Ανδρέας Δημητρίου (εκπαιδευτικός/σχολικός ψυχολόγος): Σκέφτομαι σωστά, νοιώθω καλά!
Για να γνωρίσουμε περισσότερα για την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη και εξέλιξη ενός παιδιού, έχουμε μαζί μας τον εκπαιδευτικό/σχολικό ψυχολόγο Ανδρέα Δημητρίου.
Μας μιλάει για το φαινόμενο εκφοβισμού και πως καθρεφτίζεται στη συμπεριφορά ενός παιδιού ή έφηβου. Προβλήματα συμπεριφοράς και οι συναισθηματικές δυσκολίες που ταλαιπωρούν παιδιά και γονείς.
Ελπίζω, η συζήτηση αυτή να σας κεντρίσει το ενδιαφέρον!
Ανδρέα μου σε καλωσορίζω στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Αραδίππου. Πες μας για ποιο λόγο επέλεξες να ακολουθήσεις επαγγελματική καριέρα στον τομέα της ψυχολογίας;
Όποτε μου κάνουν αυτή την ερώτηση χαμογελάω, γιατί τυχαία μπήκα στον τομέα της ψυχολογίας. Καταρχάς πάντα ήθελα να ασχοληθώ με την εκπαίδευση. Στην οικογένεια μου αρκετά άτομα ασκούσαν το επάγγελμα του εκπαιδευτικού, οπότε ήταν κάτι που γνώριζα κι όδευα προς αυτή την απόφαση αφού ήμουνα και άριστος μαθητής.
Ένας σύμβουλος επαγγελματικού προσανατολισμού μου εισηγήθηκε ένα νέο κλάδο που για πρώτη φόρα θα λειτουργούσε στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, της Ψυχολογίας. “Κατά κανόνα θα έχει να κάνει με παιδιά με ιδιαιτερότητες θα σε ενδιέφερε να το βάλεις σαν δεύτερη επιλογή”, μου είπε. Του λέω “Γιατί όχι”. Και τελικά πέρασα σ’ αυτό τον τομέα.
Είχες τους ενδοιασμούς γι’ αυτή σου την απόφαση;
Ναι, μόλις το έμαθα! Τότε ανακοινώνονταν από το ραδιόφωνο όσοι εισάγονταν στο Πανεπιστήμιο. Και κλάμα ο λαός!! (γέλια).
Σκεφτόμουνα, αφού ψυχολογία δεν είχα διαβάσει ποτέ μέχρι τα δεκαοχτώ μου, που πήγαινα να μπλέξω. Το φιλοσόφησα λίγο μετά τις μέρες πένθους (γέλια) και λέω “Ανδρέα ηρέμησε, έχεις δύο χρόνια να το επεξεργαστείς και να αποφασίσεις”, γιατί ο στρατός ήταν 26 μήνες τότε.
Το πρώτο βιβλίο ψυχολογίας που διάβασα ήταν, “Η ψυχοπαιδαγωγική του Χρίστου Φράγκου”. Το είχα δανειστεί από τη βιβλιοθήκη της θείας μου που είναι Διευθύντρια στο Δημόσιο Νηπιαγωγείο Δροσιάς, Μαρία Καζέλα, και το βρήκα πολύ ενδιαφέρον.
Μιλούσε για έναν πιο σύγχρονο τρόπο διδασκαλίας που θα μπορούσε να βοηθήσει έναν εκπαιδευτικό ώστε να προσεγγίσει με ιδιαίτερο λεπτό τρόπο τους μαθητές. Παράλληλα παρακολούθησα κάποιες διαλέξεις για το συγκεκριμένο θέμα στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, που με βοήθησε να πάρω την απόφαση ότι, “Ανδρέα δεν χάνεις κάτι να δοκιμάσεις”. Πάντρεψα την Ψυχολογία με την παλιά μου αγάπη, την εκπαίδευση, και ακολούθησα την ειδικότητα της Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας.
