Μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό καταγγέλλει περιστατικά εργασιακού εκφοβισμού και σεξουαλικής παρενόχλησης, με τα θύματα στην πλειοψηφία τους να είναι γυναίκες, ενώ πολλές φορές τα θύματα φτάνουν στο σημείο να αφήσουν την εργασία τους είτε γιατί φοβούνται να καταγγείλουν τέτοιες συμπεριφορές εναντίον τους είτε γιατί δεν βλέπουν κάποιο αποτέλεσμα από τις καταγγελίες τους, αναφέρθηκε από ειδικούς σε δημόσια συζήτηση με θέμα «Εργασιακός Εκφοβισμός, Σεξουαλική Παρενόχληση στην Εργασία», που διοργανώθηκε την Τρίτη από την Ανεξάρτητη Συντεχνία Δημοσίων Υπαλλήλων Κύπρου (ΑΣΔΥΚ).
Ειδικοί αλλά και αξιωματούχοι ανέφεραν ότι υπάρχουν κενά στη νομοθεσία όσον αφορά στον εργασιακό εκφοβισμό, αλλά και ότι παρατηρούνται καθυστερήσεις στη διερεύνηση καταγγελιών σεξουαλικής παρενόχλησης. Παρατηρείται δε έλλειψη ψυχολογικής στήριξης ατόμων που αντιμετωπίζουν σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασίας.
Κατά την έναρξη της συζήτησης που πραγματοποιήθηκε στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και τελούσε υπό την αιγίδα της Επιτρόπου Ισότητας των Φύλων, ο Πρόεδρος της ΑΣΔΥΚ, Γεώργιος Χωραττάς, ανέφερε ότι, περιστατικά εργασιακού εκφοβισμού και παρενόχλησης αποτελούν πολύ συχνό φαινόμενο και βλέπουν το φως της δημοσιότητας ολοένα και πιο συχνά λόγω της ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης της κοινωνίας. Ωστόσο, σημείωσε, μεγάλο ποσοστό εργαζομένων που βιώνει προσβλητική και απαξιωτική συμπεριφορά, ή καλούνται να ανταποκριθούν σε υπερβολικές απαιτήσεις των προϊσταμένων τους ή είναι θύματα παρενόχλησης, δεν προβαίνουν σε καταγγελίες από φόβο για αντίποινα, κοινωνικό στίγμα, ή ότι θα τους επιρριφθούν ευθύνες ότι ευθύνονται για αυτή τη συμπεριφορά εναντίον τους.
Η θυματοποίηση του εργαζομένου επιβαρύνει την προσωπικότητα του θύματος, αφού εκδηλώνονται επιπτώσεις, πέραν των ψυχολογικών και άλλων θεμάτων υγείας, αλλά και στην απόδοσή τους στην εργασία, ανέφερε. Είπε ακόμη, ότι, συχνά το εργασιακό περιβάλλον γνωρίζει ποιος είναι ο θύτης, αλλά επικρατεί σιωπή, ενώ υπάρχουν περιπτώσεις όπου εργαζόμενοι ζητούν μετακίνηση σε άλλο τμήμα η παραιτούνται για να γλυτώσουν.
Δυστυχώς, σημείωσε, η απουσία νομοθετικού πλαισίου για τον εργασιακό εκφοβισμό είναι ένα κενό που δυσκολεύει τους εργαζόμενους να προβούν σε καταγγελία.
H Πρόεδρος της Επιτροπής Ισότητας των Φύλων στην Απασχόληση, Λουΐζα Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου ανέφερε στον χαιρετισμό της ότι, οι χώρες – μέλη της ΕΕ άρχισαν να περιλαμβάνουν στις νομοθεσίες τους, προβλέψεις για τον εργασιακό εκφοβισμό από το 1990 και έπειτα αλλά στην Κύπρο ο εργασιακός εκφοβισμός δεν είναι νομοθετικά κατοχυρωμένος. «Το θετικό όμως είναι ότι τα τελευταία χρόνια γίνονται συζητήσεις επί του θέματος, τόσο ενώπιον της Βουλής των Αντιπροσώπων σε αυτεπάγγελτες συζητήσεις, όσο και σε δημόσιες συζητήσεις», ανέφερε.
