Home ΥΠΟΛΟΙΠΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΚΥΠΡΟΣ Το πόρισμα της Αρχής κατά Διαφθοράς: Κανένα αδίκημα για Σάββα Αγγελίδη
Το πόρισμα της Αρχής κατά Διαφθοράς: Κανένα αδίκημα για Σάββα Αγγελίδη

Το πόρισμα της Αρχής κατά Διαφθοράς: Κανένα αδίκημα για Σάββα Αγγελίδη

Δεν διαπιστώνει το ενδεχόμενο ύπαρξης αδικήματος διαφθοράς στις τρεις καταγγελίες που αφορούν τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα, Σάββα Αγγελίδη, η Αρχή Κατά της Διαφθοράς, η οποία υιοθετεί τα πορίσματα των ερευνώντων λειτουργών, σύμφωνα με ανακοίνωση που εξέδωσε την Παρασκευή.

Επιπλέον, όπως αναφέρει, δεν διαπιστώνεται διαφθορά ούτε για τον αξιωματικό της Αστυνομίας, στον οποίο αναφέρεται η τρίτη καταγγελία. Ωστόσο, η Αρχή θα προωθήσει στον Γενικό Εισαγγελέα εισήγηση για ποινική δίωξη του αξιωματούχου, αναφορικά με την άρνησή του να απαντήσει σε ερωτήσεις που του επιβλήθηκαν από τους ερευνώντες λειτουργούς.

Στο πόρισμα των ερευνώντων λειτουργών καταδεικνύεται επίσης η απουσία θεσμοθετημένης διαδικασίας για τη σύγκρουση συμφέροντος, όπως σημειώνεται.

Το ιστορικό

Όπως αναφέρεται, οι καταγγελίες υπεβλήθησαν ανώνυμα στον Γενικό Ελεγκτή, ο οποίος έκρινε ότι εφόσον αυτές δεν εμπίπτουν εντός των δικών του αρμοδιοτήτων αλλά αφορούν σε θέματα διαφθοράς, τις προώθησε στην Αρχή. Συγκεκριμένα, πρόκειται για τις περιπτώσεις 3 φυσικών προσώπων τα οποία αντιμετώπιζαν ποινικές υποθέσεις για τις οποίες ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, Σάββας Αγγελίδης, καταχώρισε αναστολή ποινικής δίωξης.

Οι ισχυρισμοί οι οποίοι εμπεριέχονται στις εν λόγω καταγγελίες είναι ότι ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας συνδεόταν φιλικά και επαγγελματικά με τους εν λόγω κατηγορουμένους, σε χρόνο πριν τον διορισμό του ως Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας και λόγω ασυμβίβαστου θα έπρεπε να είχε εξαιρεθεί από την εξέταση και λήψη απόφασης για τις υποθέσεις τους, εάν υπήρχαν αλλότρια κίνητρα για τη λήψη των συγκεκριμένων αποφάσεων για αναστολή ποινικής δίωξης. Οι ενέργειες του αυτές δυνατόν να αποτελούν κατάχρηση εξουσίας, αδίκημα το οποίο αποτελεί αδίκημα διαφθοράς, προστίθεται.

Η έρευνα

Η Αρχή αναφέρει στην ανακοίνωσή της, ότι προβαίνοντας σε προκαταρκτική εξέταση των πιο πάνω ισχυρισμών, έλαβε υπ’ όψιν, αφενός τη νομολογία για ύπαρξη ανέλεγκτου στις εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέως και στην παρούσα περίπτωση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέως, για αναστολή ποινικών διώξεων και αφετέρου τους ισχυρισμούς που εμπεριέχονται στις καταγγελίες.

Αξιολογώντας όλα τα δεδομένα, αποφάσισε να προχωρήσει στη διεξαγωγή έρευνας και διόρισε ως Λειτουργούς Επιθεώρησης τους George Kampanella, Solicitor από το Λονδίνο, Tanveer Qureshi, Barrister από το Λονδίνο και τον Γιώργο Λιασίδη, δικηγόρο από τη Λευκωσία.

