Home ΥΠΟΛΟΙΠΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΚΥΠΡΟΣ Ολιστική προσέγγιση για αντιμετώπιση αστικής υπερθέρμανσης, λένε ειδικοί
Ολιστική προσέγγιση για αντιμετώπιση αστικής υπερθέρμανσης, λένε ειδικοί

Ολιστική προσέγγιση για αντιμετώπιση αστικής υπερθέρμανσης, λένε ειδικοί

Η πολιτεία θα πρέπει να επανεξετάσει σε ολιστική βάση το πρόβλημα της υπερθέρμανσης στις πόλεις, ενώ απαραίτητος είναι και ο συντονισμός μεταξύ ευρωπαϊκών, εθνικών και τοπικών φορέων για την αντιμετώπιση του προβλήματος και την προώθηση της ανθεκτικότητας των πόλεών μας, ανέφεραν στο ΚΥΠΕ ειδικοί από τον ακαδημαϊκό και ερευνητικό χώρο της Κύπρου, κληθέντες να σχολιάσουν το πρόβλημα της υπερθέρμανσης του αστικού περιβάλλοντος εξαιτίας των κυμάτων καύσωνα που εκδηλώνονται με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα τα τελευταία χρόνια.

Η καθηγήτρια Μηχανικής Περιβάλλοντος στο Πανεπιστήμιο Κύπρου Μαρίνα Νεοφύτου είπε αναφορικά με το ζήτημα ότι η συνεχής, άναρχη και σε ορισμένες περιπτώσεις επιθετική κάθετη δόμηση στις πόλεις ασκεί τεράστια πίεση στο αστικό περιβάλλον, προσθέτοντας πως οι συνέπειες της υπερθέρμανσης στο μέλλον θα είναι τόσο έντονες που όχι μόνο δεν θα επιτρέπουν στους πολίτες να κινούνται με άνεση στους εξωτερικούς χώρους και να έχουν την ποιότητα ζωής τους όπως την γνωρίζουν ως τώρα, αλλά θα προκαλέσουν και σημαντικά προβλήματα υγείας και αύξηση της θνησιμότητας λόγω θερμοπληξίας.

Συμπλήρωσε ότι παράλληλη συνέπεια θα αποτελέσει η μεγάλη μείωση της παραγωγικότητας σε επαγγέλματα εξωτερικών χώρων, όπως π.χ. στον κατασκευαστικό τομέα, ιδιαίτερα την καλοκαιρινή περίοδο, προσθέτοντας πως θα πρέπει να σκεφτούμε εκ νέου τρόπους αντιμετώπισης του προβλήματος λαμβάνοντας όλα τα παραπάνω ως δεδομένα.

 

 

Είπε επίσης πως το αστικό περιβάλλον δυστυχώς δεν συμπεριλαμβάνεται επαρκώς στην παγκόσμια θεώρηση της κλιματικής αλλαγής και ως εκ τούτου, στις προσπάθειες που γίνονται για την αποτροπή της αύξησης της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας κατά λιγότερο από ενάμιση βαθμούς παγκοσμίως μέχρι το 2050, προσθέτοντας ότι θα πρέπει οι όποιοι τοπικοί σχεδιασμοί για μετριασμό ή αναχαίτιση της θερμοκρασιακής αύξησης να λαμβάνουν υπόψη το κτιριακό περιβάλλον, το οποίο συγκεκριμένα στην Κύπρο διπλασιάζει την τοπική αύξηση της θερμοκρασίας, όπως δείχνουν τα αποτελέσματα ερευνητικών προγραμμάτων στο Πανεπιστήμιο Κύπρου που εξέτασαν αυτή τη πτυχή.

Επιπρόσθετα, κ. Νεοφύτου επεσήμανε ότι δεν πρέπει να αγνοήσουμε το γεγονός ότι η θερμική δυσχέρεια στους εξωτερικούς χώρους θα επηρεάσει και το σχεδιασμό της Βιώσιμης Αστικής Κινητικότητας, κάνοντας πολύ πιο επιτακτική την δημιουργία Μέσων Μαζικής Μεταφοράς που θα αποτελούν πραγματικά μια επιλογή για τους πολίτες υπό αυτές τις θερμοκρασιακές συνθήκες.

Η κ. Νεοφύτου στάθηκε ιδιαίτερα στο ζήτημα της εφαρμοζόμενης ενεργειακής πολιτικής, επισημαίνοντας ότι παρά το ότι οι ερευνητές και ερευνήτριες μπορεί να έχουν αρκετά ακόμα αναπάντητα επιστημονικά ερωτήματα, υπάρχει αρκετή διαθέσιμη ώριμη επιστημονική τεχνογνωσία προς εφαρμογή από την πολιτεία για όσο πιο άμεση αντιμετώπιση της υπερθέρμανσης και για τη διασφάλιση της ποιότητας ζωής των πολιτών.