Και απαντώντας στην ερώτηση σου, όχι δεν το μετάνιωσα. Έχω κλείσει ήδη είκοσι χρόνια σε αυτή την επιστήμη. Αγαπώ την επαφή με τα παιδιά. Αγαπώ να μοιράζονται μαζί μου τις σκέψεις τους, τα συναισθήματα τους, να βρίσκουμε τρόπους και λύσεις μαζί. Σε όλο αυτό έπαιξαν ρόλο και κάποια προσωπικά βιώματα μου ως μαθητής κι αφού κατείχα πλέον τις γνώσεις, θα μπορούσα να βοηθήσω.
Σαν παιδί είχες κάποιες ανησυχίες ή απορίες για κάποιες συμπεριφορές που έβλεπες στον περίγυρο σου;
Είχα απορίες. Έβλεπα κάποιες διαφορετικότητες γύρω μου, που δεν μπορούσα να κατανοήσω. Τα έβλεπα πολύ περισσότερο σε κάποια παιδιά με ιδιαιτερότητες. Τότε ακόμα στη δεκαετία του ’80, δεν μας ενημέρωναν για το θέμα σεξουαλικής αγωγής. Κάποια πράγματα τα μαθαίναμε τυχαία και φυσικά όχι με τον σωστό τρόπο. Όλα αυτά έπαιξαν το ρόλο τους.
Σ’ αυτή τη φάση που βρίσκομαι τώρα, βλέπω ότι μπορώ να προσφέρω μέσω διαδικτύου, αλλά και προσωπικά σε γονείς και άλλους φορείς έγκυρες επιστημονικές πληροφορίες, που εμείς δυστυχώς δεν είχαμε και περισσότερο λόγω της προκατάληψης.
Ποιες είναι οι συνηθέστερες διαταραχές ή προβλήματα που αντιμετωπίζεις συνήθως στις θεραπευτικές συνεδρίες;
Τα τελευταία χρόνια έχουμε παιδιά με αρκετές εσωτερικευμένες και εξωτερικευμένες προβληματικές συμπεριφορές.
Όπως παράδειγμα έχουμε παιδιά με εναντίωση, αντίδραση, με δυσκολία στη διαχείριση του θυμού, με επιθετικότητα. Έχουμε παιδιά με άγχος, αρκετά μάλιστα την τελευταία περίοδο, με ανησυχίες, ανασφάλειες, με χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Πιο πολύ δουλεύουμε με συναισθηματικές δυσκολίες και συμπεριφορές. Αλλά ας μην ξεχνούμε ότι έχουμε και παιδιά, τώρα που εργάζομαι στην Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας, με γενικές ή ειδικές μαθησιακές διαταραχές. Συνήθως το μεγαλύτερο ποσοστό παραπομπών στην Υπηρεσία μας είναι μαθησιακές δυσκολίες, μετά συναισθηματικές, αλλά και νευροαναπτυξιακές δυσκολίες. Δηλαδή παιδιά με σύνδρομα ή με διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας.
Τα τελευταία χρόνια με την πανδημία αλλά και με την οικονομική κρίση του ’13 αυξηθήκαν οι κοινωνικές δυσκολίες και κατ’ επέκταση οι σχέσεις των ανθρώπων, αλλά και οι σχέσεις των ανθρώπων με την τεχνολογία.
Θα πρέπει να μας προβληματίσει το γεγονός πως σήμερα τα παιδιά απομονώνονται και εκτίθενται για μεγάλο χρονικό διάστημα στην οθόνη. Ίσως αυτό να οφείλεται στο γεγονός πως αρκετοί γονείς δεν έχουν τα ερεθίσματα ή την κατάλληλη εκπαίδευση ώστε να παίξουν με τα παιδιά τους ή να επικοινωνήσουν μαζί τους. Δεν έχουν την υπομονή κι αυτό είναι μεγάλο θέμα. Οι πολλές ευθύνες στο σπίτι δεν αφήνουν αντοχές ώστε να ασχοληθεί ο γονέας ποιοτικά με το παιδί του.