Σημείωσε ότι, με βάση έρευνες, τόσο στην Κύπρο όσο και στο εξωτερικό, εννέα στα δέκα θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης είναι γυναίκες και από αυτές, μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό προβαίνει σε καταγγελίες.
Όσον αφορά το φαινόμενο της παρενόχλησης και της σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία, η μοναδική νομοθεσία στην Κύπρο που ρυθμίζει τα εν λόγω ζητήματα είναι ο περί Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στην Απασχόληση και στην Επαγγελματική Εκπαίδευση Νόμος του 2002, ανέφερε. Στην Κύπρο, πρόσθεσε, το 2003 τέθηκε σε εφαρμογή ο Νόμος 205(Ι)2002, σε συμμόρφωση με τις σχετικές οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που προνοεί και υιοθετεί ως κύριο σκοπό του την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στην απασχόληση και στην επαγγελματική εκπαίδευση και απαγορεύει κάθε άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου. Η σεξουαλική παρενόχληση ή παρενόχληση, θεωρείται πλέον με βάση τις πρόνοιες του νόμου, ως διάκριση λόγω φύλου και παράλληλα και ποινικό αδίκημα.
Η κ. Ζαννέτου ανέφερε ότι, ο κάθε εργαζόμενος και εργαζόμενη έχει δικαίωμα να εργάζεται σε ένα περιβάλλον, το οποίο σέβεται την ευημερία του, τις ανάγκες του και στο οποίο νιώθει προστασία.
Στον χαιρετισμό της, η Επίτροπος Ισότητας των Φύλων, Τζόζη Χριστοδούλου, ανέφερε ότι υπάρχουν πολιτικές και μέτρα κατά του εργασιακού εκφοβισμού, αλλά απουσιάζει η πρόληψη και η σωστή εφαρμογή τους.
Σημείωσε ότι άνδρες και γυναίκες βιώνουν τον εργασιακό εκφοβισμό αλλά οι γυναίκες τον βιώνουν δυσανάλογα και στη βάση του φύλου τους. Όσον αφορά τη σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο εργασίας, είπε, «είναι ένα ακόμη φαινόμενο που οι γυναίκες βιώνουν δυσανάλογα, πηγάζει από βαθιά ριζωμένες ανισότητες και τις σχέσεις εξουσίας μεταξύ των φύλων».
«Έρευνες και μελέτες δείχνουν ότι οι γυναίκες πάντα λένε όχι, είτε με λόγια είτε με έμμεσο τρόπο, αλλά συνήθως το άτομο που ασκεί τη σεξουαλική παρενόχληση σκόπιμα αγνοεί την άρνηση», ανέφερε. Αντίθετα, πρόσθεσε, «ακούμε σχόλια όπως «κάνει τη δύσκολη»». Σημείωσε ότι οι γυναίκες κάνουν ό,τι μπορούν για να αποτρέψουν και να σταματήσουν την παρενόχληση, αλλά αν δεν βρουν ένα υποστηρικτικό περιβάλλον, βοήθεια εντός του οργανισμού τους, είτε υποφέρουν σιωπηλά είτε παραιτούνται από την εργασία τους.
Η Επίτροπος αναφέρθηκε και στην ευθύνη του εργοδότη για αντιμετώπιση τέτοιων συμπεριφορών στον οργανισμό του όπως να δημιουργούν πολιτικές, να παρέχουν εκπαίδευση που να καλλιεργεί κουλτούρα ισότητας – αλληλοσεβασμού, να δημιουργούν ένα ασφαλές και εμπιστευτικό περιβάλλον αναφοράς όπου οι εργαζόμενοι μπορούν να αναφέρουν περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης ή εκφοβισμού χωρίς φόβο αντεκδίκησης.