Συμπλήρωσε πως αυτό που διαφοροποιεί ιδιαίτερα τον εκάστοτε τρόπο υλοποίησης των τεχνικών μέτρων είναι η θέση στην οποία τοποθετεί τον απλό πολίτη, προσθέτοντας πως είναι σημαντικό οι ερευνητές και ερευνήτριες να έχουν άποψη για το πώς αξιοποιούνται τα αποτελέσματα της επιστημονικής έρευνάς τους και πως τα μέτρα που θα εφαρμοστούν θα είναι προς όφελος του πολίτη ώστε να αποφευχθεί η ενεργειακή φτώχεια, καθώς το σύστημα διακυβέρνησης της ενέργειας έχει άμεσο αντίκτυπο στη ζωή των πολιτών.

Είπε επίσης ότι η πολιτεία δεν έχει λάβει έγκαιρα τα κατάλληλα μέτρα ώστε οι πολίτες να επωφελούνται από τη χρήση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και να μην υφίστανται τις επιβαρύνσεις από τα πρόστιμα που επιβάλλει η Ευρωπαϊκή Ένωση από τη μέχρι σήμερα χρήση συμβατικών πηγών ενέργειας. Ανέφερε επί παραδείγματι την έννοια της ενεργειακής κοινότητας ή του ενεργειακού συνεταιρισμού, οι οποίες εφαρμόζονται εδώ και χρόνια στην υπόλοιπη Ευρώπη, όπου ομάδες πολιτών, μια γειτονιά, μια κοινότητα ή ένας δήμος, μπορούν να ενώσουν τις δυνάμεις τους ώστε να επωφελούνται τα μέγιστα της διαχείρισης του οφέλους από την παραγόμενη ενέργεια, σε αντίθεση με την μέχρι τώρα πρακτική, όπου η διείσδυση των ΑΠΕ γίνεται συγκεντρωτικά μέσω μεγάλων εταιρειών, οι οποίες στη συνέχεια έχουν τον τελικό λόγο για το πόσο επωφελείται ο εκάστοτε πολίτης.

Συμπλήρωσε ακόμη πως βρίσκεται σε εξέλιξη ερευνητικό πρόγραμμα του Πανεπιστημίου Κύπρου με τη συμμετοχή Μηχανικών Περιβάλλοντος και Ηλεκτρολόγων Μηχανικών, μέσω του οποίου επιχειρείται με την προσομοίωση των θερμοκρασιακών μεταβολών του αστικού περιβάλλοντος της Λευκωσίας να εκτιμηθούν οι ακραίες ενεργειακές ανάγκες έως και το 2050, λαμβάνοντας υπόψη την κλιματική αλλαγή και το κτιριακό απόθεμα της πόλης. Σύμφωνα με τα εκπονηθέντα κλιματικά μοντέλα, η αύξηση της θερμοκρασίας μέχρι το 2050 θα αυξήσει τη θνησιμότητα κατά 2,5 φορές, ενώ προβλέπεται ότι θα αυξηθεί και ο αριθμός των περιστατικών θερμικού στρες.

Σε ερώτηση για τις προτεινόμενες παρεμβάσεις, η κ. Νεοφύτου είπε ότι μεταξύ άλλων εξετάζονται η χρήση πρασίνου σε επίπεδο δρόμων και πεζοδρομίων και η χρήση ψυχρών υλικών στην άσφαλτο και τις οροφές των κτιρίων, με τη συνολική στρατηγική να εστιάζει αφενός στη μείωση των ενεργειακών απαιτήσεων μέσω του βιοκλιματικού αλλά και του ολιστικού σχεδιασμού των νέων κτιρίων και του ευρύτερου αστικού περιβάλλοντος, καθώς και την ενεργειακή αναβάθμιση των υφιστάμενων κτιρίων, αφετέρου στη μέγιστη δυνατή αξιοποίηση των ανανεώσιμων πηγών και ειδικά της ηλιακής ενέργειας στην Κύπρο.

Σημείωσε πως σε κάθε περίπτωση η πολιτεία θα πρέπει να επανεξετάσει σε ολιστική βάση το πρόβλημα της υπερθέρμανσης και να ανταποκριθεί ανάλογα ολιστικά, δίνοντας το πρόσταγμα σε όλους τους τομείς και προάγοντας δεόντως τη συμμετοχή όλων των πολιτών στη λήψη αποφάσεων και την υλοποίηση δράσεων.

