Ποινή σε πρόσωπο που διέπραξε σοβαρά σεξουαλικά αδικήματα όταν ήταν κάτω των 18 ετών επέβαλε τη Δευτέρα, σε κεκλεισμένων των θυρών συνεδρία του, το Τριμελές Δικαστήριο Παιδιών Λάρνακας εκφράζοντας ταυτόχρονα ανησυχία για το γεγονός ότι δεν έχει ακόμα δημιουργηθεί και εγκριθεί ο ειδικός χώρος κράτησης παιδιών που επιβάλλει ο Νόμος να υπάρχει.
Σύμφωνα με ανακοίνωση του Δικαστηρίου «η ποινή επιβλήθηκε σε κατηγορούμενο πρόσωπο, που σήμερα είναι ηλικίας 18 ½ περίπου ετών, το οποίο είχε παραδεχτεί ότι μεταξύ Ιανουαρίου και Απριλίου 2023, όταν ήταν ανήλικο, δηλαδή κάτω των 18 ετών, διέπραξε σοβαρά ποινικά αδικήματα σεξουαλικής φύσης εναντίον άλλων ανήλικων προσώπων ηλικίας κάτω των 13 ετών».
Συγκεκριμένα το Δικαστήριο εξέδωσε εναντίον του κατηγορουμένου διάταγμα «για κοινοτική επιτήρηση του για περίοδο 3 ετών, που είναι και η μέγιστη διάρκεια που επιτρέπει ο Νόμος, υπό αυστηρούς όρους οι οποίοι περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων συχνές συνεδρίες με ψυχιάτρους και κοινωνικούς λειτουργούς και απαγόρευση συναναστροφής ή μετάβασης σε οποιοδήποτε χώρο συχνάζουν παιδιά κάτω των 13 ετών. Ακόμα το Δικαστήριο επέβαλε την παραπομπή του κατηγορούμενου στην Αρχή Εποπτείας Καταδικασθέντων για Αδικήματα Σεξουαλικής Φύσης κατά Ανηλίκων για περίοδο 3 ετών και επιπρόσθετο διάταγμα δυνάμει του Νόμου για απαγόρευση συναναστροφής ή μετάβασης σε οποιοδήποτε χώρο συχνάζουν παιδιά κάτω των 13 ετών, παράβαση του οποίου θα συνιστά νέο αδίκημα τιμωρούμενο με 5 έτη φυλάκιση και/ή 170 χιλιάδων ευρώ πρόστιμο».
Στην απόφαση του το Δικαστήριο επεσήμανε ότι «όχι μόνο τα αδικήματα που διέπραξε το κατηγορούμενο πρόσωπο είναι από τα σοβαρότερα αδικήματα σεξουαλικής φύσης που υπάρχουν στην Κυπριακή έννομη τάξη, αλλά και ότι οι συγκεκριμένες συνθήκες κάτω από τις οποίες διαπράχθηκαν τα αδικήματα αυτά, ήταν άκρως επιβαρυντικές εφόσον υπήρξε μεταξύ άλλων, αριθμός διαφορετικών ανήλικων θυμάτων και βιντεογράφηση των περιστατικών».
Προστίθεται ότι στην απόφαση της ποινής το Δικαστήριο έλαβε υπόψη «τη άμεση παραδοχή του κατηγορούμενου προσώπου, το λευκό του ποινικό μητρώο, την απολογία και προθυμία του να προβεί σε όλες τις ενέργειες που χρειάζεται προκειμένου να λάβει τη ψυχολογική, κυρίως βοήθεια που χρειάζεται, καθώς και τα όσα ανέφεραν σε σχέση με την κοινωνικοοικονομική και ψυχολογική του κατάσταση οι αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες. Το Σώμα έκρινε ότι παρά ταύτα, η μόνη αρμόζουσα ποινή υπό τις περιστάσεις ήταν αυτή της φυλάκισης, η διάρκεια της οποίας, αν και κανονικά θα έπρεπε να είναι πολυετής εντούτοις δεν θα μπορούσε να ξεπεράσει το όριο που ο Νόμος ρητά καθορίζει, δηλαδή να μην υπερβαίνει τα 10 έτη έστω και εάν άλλος Νόμος που διέπει τα συγκεκριμένα αδικήματα προνοεί για μεγαλύτερη ποινή, δηλαδή μέχρι και δια βίου φυλάκιση».
Σύμφωνα με την ανακοίνωση «το Δικαστήριο έκρινε ότι θα έπρεπε να επιβάλει ποινή φυλάκισης στο κατηγορούμενο πρόσωπο, εντούτοις, σύμφωνα με το Νόμο, δυνάμει του οποίου το συγκεκριμένο κατηγορούμενο πρόσωπο θεωρήθηκε υποχρεωτικά ως «παιδί» που θα πρέπει να τύχει μεταχείρισης σύμφωνα μόνο με τον τρόπο που ο συγκεκριμένος Νόμος ορίζει».
