη λεγόμενη Στρατηγική Πυξίδα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αυτή είναι το περιφερειακό σύστημα ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο, το οποίο έχει αποφασιστεί τα τελευταία δύο χρόνια από την ΕΕ και στο οποίο μπορούν να συμμετέχουν με πρωταγωνιστικό ρόλο τόσο η Ελλάδα όσο και η Κύπρος».
Η εναλλακτική στρατηγική μας, πρόσθεσε «θα πρέπει να στηρίζεται επίσης στο νομικό και πολιτικό πλαίσιο εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Εφ όσον η Τουρκία προβάλλει τα δύο κράτη, ουσιαστικά αξιώνει να αναγνωρίσουμε το ψευδοκράτος» είπε και σημείωσε πως «το Κοινοτικό κεκτημένο και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο αναφέρει ότι ολόκληρη η Κυπριακή Δημοκρατία εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ενωση, με αναστολή του κεκτημένου στο βόρειο τμήμα».
Στην ομιλία του ο κ. Χαραλαμπίδης αναφέρθηκε και στην ενταξιακή πορεία της Τουρκία στην Ευρωπαϊκή Ενωση, «η οποία μεταξύ άλλων καθορίζει ρητώς ότι για να προχωρήσει η διαδικασία αυτή, η Αγκυρα θα πρέπει να αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία. Εάν η Τουρκία θέλει να κάνει έστω και ένα βήμα προς την ΕΕ θα πρέπει να σεβαστεί το Κοινοτικό Κεκτημένο, που σημαίνει πως χρειάζεται να προχωρήσει σε βήματα, αρχικά αποδοχής και στη συνέχεια αναγνώρισης της Κυπριακής Δημοκρατίας».
Σε διαφορετική περίπτωση, σημείωσε ο κ. Χαραλαμπίδης «θα πρέπει να γίνει σαφέστατο προς την Τουρκία πως δεν πρόκειται να έχει μέλλον στην ΕΕ, γεγονός που θα της προκαλέσει κόστος σε διάφορα επίπεδα».
Στην ομιλία του ο πολιτικός αναλυτής αναφέρθηκε και στην αναζήτηση νέου συστήματος ασφάλειας και είπε πως «αυτό θα πρέπει να συνδεθεί με το ΝΑΤΟ, διότι έχει αποδειχθεί ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, τόσο στην Ουκρανία όσο και στη Μέση Ανατολή, για συγκρουόμενα εθνικά συμφέροντα δεν μπορεί να παρέχει σύστημα ασφάλειας».