Η κ. Νεοφύτου είπε επίσης πως η ολιστική διάσταση του ζητήματος αφορά και τη γεωγραφία, υπογραμμίζοντας πως τα περιβαλλοντικά και τα ενεργειακά ζητήματα δεν μπορούν να διαχωριστούν, προσθέτοντας ότι πρέπει να αναπτυχθεί συνεργασία με την τουρκοκυπριακή κοινότητα και σε περιβαλλοντικά ζητήματα καθώς η κρισιμότητα των περιβαλλοντικών προβλημάτων επιβάλλει να βρεθεί τρόπος υπέρβασης των δυσκολιών για συνεργασία, αφού πλέον δεν μπορεί το άλλο μισό του νησιού να συνεχίσει να λειτουργεί αυθαίρετα σε αυτά τα ζητήματα.

Από την πλευρά του, ο Καθηγητής στο Ερευνητικό Κέντρο Ενέργειας, Περιβάλλοντος και Υδάτινων Πόρων του Ινστιτούτου Κύπρου Σαλβατόρε Καρλούτσι είπε ότι πάνω από 70.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους σε όλη την Ευρώπη το 2003 από αίτια που συνδέονται με τα κύματα καύσωνα, ενώ περίπου 62.000 θάνατοι από τα ίδια αίτια καταγράφηκαν το 2022, με την κλιματική αλλαγή να προκαλεί όλο και συχνότερα τέτοια κύματα με ολοένα μεγαλύτερη ένταση, τα οποία με τη σειρά τους επιβαρύνουν την υγεία των πολιτών, ιδιαίτερα των πιο αδύναμων οικονομικά λόγω του υψηλού ενεργειακού κόστους, καθώς και των πιο ηλικιωμένων.

Συμπλήρωσε ότι οι προσπάθειες σε ευρωπαϊκό επίπεδο επικεντρώνονται αφενός σε δράσεις που στοχεύουν στον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής, όπως η μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, αφετέρου στη λήψη μέτρων προσαρμογής στα εντονότερα φαινόμενα που προκαλεί η κλιματική αλλαγή και τον μετριασμό των επιπτώσεών της στις πόλεις και τους κατοίκους τους, με τη χρήση π.χ. ανακλαστικών ή ψυχρών υλικών για τη μείωση της απορρόφησης ηλιακής ενέργειας από τα κτίρια και άλλες αστικές επιφάνειες, τη σκίαση κοινόχρηστων εξωτερικών χώρων και την κατάλληλη επιλογή και συντήρηση αστικού πρασίνου.

Προσέθεσε πως άλλες σημαντικές στρατηγικές αφορούν στη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας των κτιρίων, τη μείωση του αριθμού και της κίνησης των οχημάτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης (αυτοκίνητα, φορτηγά, λεωφορεία) και την προώθηση της αντικατάστασής τους με ηλεκτρικά.

Ο συντονισμός μεταξύ όλων των φορέων, ευρωπαϊκών, εθνικών και τοπικών, για τη διάθεση των κατάλληλων χρηματοδοτικών εργαλείων και μηχανισμών διακυβέρνησης και πολιτικής, καθώς και την ενημέρωση των επιμέρους νομοθεσιών και κανονισμών, είναι απαραίτητος για την αντιμετώπιση του προβλήματος και την προώθηση της ανθεκτικότητας των πόλεών μας, σημείωσε ο κ. Καρλούτσι, συμπληρώνοντας παράλληλα πως αστάθμητοι παράγοντες, όπως η κατάσταση της οικονομίας ή η πολιτική αστάθεια, δύνανται να περιπλέξουν ένα ήδη σύνθετο πρόβλημα.

Ανέφερε επίσης πως το Ινστιτούτο Κύπρου στηρίζει μαζί με άλλους εταίρους του τοπικού ερευνητικού οικοσυστήματος τη συμμετοχή του Δήμου Λεμεσού στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα European Cities Mission με σκοπό την επίτευξη 100 κλιματικά ουδέτερων και έξυπνων πόλεων έως το 2030, η οποία, αν αποδειχθεί επιτυχής, μπορεί, όπως είπε, να αποτελέσει πρότυπο για άλλες παράκτιες πόλεις της Μεσογείου σε ό,τι αφορά τις προσπάθειες και τις στρατηγικές αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής και προσαρμογής στις επιπτώσεις της.

Σε ό,τι αφορά την ενεργειακή διάσταση του προβλήματος, ο Δρ. Νέστορας Φυλακτός, Επιστημονικός Ερευνητής στο Τμήμα Ενέργειας του Κέντρου, ανέφερε ότι η αύξηση των αναγκών κλιματισμού στις πόλεις λόγω των υψηλών θερμοκρασιών προκαλεί αντίστοιχα αύξηση των εκπομπών ρύπων και ασκεί ιδιαίτερη καταπόνηση στο ηλεκτρικό δίκτυο, καθώς η μέγιστη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας στην Κύπρο το καλοκαίρι είναι περίπου 2,5 φορές μεγαλύτερη της ελάχιστης την άνοιξη και το φθινόπωρο, φτάνοντας τα 1,25 Γιγαβάτ.