Βλέπεις γύρω σου παιδιά κουρασμένα που δε ζουν την παιδικότητα τους. Η πίεση που έχουν τα σημερινά παιδιά ώστε να πετύχουν τις προσδοκίες των γονιών τους. Γονιούς που θέλουν να βγάλουν παιδιά γιατρούς ή επιστήμονες. Βλέπεις παιδιά από την πρώτη τάξη του δημοτικού να πηγαίνουν ιδιαίτερα ή ξένες γλώσσες ή μπαλέτο και τις πλείστες των περιπτώσεων δεν είναι επιλογή τους.
Δεν αφήνουν τα παιδιά να απολαύσουν αυτό που είπαμε, την παιδικότητα τους όπως την απολαμβάναμε η δική μας γενιά.
Κι ακόμα ένα άλλο μεγάλο θέμα που πρέπει να προβληματίσει τους γονείς είναι ότι δεν
αφήνουν τα παιδιά τους να αυτονομηθούν. Γίνονται 18 χρονών και δεν έχουν δική
τους κρίση ώστε να αναλάβουν την ευθύνη της ζωής τους ή να λύσουν τα δικά τους
προβλήματα μόνοι τους.
Όλα τα έχουν έτοιμα μπροστά τους χωρίς να προσπαθήσουν και να κοπιάσουν. Δεν έχουν υπευθυνότητες με αποτέλεσμα να έχουν αυτή την εξάρτηση και την προσκόλληση στους γονείς τους. Οπότε, πως μπορεί ένα παιδί άβουλο να φτιάξει τη δική του οικογένεια;
Η ψυχοθεραπεία με παιδιά παρουσιάζει κάποιες διαφορές με τη θεραπεία ενηλίκων;
Υπάρχουν διαφορές. Κι αυτό γιατί είναι διαφορετικός ο τρόπος προσεγγίσεις των παιδιών.
Οι ενήλικες έρχονται σε ψυχολόγο ή ψυχοθεραπευτή έχοντας ένα αίτημα. Γνωρίζουν τι θέλουν. “Έχω προβλήματα με τη σύζυγο μου”, “Έχω προβλήματα στη δουλειά μου”. Τα παιδιά δεν έχουν αίτημα. Συνήθως όταν είναι πρώτη φορά επισκέπτονται το γραφείο ενός ψυχολόγου είναι λογικό να δυσκολεύονται να του ανοιχτούν ή να τον εμπιστευτούν.
Άρα θέλουν το χρόνο τους. Και η προσέγγιση γίνεται μέσω παιχνιδοθεραπείας, να πας στο δικό τους επίπεδο εσύ, όχι να ‘ρθούν αυτά στο δικό σου. Να τα κάνεις να αισθανθούν ότι πραγματικά τους νοιάζεσαι, τους αγαπάς, ότι θες το καλό τους.
Έτυχε να φτάσεις στα όρια σου;
Ναι βεβαίως, άνθρωποι είμαστε.
Μπορεί κάποια παιδιά να σε φτάσουν στα όρια σου, αλλά εκεί πρέπει να δείξεις υπομονή.
Αν αντιληφθείς ότι με κάποιο παιδί δεν ταιριάζεις θα πρέπει να το συζητήσεις με το παιδί
και κατ’ επέκταση με τους γονείς του και να αποφασίσετε αν αυτή η θεραπευτική
συμμαχία πρέπει να τερματιστεί ή όχι.
Κι αυτό για το καλό και του παιδιού. Να μην εξελιχτεί σε μια αρνητική εμπειρία ώστε να
μην μπορέσει μελλοντικά να ξανά εμπιστευτεί άλλον ειδικό. Αλλά και για τον ίδιο τον
ειδικό, γιατί αν αρχίσει να νοιώθει αρνητικά συναισθήματα προς ένα παιδί και τους γονείς
του τότε δεν θα μπορέσει να συνεισφέρει ουσιαστικά. Οπότε πρέπει να είσαι καλός
κριτής του εαυτού σου. Ίσως κάποια προβλήματα ή θέματα ενός παιδιού να ξυπνούν
κάποια δικά σου βιώματα κι έτσι να μην είσαι αντικειμενικός στη δουλειά σου.
Εκεί ζητάς τη συνεργασία των συναδέλφων σου, το συζητάς και δίνονται λύσεις.
