ΚΤΚ: Στο 2,4% ο ρυθμός ανάπτυξης και στο 3,9% ο πληθωρισμός το 2023
Την εκτίμηση ότι ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ θα ανέλθει στο 2,4% το 2023, ενώ ο πληθωρισμός στο 3,9% εκφράζει η Κεντρική Τράπεζα Κύπρου, στην έκθεση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας για το 2022 που εξέδωσε τη Δευτέρα. Στην ίδια έκθεση, τονίζεται η πιθανότητα ενός νέου κύματος Μη Εξυπηρετούμενων Χορηγήσεων, ως αποτέλεσμα της αύξησης των δανειστικών επιτοκίων.
Η Κεντρική Τράπεζα αναφέρει ότι η κυπριακή οικονομία και ο κυπριακός τραπεζικός τομέας έχουν επιδείξει σημαντική ανθεκτικότητα κατά το 2022 που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Η κυπριακή οικονομία κατέγραψε σημαντική μεγέθυνση ύψους 5,6% κατά το 2022, σε σύγκριση με αύξηση 3,5% στη ζώνη του ευρώ, υποστηριζόμενη από την καλύτερη από την αναμενόμενη επίδοση του τουρισμού, τις οικονομικές επιπτώσεις από την εισροή ξένων εταιρειών στο πλαίσιο της Στρατηγικής για την Προσέλκυση Εταιρειών για Δραστηριοποίηση ή/και Επέκταση των Δραστηριοτήτων τους στην Κύπρο (international headquartering) και την συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αμελητέα εξάρτηση της οικονομίας από το φυσικό αέριο.
Ταυτόχρονα, αναφέρεται, κατά το 2022, ο εγχώριος πληθωρισμός έφτασε σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, με τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ – HICP) να ανέρχεται, κατά μέσο όρο, στο 8,1%. Η μεγάλη άνοδος του πληθωρισμού οφείλεται κυρίως στις πρωτοφανείς αρνητικές επιδράσεις από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ειδικά στις τιμές της ενέργειας αλλά και των τροφίμων, με συνεπακόλουθες επιπτώσεις σε αριθμό τομέων της εγχώριας οικονομίας.
Παρά τον παρατεταμένο πόλεμο στην Ουκρανία και τις συνεχείς παγκόσμιες προκλήσεις, η ΚΤΚ αναφέρει ότι η κυπριακή οικονομία αναμένεται να συνεχίσει τη θετική της πορεία και μέσα στο 2023. Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες προβλέψεις της ΚΤΚ του Σεπτεμβρίου 2023, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ αναμένεται να ανέλθει στο 2,4% το 2023, 2,7% το 2024 και 3,1% το 2025.
Με βάση τις ίδιες προβλέψεις, το 2023 αναμένεται σημαντική μείωση του πληθωρισμού στο 3,9%, ενώ περαιτέρω αποκλιμάκωση των πληθωριστικών πιέσεων προβλέπεται για τα έτη 2024 και 2025, στο 2,7% και 2%, αντίστοιχα.
Η ΚΤΚ σημειώνει, ωστόσο, ότι οι προβλέψεις αυτές καταρτίστηκαν πριν ξεσπάσει ο πόλεμος στη Μ. Ανατολή, με αποτέλεσμα να υπάρχει αβεβαιότητα ως προς τις ενδεχόμενες επιπτώσεις στην κυπριακή οικονομία, οι οποίες θα εξαρτηθούν από τη διάρκεια, την ένταση και την έκταση του πολέμου.
«Παρόλο που ο χρηματοοικονομικός τομέας της Κύπρου παραμένει ανθεκτικός, οι επιπτώσεις στην οικονομία της Κύπρου, σε ένα σενάριο παρατεταμένης διάρκειας του πολέμου και ανάμειξης κι’ άλλων χωρών θα μπορούσαν να δημιουργήσουν, έμμεσα, περαιτέρω προκλήσεις για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα», αναφέρει.
Όπως σημειώνει, για την Κύπρο, οι κύριοι καθοδικοί κίνδυνοι για το ΑΕΠ σχετίζονται με την πιθανότητα μεγαλύτερης από την αναμενόμενη αρνητικής επίδρασης στις εξαγωγές υπηρεσιών, λόγω του σχετικού αντίκτυπου των γεωπολιτικών εντάσεων στο εξωτερικό περιβάλλον. Επίσης, οι κίνδυνοι αυτοί συνδέονται και με ενδεχομένως υψηλότερες από τις αναμενόμενες τιμές βασικών αγαθών και προϊόντων.
Κίνδυνος νέου κύματος αφερέγγυων νοικοκυριών και επιχειρήσεων προειδοποιεί η ΚΤΚ
Για το 2022, η έκθεση της ΚΤΚ αναφέρει ότι μετά την υποχώρηση της πανδημίας, η κυπριακή οικονομία κλήθηκε να αντιμετωπίσει νέους εξωτερικούς κλυδωνισμούς. Συγκεκριμένα, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις των οποίων τα δάνεια είναι με κυμαινόμενο επιτόκιο συνδεδεμένο με το Euribor ή το επιτόκιο της ΕΚΤ, αντιμετωπίζουν νέες προκλήσεις σε σχέση με την εξυπηρέτηση του χρέους τους.