Η κ. Χριστοδούλου ανέφερε ότι η προώθηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών και η πλήρης διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των γυναικών, αποτελεί μία από τις υψηλές προτεραιότητες της διακυβέρνησης του Προέδρου της Δημοκρατίας, Νίκου Χριστοδουλίδη. «Μέσα από μια ολιστική προσέγγιση στόχος μας είναι η δημιουργία ενός έμφυλου πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού πλαισίου, όπου θα αποδημήσουμε έμφυλα στερεότυπα, συμπεριφορές και προκαταλήψεις», είπε. Σημείωσε ότι έμφαση θα δοθεί σε προληπτικές δράσεις, ενώ για πρώτη φορά, το εγχείρημα είναι οι πολιτικές και δράσεις να είναι από πάνω προς τα κάτω (top down approach) και όχι μόνο σε διορθωτικές πράξεις. Σημείωσε όπως, ότι για να είναι εφικτά αυτά θα πρέπει να εμπεδωθεί η κουλτούρα της ισότητας, «μακριά από αναχρονιστικές προκαταλήψεις για να μπορούν τα θύματα να καταγγείλουν, ενώ παράλληλα, θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα υποστηρικτικό περιβάλλον στο όποιο οι γυναίκες και τα θύματα να αισθάνονται ασφάλεια και εμπιστοσύνη».
Ο Πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Εργασίας, Αντρέας Καυκαλιάς, αναφερόμενος σε πρόσφατη έρευνα για τον εργασιακό εκφοβισμό, που πραγματοποιήθηκε από τη ΣΕΚ, είπε ότι στην Κύπρο 7 στους 10 πιστεύουν ότι οι εργαζόμενοι υφίστανται εργασιακή παρενόχληση ενώ 1 στους 2 ομολογούν ότι οι ίδιοι προσωπικά έχουν βιώσει εργασιακό εκφοβισμό.
Είπε ότι η Κυπριακή Δημοκρατία, «έχει μεγάλη απόσταση να διανύσει» αφού ακόμη δεν έχει κυρώσει τη Σύμβαση για τη Βία και την Παρενόχληση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας του 2019 όταν μάλιστα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αποφάσισε το 2020 την εξουσιοδότηση των κρατών μελών να κυρώσουν τη σύμβαση προς το συμφέρον των εργαζομένων εντός της ΕΕ. Στην Κύπρο, πρόσθεσε, εκτός από τον Κώδικα πειθαρχικής διαδικασίας σε κάποιους εργασιακούς χώρους και τον Κώδικα Αντιμετώπισης Σεξουαλικής παρενόχλησης και των άλλων μορφών παρενόχλησης, και το νομοθετικό πλαίσιο για την σεξουαλική παρενόχληση ή παρενόχληση λόγω φύλου, το ευρύτερο ζήτημα του εργασιακού εκφοβισμού, δεν ρυθμίζεται από συγκεκριμένη νομοθεσία.
Ως Επιτροπή Εργασίας, είπε, ζήτησαν όπως συμπεριληφθεί σε όλες τις συμβάσεις ο Κώδικας που υπεγράφη το 2019 και κάλεσαν το αρμόδιο υπουργείο να καταθέσει νομοσχέδιο που θα ρυθμίζει νομοθετικά και θα δημιουργεί μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου στους εργασιακούς χώρους ώστε να επιτευχθεί η αποτελεσματική αντιμετώπιση του εκφοβισμού και της παρενόχλησης.
Ο Δρ Παναγιώτης Σταυρινίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, στη δική του παρουσίαση, αναφέρθηκε στην ψυχολογία του εργασιακού εκφοβισμού και της θυματοποίησης και γιατί διαφέρει από άλλα φαινόμενα που συναντιούνται στους χώρους εργασίας. Σημείωσε ότι, από έρευνες δικές του και από άλλες, γενικά για το θέμα αυτό, έχει παρατηρηθεί ότι σε περιστατικά εκφοβισμού πάντα υπάρχει ανισορροπία ισχύος, όπως προϊστάμενος προς υφιστάμενο, αν και, όπως ανέφερε, η έρευνά τους, δείχνει ότι ενώ αυτό όντως ισχύει δεν είναι απόλυτο, από υφιστάμενους προς τα πάνω αλλά και από εργαζομένους που βρίσκονται στην ίδια ιεραρχική βαθμίδα. Πάντοτε όμως, συνοδεύει τον δράστη μια μορφή ισχύος που νιώθει ότι έχει έναντι του θύματός του, σημείωσε.