Οι εικόνες και τα συναισθήματα που εκλαμβάνεις καθημερινά πόσο σε επηρεάζουν σαν άτομο;
Κοίταξε όσο και να μην το θες, επηρεάζεσαι. Ωστόσο πρέπει όσο μπορείς να ελέγχεις αυτά που λαμβάνεις, την ενέργεια, τις σκέψεις τα συναισθήματα και με κάποιο τρόπο να αποφορτίζεσαι. Άρα μέσα στη μέρα σου να βρίσκεις χρόνο και για τον εαυτό σου για να γεμίζεις τις μπαταρίες σου. Εγώ προσωπικά βρήκα τους τρόπους αποφόρτισης. Γυμνάζομαι, τρέχω, πάω στη θάλασσα, κολυμπώ, αγναντεύω, ακούω μουσική.
Είναι σημαντικό γιατί η δουλειά μας είναι δύσκολη και απαιτητική. Χρειάζεται να είσαι εκεί συγκεντρωμένος και να είσαι σε θέση να ακούσεις τους άλλους για να μπορείς να διεισδύεις σ’ αυτά που νοιώθουν. Κι αυτό αφορά όχι μόνο το δικό μου επάγγελμα αλλά γενικά. Χρειάζονται διαλείμματα.
Πόσο σημαντική είναι η οικογένεια στην ανάπτυξη της αυτοεκτίμησης των παιδιών?
Θεωρώ ότι είναι το πρώτο κύτταρο ανάπτυξης μιας υγιούς προσωπικότητας στα παιδιά.
Τα παιδιά έρχονται αλλά για να ανοίξουν τα φτερά τους να πετάξουν και να έχουν ρίζες υπευθυνότητας χρειάζονται κάποιους γονείς οι οποίοι να είναι κοντά τους, σύμμαχοι, συνεργάτες τους και να αρχίσουν από πολύ νωρίς να δίνουν τα κατάλληλα εφόδια και ερεθίσματα.
Η προσωπικότητα ενός παιδιού κτίζεται τα πρώτα χρόνια της ζωής του, πρώτα από το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνει και στη συνέχεια από το σχολείο. Μετέπειτα από την κοινωνία από τους φίλους. Οπότε ναι η οικογένεια είναι σημαντικό κλειδί για μένα.
Αν σε μια οικογένεια οι γονείς δεν είναι εκεί, δεν υπάρχει η στοργή, η επικοινωνία αλλά αντίθετα είναι χαλαροί, αδιάφοροι ή υπερβολικά επικριτικοί απέναντι στα παιδιά τότε ναι, οι έρευνες και η κλινική μας εμπειρία λένε ότι αυτά τα παιδιά τείνουν να έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Σε μια οικογένεια όμως που οι γονείς έχουν όρια, είναι διαθέσιμοι, είναι επικοινωνιακοί, υπάρχει διάλογος τότε βλέπεις ότι τα παιδιά έχουν αυτοεκτίμηση, αγαπούν τον εαυτό τους, γνωρίζουν τα δικαιώματα τους καθώς και των άλλων. Αλλά πρέπει κι εδώ να είμαστε πολύ προσεκτικοί γιατί η υπερβολική επιβράβευση και οι μεγάλες δηλώσεις π.χ. “Είσαι η καλύτερη χορεύτρια στον κόσμο”, φέρνουν αντίθετα αποτελέσματα. Στην προσπάθεια μας να είμαστε καλοί γονείς μπορεί να δημιουργήσουμε παιδιά ναρκισσιστικά και εγωιστικά.
Οι γονείς πολλές φορές αρνούνται να αποδεχτούν ό,τι υπάρχει κάποιο θέμα είτε συμπεριφοράς, είτε μάθησης, είτε κοινωνικοποίησης, είτε αυτοεκτίμησης το παιδί τους. Σε έχουν αμφισβητήσει ποτέ; Πώς το χειρίστηκες;
Όντως. Αυτό μπορεί να συμβεί. Να αναφέρουν, ότι δεν ισχύει. Είναι κομμάτι της άρνησης και μη αποδοχής που περνούν όλοι οι άνθρωποι κάποια στιγμή της ζωής τους. Θέλουν υπομονή και διάλογο για να καταλάβουν ότι είναι για το καλό του παιδιού. Μέσα από συζήτηση και ενεργητική ακρόαση των αναγκών τους δηλαδή των σκέψεων τους μπορεί να καμφθούν οι αντιστάσεις τους και να προχωρήσουμε σε θεραπευτική παρέμβαση. Στον ιδιωτικό τομέα δεν το βλέπεις συχνά αυτό. Οι γονείς συνήθως γνωρίζουν ότι υπάρχει πρόβλημα.