Σημειώνεται, όμως, ότι σημαντικό ποσοστό των δανείων έχει ως επιτόκιο αναφοράς το βασικό επιτόκιο των πιστωτικών ιδρυμάτων, το οποίο δεν έχει καταγράψει, προς το παρόν, σημαντικές αυξήσεις, καθώς συνδέεται με το κόστος χρηματοδότησης των πιστωτικών ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένου του καταθετικού επιτοκίου, το οποίο δεν έχει αυξηθεί σημαντικά.
«Ως εκ τούτου, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις, των οποίων τα δάνεια εμπίπτουν στην προαναφερόμενη κατηγορία, δεν αναμένεται προς το παρόν να επηρεαστούν σε μεγάλο βαθμό», αναφέρει.
Επιπλέον, προσθέτει ότι ο πλήρης αντίκτυπος του υψηλού πληθωρισμού παρατεταμένης διάρκειας και της συνεπακόλουθης σημαντικής αύξησης των επιτοκίων στους ισολογισμούς του ιδιωτικού μη-χρηματοοικονομικού τομέα αναμένεται ότι θα γίνει περισσότερο αισθητός με την πάροδο του χρόνου.
Το υψηλό χρέος του ιδιωτικού, μη χρηματοοικονομικού τομέα, παρά την πτωτική πορεία των τελευταίων ετών, σε συνάρτηση με τις αυξήσεις στα δανειστικά επιτόκια και τις πιέσεις στο κόστος διαβίωσης, λόγω του παρατεταμένου υψηλού πληθωρισμού, δημιουργεί επιπρόσθετες προκλήσεις σε σχέση με την ικανότητα του τομέα, και ιδιαίτερα των ευάλωτων νοικοκυριών και επιχειρήσεων, να αποπληρώσει τις υποχρεώσεις του.
Λαμβάνοντας υπόψιν την αναμενόμενη συρρίκνωση στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, την ενδεχόμενη μείωση στην κερδοφορία των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων, καθώς και την αύξηση στα δανειστικά επιτόκια, «ο κίνδυνος ενός νέου κύματος αφερέγγυων νοικοκυριών και επιχειρήσεων δεν μπορεί να παραγνωριστεί», τονίζει η ΚΤΚ.
Εντούτοις, μέχρι στιγμής, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι ο κίνδυνος αυτός έχει πραγματωθεί, αναφέρει. Ενώ οι ευπάθειες στον τομέα των νοικοκυριών και επιχειρήσεων φαίνεται να έχουν αυξηθεί, η οικονομική ανάπτυξη, τα δημοσιονομικά μέτρα που λήφθηκαν για άμβλυνση των επιπτώσεων του παρατεταμένου πληθωρισμού, καθώς και η προληπτική αποταμίευση του ιδιωτικού μη χρηματοοικονομικού τομέα υποστηρίζουν την ανθεκτικότητα του χρηματοοικονομικού τομέα.
Η ενδεχόμενη επιδείνωση στην ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, παρά τις θετικές προοπτικές κερδοφορίας και φερεγγυότητας, αποτελεί, επίσης, σημειώνει η ΚΤΚ, πρόκληση για τον χρηματοοικονομικό τομέα, ιδίως για τον τραπεζικό τομέα, καθώς 80% περίπου των περιουσιακών στοιχείων αφορούν τον τραπεζικό τομέα.
Η ενδεχόμενη αύξηση στις ΜΕΧ θα έχει άμεσο αντίκτυπο στην κερδοφορία των πιστωτικών ιδρυμάτων, λόγω αυξημένων προβλέψεων, και δύναται να επηρεάσει την κεφαλαιακή τους επάρκεια αλλά και την ποιότητα ενεργητικού τους, και σε μικρότερο βαθμό, τη δυνατότητά τους να προσφέρουν νέο δανεισμό προς την οικονομία, αναφέρει η έκθεση.
Παρ’ όλα αυτά, σημειώνει ότι οι θετικές προβλέψεις για τον ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ, το χαμηλό ποσοστό ανεργίας καθώς και η προβλεπόμενη άνοδος στους μισθούς, με βάση τις πιο πρόσφατες προβλέψεις της ΚΤΚ, μπορεί να βοηθήσουν στον περιορισμό αυτών των κινδύνων.
Αναφορικά με το πλαίσιο εκποιήσεων, η ΚΤΚ αναφέρει ότι η ύπαρξη ενός σταθερού νομικού πλαισίου εκποιήσεων παραμένει ζωτικής σημασίας για τη διαχείριση τόσο του κληροδοτημένου όγκου ΜΕΧ όσο και των πιθανών νέων ΜΕΧ. Συγκεκριμένα, το πλαίσιο εκποιήσεων θα πρέπει να εφαρμόζεται απρόσκοπτα έτσι ώστε να λειτουργεί ως αποτελεσματικό εργαλείο για την αντιμετώπιση των στρατηγικών κακοπληρωτών αλλά παράλληλα και ως μοχλός πίεσης, ώστε να καταλήγουν οι πιστωτές και οι δανειολήπτες σε βιώσιμες αναδιαρθρώσεις, σημειώνει.