Είπε ακόμη ότι δεν είναι ποτέ ένα μεμονωμένο περιστατικό, αλλά ένα συστηματικό φαινόμενο, με διάρκεια, χρόνο, με κλιμάκωση, αλλά και με σκοπιμότητα. Είναι πιο εύκολο, σημείωσε, να θυματοποιηθεί ένας εργαζόμενος που βιώνει ανασφάλεια να μην χάσει τη δουλειά και το εισόδημά του και που ανέχεται τέτοια συμπεριφορά, που δεν θα ανεχόταν υπό άλλες περιστάσεις.
Ο Δρ Σταυρινίδης ανέφερε ότι υπάρχουν πάρα πολλά επιστημονικά δεδομένα ότι μέλη της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ υποφέρουν πολύ περισσότερο από τέτοια φαινόμενα, ενώ σημείωσε και τη διάσταση του φύλου.
Ανέφερε ότι τα θύματα υποφέρουν από χρόνιο άγχος, παρουσιάζουν καταθλιπτική συμπτωματολογία, ενώ σε πιο σοβαρή μορφή καταγράφηκαν και απόπειρες αυτοκτονίας.
Στο γιατί τα θύματα δεν μιλούν, ο Δρ Σταυρινίδης αναφέρθηκε στο σύμπλεγμα των συναισθημάτων του κακοποιημένου ατόμου, «φόβος-ντροπή-ενοχή». Εξήγησε ότι τα θύμα φοβούνται ότι δεν θα βρουν προστασία, θα χάσουν τη δουλειά τους, νιώθουν ντροπή γιατί δεν θέλουν να ξέρουν οι άλλοι ότι κάποιος τους κάνει κακό, ενώ νιώθουν ενοχές ότι ευθύνονται οι ίδιοι για αυτό που τους συμβαίνει.
Η Εμπειρογνώμονας Φύλου, Δρ Άννα Πηλαβάκη, στην παρουσίασή της, ανέφερε ότι δεν έχει ρυθμιστεί νομοθετικά ο εργασιακός εκφοβισμός, αλλά όσον αφορά στη σεξουαλική παρενόχληση από την 1η Ιανουαρίου 2003 έχει τεθεί σε εφαρμογή η νομοθεσία περί ίσης μεταχείρισης.
Είπε ότι 9 στα 10 θύματα είναι γυναίκες και ότι 1 στις 3 γυναίκες σε επίπεδο ΕΕ έχει δηλώσει ότι έχει δεχθεί κάποιας μορφής σεξουαλικής παρενόχληση.
Αναφέρθηκε στην ευθύνη του εργοδότη και σημείωσε ότι πρέπει οι σχετικοί κώδικες να επεξηγούνται στο προσωπικό, για να ξέρουν οι εργαζόμενοι που να αποτείνονται και να ξέρει το κάθε τμήμα τι πρέπει να κάνει σε καταγγελίες.
Σύμφωνα με την κ. Πηλαβάκη, ευρωπαϊκά στατιστικά δείχνουν ότι μόνο 8%-10% υποβάλλει καταγγελία.
Ανέφερε ακόμη, ότι στην Κύπρο, παρατηρείται μεγάλη καθυστέρηση εξέτασης καταγγελιών, ενώ η νομοθεσία δεν θέτει ένα χρονικό όριο εξέτασης των καταγγελιών, ενώ απουσιάζει η στήριξη προς τα θύματα. Σημείωσε όμως, ότι τα τελευταία χρόνια η ίδια παρατηρεί την Αστυνομία «να χειρίζεται πιο σωστά αυτές τις υποθέσεις και άμεσα».