Πόσο εύκολο είναι να χειριστείς έντονες καταστάσεις και να προσεγγίσεις παιδιά με ιδιαιτερότητες;
Το κάθε παιδί έχει τη δική του ιδιαιτερότητα , το δικό του τρόπο προσέγγισης. Άρα θα πρέπει να το προσεγγίσεις σύμφωνα με τα δικά του χαρακτηριστικά, να πέσεις δηλαδή στο δικό του επίπεδο.
Τα παιδιά που έχουν κάποιες ιδιαιτερότητες εκ γεννήσεως, δηλαδή κάποια νοητική ή κινητική αναπηρία θέλουν και αυτά ένα άλλο τρόπο προσέγγισης. Δεν πρέπει να πεις “Μάνα μου πρέπει να το λυπηθώ”. Δεν θέλουν τον οίκτο μας αυτά τα παιδιά. Άλλα παιδιά πάλι που έχουν γνωσιοαντιληπτικά προβλήματα, θα τα προσεγγίσεις και αυτά στο επίπεδο που φτάνει η νόηση τους.
Κάποια παιδιά όμως που ένοιωσαν την απόρριψη από την οικογένεια ή την κοινωνία, δεν θα σου ανοίξουν εύκολα την πόρτα της ψυχής τους. Με δυο λόγια θα φας πόρτα. Το έζησα αυτό στα γυμνάσια, στα Λύκεια, στις Τεχνικές, αλλά δεν πρέπει να τα παρατάς. Όσο και να σε απορρίπτουν και να σε διώχνουν εσύ πρέπει να τους δείχνεις ότι εγώ είμαι εδώ για σένα και ότι συνεχίζω να επιμένω για την καλύτερη πτυχή του εαυτού σου.
Ποιος είναι ο ρόλος των γονέων όταν πηγαίνουν με το παιδί τους σε έναν ψυχολόγο;
Πρέπει να είναι ένας ρόλος συνεργατικός και να αντιληφθούν πρώτοι ότι έχουν και οι ίδιοι μερίδιο ευθύνης.
Πολλοί γονείς θεωρούν ότι είναι προβλήματα του ίδιου του παιδιού, αλλά εγώ αναφέρω ότι τα προβλήματα των παιδιών είναι συστημικά, σχεσιακά, δηλαδή υπάρχει ευθύνη από όλο το σύστημα της οικογένειας. Δεν είναι το παιδί που έχει το πρόβλημα. Συνήθως το παιδί είναι το σύμπτωμα μιας προβληματικής οικογενειακής κατάστασης. Αν οι γονείς δεν το αντιλαμβάνονται αυτό τότε ξεκινάει μια συμβουλευτική με τον ψυχολόγο για να μπουν σε αυτή τη διαδικασία. Άρα πρέπει να αντιληφθούν οι γονείς ότι δεν παίρνουμε το παιδί στον ψυχολόγο για να θεραπευτεί και να φύγει το πρόβλημα. Πρέπει πρώτα οι ίδιοι να κάνουν μία έρευνα, να ψάξουν τους παράγοντες τί άλλαξε σε μας, στο σπίτι, στην οικογένεια κι όταν δεν βρίσκουν απάντηση, τότε ναι να επισκεφτούν τον ψυχολόγο.
Οι γονείς πρέπει να θέτουν όρια στα παιδιά τους; Πόσο εύκολο είναι να γίνει αυτό στα σημερινά παιδιά; Η επικοινωνία λόγο έλλειψης χρόνου είναι σχεδόν ανύπαρκτη μεταξύ γονέα-παιδιού και ο καταναλωτισμός δεν βάζει όρια στους γονείς πόσο μάλλον στα παιδιά.