Προσέθεσε πως οι καύσωνες έχουν επίδραση και στα ίδια τα συστήματα παραγωγής ενέργειας, καθώς μειώνουν τον βαθμό απόδοσης των μονάδων παραγωγής, κάτι που συνεπάγεται υψηλότερη κατανάλωση καυσίμων και εκπομπές ρύπων αντίστοιχα για την ίδια ποσότητα παραγόμενης ενέργειας.

Συμπλήρωσε ακόμα πως το ίδιο ισχύει ως προς την αποδοτικότητα των φωτοβολταϊκών συστημάτων, αλλά και τον βαθμό απόδοσης της μεταφοράς της ενέργειας από το δίκτυο, ενώ στην μεγέθυνση της καταπόνησης συμβάλλουν η αύξηση του αστικού πληθυσμού, ο αυξανόμενος αριθμός κλιματιστικών σε οικίες και τουριστικές μονάδες, ο σταδιακός εξηλεκτρισμός των μεταφορών και η γενική αύξηση της θερμοκρασίας λόγω κλιματικής αλλαγής, ειδικά στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, όπου παρατηρούνται εντονότερα φαινόμενα ως απόρροια της κλιματικής αλλαγής σε σχέση με τον παγκόσμιο μέσο όρο.

Σε ερώτηση για το κατά πόσο η αλλαγή του ενεργειακού μίγματος ενδέχεται να βελτιώσει την αποδοτικότητα του συστήματος παραγωγής ενέργειας, ο Δρ. Φυλακτός είπε ότι η διάχυση των ΑΠΕ αναμένεται να έχει θετικές επιπτώσεις συνολικά, με την πιο διεσπαρμένη παραγωγή να αυξάνει επίσης την ανθεκτικότητα του δικτύου και τη δυνατότητά του να απορροφήσει σφάλματα. Συμπλήρωσε ωστόσο ότι για να φτάσουμε σε αυτό το σημείο θα πρέπει να προηγηθεί η αναβάθμιση του ίδιου του δικτύου, αλλά και να υλοποιηθούν εφαρμογές αποθήκευσης ενέργειας για κάλυψη βραχυπρόθεσμης ανισορροπίας μεταξύ παραγωγής και ζήτησης, αλλά και σε μεγαλύτερο χρονικό ορίζοντα, συχνά σε βάθος μηνών.

Στο υπάρχον μεταβατικό στάδιο που διανύει η Κύπρος η μεγάλη αλλαγή αφορά στη μετάβαση από τη χρήση υγρών καυσίμων (ντίζελ, μαζούτ) στη χρήση φυσικού αερίου για σκοπούς παραγωγής ενέργειας, η οποία θα μειώσει την εκπομπή θερμοκηπιακών αερίων κατά 30% περίπου, συνέχισε ο Δρ. Φυλακτός, προσθέτοντας πως η ενεργειακή απομόνωση της χώρας θα αμβλυνθεί σε σημαντικό βαθμό με την ηλεκτρική διασύνδεση με το Ισραήλ και την Ελλάδα.

Συμπλήρωσε πως το Ινστιτούτο Κύπρου έχει εκπονήσει μαθηματικό μοντέλο προσομοίωσης του ενεργειακού συστήματος της Κύπρου, προσφέροντας επιστημονικά δεδομένα στα αρμόδια υπουργεία για την κατάρτιση του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα, το οποίο είναι υπό διαβούλευση.

Αναφορικά με τις ενέργειες που μπορούν να γίνουν σε περιφερειακό επίπεδο, είπε πως εδώ και τρία χρόνια βρίσκεται σε εξέλιξη πρωτοβουλία του Ινστιτούτου Κύπρου με σκοπό οι κυβερνήσεις των χωρών της Ανατολικής Μεσογείου να συμφωνήσουν για έναν οδικό χάρτη δράσεων για την αντιμετώπιση και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή στην περιοχή, προσθέτοντας πως στα μέχρι τώρα συμφωνηθέντα συγκαταλέγεται η μελέτη της δυνατότητας ηλεκτρικής διασύνδεσης και άλλων χωρών της περιοχής για μια πιο ισορροπημένη διασπορά της ενεργειακής ζήτησης και η συνεργασία στην πρόληψη και την καταπολέμηση των πυρκαγιών.

Send this to a friend