Είπε ότι «δεν είναι ό,τι πιο εύκολο» ένα θύμα να προχωρήσει σε καταγγελία, και ότι τα θύματα θέλουν να νιώσουν μια παρότρυνση και να μην νοιώθουν ότι έκαναν κάτι λάθος, σημειώνοντας ότι, οι θύτες συνήθως είναι τα ίδια άτομα σε διαφορετικές κοπέλες τον ίδιο χώρο εργασίας.
Αναφέρθηκε και σε δύο καταγγελίες που ήρθαν υπόψη της το τελευταίο τρίμηνο. Η μία αφορούσε κοπέλα που κατάγγειλε σεξουαλική παρενόχληση από εξωτερικό συνεργάτη της εταιρείας που εργάζονταν, και που έλαβε απάντηση γραπτώς από το αρμόδιο Τμήμα στο Υπουργείο Εργασίας, ότι ρωτήθηκε το άτομο που καταγγέλθηκε και είπε ότι δεν έκανε κάτι τέτοιο και γι’ αυτό δεν υπάρχει υπόθεση, ενώ η καταγγέλλουσα έφυγε από την εργασία της γιατί δεν ένιωθε άνετα να είναι στον ίδιο χώρο με αυτό το άτομο.
Η άλλη αφορούσε γυναίκα γιατρό, όπως είπε, η οποία έκανε καταγγελία στην κλινική που εργαζόταν ότι κάποιες κοπέλες της είπαν ότι άλλος γιατρός τις παρενοχλεί, και είχε ως αποτέλεσμα να λάβει η ίδια ψευδή καταγγελία εναντίον της και να απολυθεί. Η διαδικασία θα προχωρήσει δικαστικά, ανέφερε, και διερωτήθηκε πόσο χρόνο θα πάρει για να βρει η καταγγέλλουσα το δίκαιο της.
Η κ. Πηλαβάκη σημείωσε ακόμη, ότι όσον αφορά στο θέμα της σεξουαλικής παρενόχλησης είναι σημαντικό όλοι να προσέχουν την συμπεριφορά τους, γιατί μπορεί κάποιος να κάνει κάτι χωρίς να είχε αυτή την πρόθεση, αλλά ο νόμος λέει σημασία έχει το πώς εξέλαβε το θύμα αυτή την συμπεριφορά.
Ο Δικηγόρος Δημοσθένης Στεφανίδης αναφέρθηκε στη νομική διάσταση του θέματος ηθικής και ψυχολογικής παρενόχλησης στους χώρους εργασίας, (mobbing) και ανέφερε μεταξύ άλλων, ότι οι λύσεις που πρέπει να δοθούν σε τέτοιες περιπτώσεις είναι νομικές.
Αναφέρθηκε σε περιπτώσεις γυναικών που πήγαν στο γραφείο του για να καταγγείλουν τέτοια φαινόμενα εναντίον τους στον εργασία και στάλθηκαν επιστολές προς διάφορους αποδέκτες και το ζήτημα είχε επιλυθεί. Σημείωσε ότι κυρίως είναι από προϊσταμένους που απορρέουν τέτοιες συμπεριφορές.
Ο κ. Στεφανίδης αναφέρθηκε σε σχετικά άρθρα των περί ασφάλειας και υγείας στην εργασία, και περί δημόσιας υπηρεσίας Νόμων, και κανονισμούς του 2022 για την υποχρέωση του εργοδότη να εξασφαλίζει την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων, και σημείωσε ότι, κάποιες φορές που υπάλληλοι αδυνατούν ή δεν θέλουν να προχωρήσουν σε καταγγελίες, θα πρέπει να γνωρίζουν ότι τέτοιου είδους φαινόμενα σε ορισμένες περιπτώσεις αποτελούν και σοβαρά πειθαρχικά αδικήματα, τα οποία δεν θα πρέπει μόνο να τίθενται ενώπιον του συγκεκριμένου προσώπου αλλά και σε ανώτερους στην Υπηρεσία για να ληφθούν τα ανάλογα μέτρα.