Τα όρια είναι το δεύτερο μεγάλο δώρο μετά την αγάπη.
Η αγάπη θέλει όρια και χρειάζεται. Είναι πάρα πολύ σημαντικό αυτό. Τα παιδιά δεν μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς όρια και πρέπει να το καταλάβουν όλοι οι γονείς αυτό.
Δεν τους κάνουμε κακό με τα όρια. Αντίθετα τα βοηθούμε να καταλάβουν ότι, ο δρόμος των δικαιωμάτων τους σταματά εκεί που ξεκινούν τα δικαιώματα των άλλων. Είναι πάρα πολύ σημαντικό να το καταλάβουν τα παιδιά αυτό και για να το καταλάβουν θα πρέπει να το ζήσουν μέσα στο σπίτι τους.
Από τον πρώτο χρόνο της ζωής τους, λένε οι επιστήμονες, πρέπει να θέτονται όρια από τους γονείς στα παιδιά γιατί έτσι πρέπει να καταλάβουν τα πρώτα “ΟΧΙ” τους.
Να ξεκαθαρίσω ότι τα όρια δεν κτίζονται μέσα από τιμωρίες και απειλές, αλλά μέσα από τη συνεργασία και την ομαδικότητα. Δεν είναι δικτατορία, συζητούμε με τα παιδιά, βάζουμε στόχους και οι στόχοι έχουν βέβαια τις επιβραβεύσεις τους αλλά και τις λογικές συνέπειες τους. Για παράδειγμα αν το πρόγραμμα λέει ότι: “η ώρα 4.00 συγυρίζω τα παιχνίδια μου και μετά θα δω τηλεόραση τότε αυτό πρέπει να τηρηθεί. Σε περίπτωση που το παιδί δεν συγυρίσει τότε τα παιχνίδια μπορεί να ποδοπατηθούν και μπορεί να σπάσουν”. Οπότε το παιδί πρέπει να κατανοήσει ότι αν δεν τα συγυρίσει, δεν θα έχει παιχνίδια.
Υπάρχουν νομοθεσίες, υπάρχουν κανόνες, πρέπει να τους μάθει πρώτα στο σπίτι, μετά στο σχολείο και μετέπειτα στην κοινωνία. Άρα χρειάζεται πρόγραμμα, ρουτίνες, ξεκάθαρες προσδοκίες από τους γονείς ώστε το παιδί να ξέρει πως να λειτουργήσει ως αυριανός ενήλικας στην κοινωνία.
Μπορεί η τιμωρία να χρησιμοποιηθεί στην εκπαίδευση ενός παιδιού; Ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να εφαρμοστεί;
Βεβαίως και όχι. Είμαι πολύ ρητός. Για μένα δεν πρέπει να εφαρμόζεται καθόλου η τιμωρία με τον τρόπο που τη γνωρίζουμε μέσα από τα βιβλία, δηλαδή την σωματική, τη λεκτική ή οποιαδήποτε είδους βία ή κακοποίηση. Γιατί επιφέρει πάρα πολλές αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχολογική προσαρμοστικότητα ενός ατόμου.
Ένα άτομο το οποίο ζει βία, τιμωρία και απειλές στη ζωή του, μονιμοποιεί αυτές ως ταμπέλες και το πιστεύει με αποτέλεσμα να προχωρεί στη ζωή του με άγχος, με ντροπή ή και με κατάθλιψη.
Άρα η βία δημιουργεί ψυχολογικά προβλήματα.
Πάλι αν ένα παιδί μεγαλώνει μέσα από επιθετικότητα στο σπίτι μαθαίνει αυτούς τους τρόπους και τους εφαρμόζει μετέπειτα στη ζωή του/ης, είτε στο σχολείο, είτε στη/ο σύζυγο του/ης, είτε στη σχέση του/ης. Άρα η τιμωρία φέρνει τιμωρία.