«Ωστόσο για να μπορεί το Δικαστήριο να ασκήσει την εξουσία του να επιβάλει ποινή φυλάκισης σε «παιδί» θα έπρεπε να δηλωθεί στο Δικαστήριο ότι το κατηγορούμενο «παιδί» θα κρατείται σε χώρο κράτησης παιδιών που βρίσκεται εκτός των Κεντρικών Φυλακών και έχει οριστεί ως τέτοιος χώρος κράτησης δυνάμει σχετικού Υπουργικού Διατάγματος», αναφέρεται.
Σημειώνεται ωστόσο πως ενώπιον του Δικαστηρίου «δηλώθηκε ότι παρά το γεγονός ότι έχουν παρέλθει δύο και πλέον χρόνια από την θέσπιση του Νόμου, δεν έχει ακόμη δημιουργηθεί και εγκριθεί ο ειδικός χώρος κράτησης παιδιών που επιβάλλει ο Νόμος να υπάρχει, ώστε να μπορεί το Δικαστήριο να επιβάλει ποινή στερητική της ελευθερίας εκεί όπου κρίνει ότι θα πρέπει να επιβάλει μια τέτοια ποινή».
Διευκρινίζεται μάλιστα πως «παρά το ότι κρίθηκε από το Δικαστήριο Παιδιών ότι στο συγκεκριμένο κατηγορούμενο πρόσωπο θα έπρεπε να επιβληθεί ποινή φυλάκισης, εντούτοις ο Νόμος που έχει θεσπίσει η πολιτεία για να διέπει τέτοιες περιπτώσεις, εμποδίζει σήμερα, συνεπεία των υφιστάμενων δεδομένων, να επιβληθεί μια τέτοια ποινή».
Το Δικαστήριο «μη έχοντας εξουσία να επιβάλει ποινή στερητική της ελευθερίας στο κατηγορούμενο πρόσωπο, αναγκαστικά έστρεψε την προσοχή του στις υπόλοιπες ποινές που επιτρέπει ο Νόμος να επιβληθούν. Διαπιστώθηκε ωστόσο και πάλι ότι όλες σχεδόν οι προβλεπόμενες εναλλακτικές ποινές δεν μπορούσαν να επιβληθούν εφόσον η ενεργοποίηση της εκτέλεσης τους προϋποθέτει την έκδοση σχετικών Κανονισμών και Διαταγμάτων από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και τους αρμόδιους Υπουργούς, κάτι που μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει».
Στην απόφαση του το Δικαστήριο εξήγησε πως παρά την ποινή που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο «σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι αποδυναμώνεται η σοβαρότητα των αδικημάτων που διαπράχθηκαν, αφού το Δικαστήριο έχει την εξουσία στο μέλλον να επιβάλει στο κατηγορούμενο πρόσωπο ποινή φυλάκισης αν παραβιάσει οποιοδήποτε όρο των διαταγμάτων ή αν διαπράξει οποιοδήποτε άλλο αδίκημα, διότι έχει πλέον συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του και δεν θα απολαμβάνει την προστασία που ο Νόμος του παρείχε μέχρι σήμερα».
Ταυτόχρονα το Δικαστήριο «εξέφρασε ανησυχία προς τους αρμόδιους φορείς» σημειώνοντας πως η συγκεκριμένη περίπτωση και τα δεδομένα που αναφέρθηκαν «καταδεικνύουν δυστυχώς ότι αν και η προσπάθεια που ξεκίνησε να γίνει με την θέσπιση του συγκεκριμένου Νόμου αφορούσε στην εγκαθίδρυση συστήματος δικαιοσύνης φιλικού προς τα παιδιά σε σύγκρουση με το Νόμο», στο τέλος ο Νόμος αυτός παρέμεινε, λόγω των παραλείψεων της πολιτείας, να συνιστά απλά ένα «κομμάτι χαρτί», το οποίο επειδή έχει νομοθετική ισχύ, αντί να βοηθά στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης ουσιαστικά την εκτροχιάζει και την καταστρατηγεί».
Αυτό καταλήγει η ανακοίνωση του Δικαστηρίου «είναι κάτι που θα πρέπει να προβληματίσει σοβαρά όλους τους αρμόδιους φορείς και το μόνο που μπορούμε εμείς να πράξουμε ως Δικαστήριο Παιδιών είναι να καλέσουμε την πολιτεία να ανταποκριθεί το συντομότερο στις επί του προκειμένου υποχρεώσεις της».
Σημειώνεται ότι το Τριμελές Δικαστήριο Παιδιών συστάθηκε «ώστε να εκδικάζει υποθέσεις που αφορούν αποκλειστικά σε ποινικά αδικήματα τα οποία διαπράχθηκαν στην επαρχία Λάρνακας από «παιδιά» ως ο Νόμος ορίζει, δηλαδή από πρόσωπα που δεν έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους καθώς και από πρόσωπα τα οποία διέπραξαν αδίκημα πριν να συμπληρώσουν το 18ο έτος της ηλικίας τους και δεν έχουν ακόμη συμπληρώσει το 21ο έτος της ηλικίας τους».