Οι Λειτουργοί Επιθεώρησης κάλεσαν μάρτυρες για κατάθεση, οι οποίοι κλήθηκαν και προσήλθαν ενώπιόν τους και απάντησαν σε όλες τις ερωτήσεις που τους τέθηκαν, πλην ενός.

Με τη συμπλήρωση της έρευνας και τη μελέτη όλης της μαρτυρίας και δεδομένων, οι Λειτουργοί Επιθεώρησης προέβησαν στη σύνταξη τριών εκθέσεων (πορισμάτων) τα οποία υπέβαλαν στην Αρχή προς έγκριση.

Το αποτέλεσμα της έρευνας

Στις πρώτες δύο καταγγελίες, στις οποίες καταγγελλόμενος είναι ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, Σάββας Αγγελίδης, δεν διαπιστώνεται η ύπαρξη οποιουδήποτε αδικήματος διαφθοράς, ή κατάχρησης εξουσίας. Από τη μαρτυρία δεν διαπιστώθηκε η οποιαδήποτε γνωριμία, είτε προσωπική, είτε επαγγελματική μεταξύ του Καταγγελλομένου και των κατηγορουμένων για τους οποίους είχε ανασταλεί η ποινική δίωξη, αναφέρεται.

Προστίθεται πως στην τρίτη καταγγελία, εκτός απόν το Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα, καταγγελλόμενος ήταν και ανώτερος αξιωματικός της Αστυνομίας. Ο εν λόγω αξιωματικός καταγγέλθηκε ότι, μεσολάβησε εκτός των πλαισίων των καθηκόντων του προς τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα, για να δοθεί αναστολή ποινικής δίωξης στον κατηγορούμενο, σημειώνεται.

Προσερχόμενος για κατάθεση ο αξιωματικός παρουσίασε προς τους Λειτουργούς Επιθεώρησης δύο έγγραφα, αλλά αρνήθηκε να απαντήσει στις ερωτήσεις που του υπεβλήθησαν, επικαλούμενος ότι τα έγγραφα αφορούσαν σε “ευαίσθητα θέματα”. Στην έκθεση αναφέρεται ότι ο αξιωματικός με την άρνησή του δημιούργησε κωλυσιεργία στην έρευνα και ότι δεν υπήρχε εύλογη αιτία για την άρνησή του αυτή.

Η έκθεση καταλήγει ότι τέτοια συμπεριφορά ενδεχομένως να αποτελεί αδίκημα δυνάμει του Άρθρου 8 (β), του Ν.19(I)/2022.

Απουσία θεσμοθετημένης διαδικασίας για σύγκρουση συμφέροντος

Αναφορικά με τα γεγονότα της τρίτης καταγγελίας, είναι παραδεκτό ότι ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας είχε λάβει και υπογράψει την απόφαση για αναστολή ποινικής δίωξης του κατηγορουμένου, τον οποίο είχε εκπροσωπήσει σε προγενέστερο χρόνο ως δικηγόρος σε άλλη ποινική υπόθεση. Επί τούτου, η θέση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέως ήταν ότι, επειδή η εισήγηση για αναστολή ποινικής δίωξης είχε γίνει από συγκεκριμένο Τμήμα της Αστυνομίας, δεν συνέδεσε το εν λόγω πρόσωπο και όνομα με αυτό του πρώην πελάτη του.

Στην έκθεση για την τρίτη Καταγγελία, επί των πιο πάνω σημείων, καταγράφεται η ανησυχία των Λειτουργών Επιθεώρησης για τη μη ύπαρξη θεσμοθετημένης διαδικασίας για διαπίστωση περιπτώσεων σύγκρουσης συμφέροντος. Με το υπάρχον σύστημα, τέτοια θέματα επαφίενται αποκλειστικά στην ικανότητα μνήμης των αξιωματούχων κάτι το οποίο δεν είναι ικανοποιητικό.