Ας μιλήσουμε για το πάντα επίκαιρο θέμα. Το bulling. Ποιες είναι οι αιτίες που κάνουν ένα άνθρωπο να συμπεριφέρεται έτσι σε κάποιον συνάνθρωπο του;
Ο σχολικός εκφοβισμός είναι πολυπαραγοντικό φαινόμενο. Ένα φαινόμενο με ατομικούς, σχολικούς και κοινωνικούς παράγοντες άρα είναι πολυσυστημικό. Ατομικοί παράγοντες που συμβάλλουν στην ανάπτυξη επιθετικής συμπεριφοράς είναι τα υψηλά επίπεδα εκρηκτικής ιδιοσυγκρασίας, ψυχωτισμού, νευρωτισμού, σκληρότητας καθώς και υπερκινητικότητας και παρορμητικότητας. Στην ανάπτυξη θυματοποίησης έχει βρεθεί να ευθύνονται τα υψηλά επίπεδα εσωστρέφειας, ντροπαλότητας και κοινωνικής συστολής, οι διαφορές στην εμφάνιση (π.χ σωματική δύναμη), η παθητικότητα και τα υψηλά επίπεδα ναρκισσισμού. Οικογενειακοί παράγοντες οι οποίοι παίζουν ρόλο στην δημιουργία παιδικού επιθετικού προφίλ είναι οι ενδοοικογενειακές συγκρούσεις και βία, η σωματική τιμωρία, απειλές και κακοποίηση, η φτωχή στήριξη, φροντίδα, εμπλοκή και ζεστασιά, η περιορισμένη επικοινωνία, η μη ικανοποιητική επίβλεψη και έλλειψη ορίων και το οικογενειακό Ιστορικό ψυχοπαθολογίας (π.χ χρήσης ουσιών, παραβατική συμπεριφορά, καταθλιπτική διάθεση). Από την άλλη η υπερπροστασία και η έντονη προσκόλληση/εξάρτηση γονιού-παιδιού μπορεί να οδηγήσει παιδιά στην θυματοποίηση στο χώρο του σχολείου. Συνεχίζοντας, όσον αφορά τους σχολικούς παράγοντες οι οποίοι ενδεχομένως ευθύνονται στην ανάπτυξη επιθετικής συμπεριφοράς έχει βρεθεί να είναι ο χαμηλός βαθμός δέσμευσης από σχολείο, η μειωμένη συμμετοχή σε σχολικές δραστηριότητες, το αρνητικό σχολικό κλίμα, η σχολική αποτυχία, η μειωμένη σχολική οργάνωση, η ανασφαλής σχέση δάσκαλου-παιδιού, οι μειωμένες προσδοκίες από δασκάλους και η συναναστροφή με παραβατικούς συνομήλικους. Τελειώνοντας όσον αφορά τους κοινωνικούς παράγοντες που επηρεάζουν έχει βρεθεί τα υψηλά επίπεδα φτώχειας και βίας σε μια κοινότητα να συσχετίζονται έντονα και άμεσα με επιθετικότητα και παραβατικότητα σε νέους. Επίσης, οι κοινότητες με υψηλή μη αποδοχή διαφορετικότητας και αποδοχή βίας, η μετανάστευση και οι βίαιες σκηνές από Μ.Μ.Ε. να επηρεάζουν θετικά την ανάπτυξη επιθετικών συμπεριφορών στα σχολεία.
Πώς θα αντιληφθούμε αν το παιδί μας έχει πέσει θύμα κακοποιητικής συμπεριφοράς. Υπάρχουν κάποια σημάδια στη συμπεριφορά του παιδιού που θα πρέπει να προσέξουμε;
Ναι υπάρχουν κάποιες ενδείξεις/σημάδια αναγνώρισης που πρέπει να έχουμε υπόψη. Η μειωμένη διάθεση για το σχολείο, οι αδικαιολόγητες απουσίες, η απροσδόκητη μαθησιακή πτώση, τα διαλείμματα το παιδί να βρίσκεται κοντά στους εκπαιδευτικούς, η αλλαγή δρόμων και διαδρόμων στο σχολείων, η αργοπορία να πάει στο σπίτι ή στο σχολείο, οι ξαφνικές αλλαγές στη διάθεση και ψυχοσωματικά προβλήματα (στομαχόπονοι, κοιλόπονοι). Επίσης, σημάδια όπως σκισμένα ρούχα, σπασμένα και κατεστραμμένα πράγματα στη βαλίτσα, σημάδια και μελανιές στο σώμα ή άλλες ενδείξεις επίθεσης και αποφυγή εξήγησης, να χάνει πράγματα, να ζητά χρήματα από τους γονείς γιατί έχασε αυτά που του έδωσαν και να αρνείται να συμμετέχει σε σχολικές εκδηλώσεις και δραστηριότητες. Από όλα αυτά το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό αναγνώρισης είναι η άρνηση. Κάτι που αγαπά ένα παιδί, κάτι που το ευχαριστούσε και το ικανοποιούσε ξαφνικά δεν θέλει να συμμετέχει. Η άρνηση και μόνο θα πρέπει να προβληματίσει τους γονείς.
