Έκοψαν ΕΕΕ και επίδομα αναπηρίας σε ηλικιωμένη ΑμεΑ- Παρέμβαση Λοττίδη
Η Επίτροπος Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Μαρία Στυλιανού Λοττίδη, καλεί την Υφυπουργό Κοινωνικής Πρόνοιας, Μαριλένα Ευαγγέλου, να λάβει σοβαρά υπόψη τα ευρήματά της και να προβεί στις κατάλληλες ενέργειες και νομοθετικές τροποποιήσεις, με γνώμονα την κοινωνικοοικονομική στήριξη και τη διασφάλιση, σε κάθε περίπτωση, ενός αξιοπρεπούς επίπεδου διαβίωσης των συνταξιούχων ατόμων με αναπηρίες.
Η Επίτροπος προχώρησε σε έρευνα ύστερα από παράπονο για γυναίκα, εκ μέρους του υιού της, που αφορά τόσο τη διακοπή στη χορήγηση Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος (ΕΕΕ), όσο και τη διακοπή στην παροχή του αναπηρικού επιδόματος, των οποίων η γυναίκα ήταν λήπτρια.
Σύμφωνα με ανακοίνωση της Επιτρόπου, ο τερματισμός των υπό αναφορά επιδομάτων επήλθε έπειτα από αύξηση του ποσού της σύνταξης χηρείας που λαμβάνει η παραπονούμενη, καθώς το αναθεωρημένο ποσό της σύνταξης χηρείας υπερβαίνει το ελάχιστο καλάθι διαβίωσης δικαιούχου.
Η Επίτροπος αναφέρει ότι όπως προκύπτει από τη διερεύνηση, και στη βάση της νομοθεσίας, ένα άτομο με αναπηρία δεν μπορεί να λαμβάνει αναπηρικό επίδομα, παρά μόνο εάν είναι δικαιούχο ΕΕΕ.
“Η εμπειρία του Γραφείου μου μέσα από την εξέταση σχετικών παραπόνων έχει καταδείξει ότι το γεγονός αυτό δημιουργεί συχνά σοβαρές κοινωνικές αδικίες και στρεβλώσεις σε σχέση με την υποχρέωση του κράτους να παρέχει σε όλα τα άτομα με αναπηρίες αντισταθμίσεις, για τα εμπόδια που βιώνουν και τα οποία συνδέονται με την αναπηρία τους”, αναφέρει.
Η Επίτροπος σημειώνει, περαιτέρω, ότι στόχος της τοποθέτησής της είναι να εστιάσει σε μια συγκεκριμένη ευάλωτη ομάδα δικαιούχων ΕΕΕ και αναπηρικού επιδόματος, οι οποίοι τυχαίνει να λαμβάνουν και εισόδημα από σύνταξη, η μεταβολή του ποσού της οποίας, ωστόσο, ενδέχεται να επηρεάσει τα δικαιώματα τελικά των ατόμων αυτών στη χορήγηση επιδομάτων.
Για την παραπονούμενη, αναφέρει ότι αποτελεί περίπτωση ηλικιωμένου ανθρώπου με αναπηρία, που αντιμετωπίζει επιπλέον σοβαρά οικονομικά προβλήματα και ο οποίος οποίο, κατά τον ουσιώδη χρόνο, στηριζόταν στα υπό αναφορά επιδόματα για να εξασφαλίσει ένα ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης και να παραμείνει οριακά, ως φαίνεται, πάνω από το όριο της φτώχιας.
“Ως εκ τούτου, η οικονομική δυσπραγία που μπορεί να επιφέρει ο τερματισμός ή η μείωσή των εν λόγω επιδομάτων σε ένα ήδη ευάλωτο άτομο είναι αναντίλεκτη και κατ’ επέκταση η συνέχιση της παροχής επαρκούς κοινωνικοοικονομικής στήριξης, εκ μέρους των κρατικών υπηρεσιών, είναι ύψιστης σημασίας”, σημειώνει.
Η Επίτροπος αναφέρει, περαιτέρω, ότι από το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον της διαφαίνεται ότι η παραπονούμενη προτού επέλθει η αύξηση στη σύνταξη χηρείας της, λάμβανε μηνιαίως το ποσό των €848,98 και η αύξηση της σύνταξης χηρείας της και οι αλυσιδωτές επιπτώσεις που είχε αυτή, σε σχέση με τον υπολογισμό των εισοδημάτων της είχαν, ως κατάληξη, τη μείωση του εισοδήματός της στα €791,57 τον μήνα.
Η Επίτροπος τονίζει ότι θεωρεί την εξέλιξη εξαιρετικά ανησυχητική τόσο στη συγκεκριμένη περίπτωση αλλά και σε κάθε άλλη παρόμοια με αυτή, όταν ηλικιωμένα άτομα με κινητικές ή άλλες μορφές αναπηρίας που τυγχάνουν οικονομικής στήριξης και βοήθειας από το κράτος, αντί να δουν εξελικτικά βελτίωση στις συνθήκες που διαβιούν, σπρώχνονται, λόγω νομοθετικού κενού, κάτω από το όριο της φτώχειας, όπως αναφέρει.
Η Επίτροπος εισηγείται τη συνολικότερη επαναξιολόγηση της λειτουργικότητας, της σχετικής με το ζήτημα νομοθεσίας, και την αποσύνδεση της αναπηρίας με το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, σημειώνοντας πως σε περιπτώσεις δικαιούχων ΕΕΕ και αναπηρικού επιδόματος, οι οποίοι λαμβάνουν και σύνταξη χηρείας, η οποιαδήποτε αύξηση στη σύνταξη χηρείας, η οποία δυνατό να οδηγήσει σε αποκοπή του 3Ε και του επιδόματος αναπηρίας ,θα πρέπει να υπολογιστεί εκ των προτέρων, και σε περίπτωση που το άθροισμα με την αύξηση της σύνταξης είναι μικρότερο από αυτό που λάμβανε όταν συνυπολογιζόταν το 3Ε και το αναπηρικό επίδομα μαζί, θα πρέπει να αποφεύγεται η αποκοπή του επιδόματος.
Εισηγείται επίσης να ληφθούν μέτρα, ούτως ώστε, αν με την αύξηση οποιουδήποτε ποσού (για παράδειγμα σύνταξης), η αποκοπή ΕΕΕ και του αναπηρικού επιδόματος που συνεπάγεται, καθιστά σε χειρότερη θέση τον δικαιούχο από αυτήν που βρισκόταν στον ουσιώδη χρόνο της αύξησης, να μην πραγματοποιούνται αυτόματες αποκοπές, αλλά να εξετάζεται εξατομικευμένα, και μόνο όπου υπάρχει ουσιαστική αύξηση ή έστω αύξηση του συνολικού εισοδήματος με την αύξηση της σύνταξης να δύναται να γίνει αποκοπή του 3Ε.