Παρά τις πιο πάνω θέσεις, οι Λειτουργοί Επιθεώρησης, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει επαρκής μαρτυρία για την ύπαρξη αδικημάτων διαφθοράς αναφορικά με την τρίτη καταγγελία.

Εξέταση από την Αρχή των 3 εκθέσεων των Λειτουργών Επιθεώρησης

Η Αρχή σε συνεδρία της στις 28 Δεκεμβρίου υιοθέτησε και ενέκρινε στην ολότητά τους και τις 3 εκθέσεις.

Κατά συνέπεια, δεν διαπιστώνεται το ενδεχόμενο ύπαρξης αδικήματος διαφθοράς σε οποιαδήποτε από αυτές, ούτε αναφορικά με τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα, ούτε με τον αξιωματικό της Αστυνομίας, αναφέρεται.

Παρά ταύτα, η Αρχή θεωρεί ότι ενδεχομένως ο Ααιωματικός της Αστυνομίας να έχει διαπράξει αδίκημα κατά παράβαση του Άρθρου 8 (β), του Ν.19(I)/2022, με την άρνησή του να απαντήσει στις ερωτήσεις που του υπεβλήθησαν. Ως εκ τούτου, η Αρχή, θα προωθήσει όλα τα σχετικά έγγραφα προς τον Γενικό Εισαγγελέα με την εισήγηση για ποινική δίωξη του εν λόγω Αξιωματικού.

Ύπαρξη Καλής Πίστης από πλευράς Γενικού Ελεγκτή

Επειδή κατά τη διάρκεια των διαδικασιών Έρευνας, υπήρξε αμφισβήτηση των προθέσεων του Γενικού Ελεγκτή αναφορικά με την προώθηση καταγγελιών τις οποίες λαμβάνει η Υπηρεσία του προς την Αρχή, οι Λειτουργοί Επιθεώρησης υπέβαλαν προς τους μάρτυρες σχετικές ερωτήσεις. Σε όλες τις καταγγελίες, οι Λειτουργοί Επιθεώρησης αποφαίνονται ότι έμειναν ικανοποιημένοι ότι η προώθηση καταγγελιών προς την Αρχή, από τον Γενικό Ελεγκτή, έγιναν με καλή πίστη.

Νομική Γνωμάτευση για το θέμα της Κατάχρησης Εξουσίας

Επιπλέον, η Αρχή αναφέρει ότι ζητήθηκε από τους Λειτουργούς Επιθεώρησης, εφόσον οι καταγγελίες αφορούσαν σε κατάχρηση εξουσίας, να γνωματεύσουν αναφορικά με την ερμηνεία του όρου “ κατάχρηση εξουσίας ”.

Όπως σημειώνει, το Άρθρο 105, του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, καθιστά την κατάχρηση εξουσίας ως ποινικό αδίκημα και τη διαχωρίζει σε περιπτώσεις που αυτή γίνεται χωρίς ίδιον όφελος, που είναι πλημμέλημα (φυλάκιση μέχρι 2 έτη) και σε περιπτώσεις που υπάρχει ίδιον όφελος που αποτελεί κακούργημα (φυλάκιση μέχρι 7 έτη).

Η Αρχή είχε, εξαρχής, την άποψη ότι, οποιαδήποτε εκδήλωση κατάχρησης εξουσίας αποτελεί αδίκημα διαφθοράς, όπως αυτό καθορίζεται από το Ν.19(I)/2022. Με δεδομένο ότι σχεδόν όλες οι καταγγελίες που έχει ενώπιόν της η Αρχή καταλήγουν σε κατάχρηση εξουσίας χωρίς ίδιον όφελος, οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία θα οδηγούσε σε απόρριψή τους λόγω έλλειψης αρμοδιότητας, αναφέρεται.

Την άποψη αυτή εξέφρασαν και οι Λειτουργοί Επιθεώρησης στη Γνωμάτευσή τους με αναφορά σε κυπριακή νομολογία και αποφάσεις, σε αγγλική νομολογία και νομολογία άλλων χωρών και σε Συνθήκες και κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επισημαίνεται.

 

Send this to a friend