Σε ποια ηλικία ξεκινάει ο εκφοβισμός; Μπορούμε να μιλάμε για bullying ακόμα και στο νηπιαγωγείο;
Συνήθως στις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Φυσικά αυξημένα ποσοστά υπάρχουν στη μέση παιδική ηλικία και πάνω, αλλά τώρα βλέπουμε και κάποια πολύ μικρά ποσοστά στα νηπιαγωγεία που πάλι διερευνώνται από την Πανεπιστημιακή κοινότητα. Αλλά τα πρώτα περιστατικά συντελούνται στο Δημοτικό.
Ποια μπορεί είναι τα αποτελέσματα του εκφοβισμού στο χαρακτήρα και την ψυχική υγεία του θύματος; Είτε αυτός είναι ενήλικα ή παιδί;
Επηρεάζει την προσαρμοστικότητα του ατόμου. Οι θύτες αναπτύσσουν αρκετά προβλήματα διαγωγής, αντικοινωνικής διαταραχής προσωπικότητας, αυξημένα ποσοστά εγκληματικότητας.
Τα θύματα καταλήγουν να έχουν πιο πολλά εσωτερικευμένα, να αναπτύξουν δηλαδή κατάθλιψη, αγχώδη διαταραχή και να κλειστούν στον εαυτό τους. Μέχρι και αυτοκτονίες έχουμε σε τέτοιες περιπτώσεις.
Κακοποιητική συμπεριφορά και συναντάμαι παντού. Αν πέσει στην αντίληψη μας μια τέτοια περίπτωση ποια πρέπει να είναι η επόμενη κίνηση μας.
Έχουμε υποχρέωση βάση του νόμου περί βίας στην οικογένεια κι άλλους σχετικούς νόμους που έχουν σχέση με τη βία να κάνουμε αναφορά στον πλησιέστερο αστυνομικό σταθμό ή στο γραφείο κοινωνικών υπηρεσιών.
Βάση του νόμου περί σεξουαλικής κακοποίησης υπάρχει χρηματική και ποινή φυλάκισης σε περίπτωση που περιέπεσε στην αντίληψη κάποιου ότι ένα παιδί κακοποιείτε σεξουαλικά και δεν το αναφέρει.
Πριν σε ευχαριστήσω και κλείσουμε αυτή την όμορφη συζήτηση πες μας κάτι τελευταίο, μια παρότρυνση προς τους γονείς που θα διαβάσουν αυτή τη συνέντευξη.
Μια παρότρυνση ανάμεσα σε τόσες πολλές που παρέχουμε είναι για μένα να βρίσκονται κοντά στα παιδιά τους και να δημιουργήσουν μια στενή σχέση μαζί τους. Όσο πιο στενή σχέση δομούμε με τα παιδιά μας, τόσο πιο εύκολο είναι να αναγνωρίσουμε τα συναισθήματα τους. Όσο αναγνωρίζουμε τα συναισθήματα τους, επικοινωνούμε μαζί τους αποτελεσματικότερα. Όσο πιο αποτελεσματικά επικοινωνούμε μαζί τους, τόσο πιο εύκολο είναι να είμαστε μέρος της ζωής τους και να αντιμετωπίζουμε τις ανάγκες τους.
Πηγή: Αραδίππου / Ρέα Κουμπαρή, λειτουργός δημοτικής βιβλιοθήκης