Η ιστορία του 7χρονου Δημητράκη που δολοφόνησαν σαν σήμερα οι Άγγλοι το 1956
Γεννήθηκε το 1949 στην Λάρνακα και ζούσε μαζί με την γιαγιά του Χρυσταλλού Μιχαήλ Κουτέ και τα τρία του αδέλφια.
Ο μικρός Δημητράκης, μαθητής τότε της Β’ Δημοτικού, πουλούσε λουλούδια για να βοηθήσει την οικογένεια του να τα βγάλουν προς το ζην.
Μετά την εξορία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, του Μητροπολίτη Κυπριανού, του Παπασταύρου Παπαγαθαγγέλου και του Πολύκαρπου Ιωαννίδη, στις 9 Μαρτίου 1956, επικρατούσε στην Λάρνακα, όπως και σε όλη την Κύπρο, μεγάλος αναβρασμός.
Οι μαθητές και ο μαθήτριες όλων των σχολείων κατήλθαν σε διαδηλώσεις διαμαρτυρίας.
Στις 14 Μαρτίου 1956 τα παιδιά της Αστικής Σχολής Καλογερά, όπου φοιτούσε και ο Δημητράκης, ακολούθησαν μαθητές του Εμπορικού Λυκείου, σε μια μαχητική διαδήλωση.
Οι βρετανικές δυνάμεις καταστολής, μαζί με Τούρκους επικουρικούς, κινητοποιήθηκαν άμεσα και οι διαδηλωτές κατέφυγαν στην εκκλησία του Αγίου Λαζάρου και άρχισαν να κτυπούν τις καμπάνες.
Οι στρατιώτες περικύκλωσαν την εκκλησία και έριχναν δακρυγόνες βόμβες εναντίον των μαθητών που τους λιθοβολούσαν.
Μια ομάδα παιδιών, μεταξύ των οποίων και ο Δημητράκης, κατέφυγαν στην οδό Λέοντος του Σοφού, όπου τους προσπέρασε στρατιωτικό αυτοκίνητο με οπλισμένους στρατιώτες και προχώρησε στην οδό Νικολάου Ρώσου, σήμερα Δημητράκη Δημητριάδη.
Οι στρατιώτες κατέβηκαν από το αυτοκίνητό τους και ταμπουρώθηκαν πίσω από τον τοίχο της γωνιάς του δρόμου.
Τα μεγαλύτερα παιδιά αποχώρησαν φωνάζοντας και στον Δημητράκη να τους ακολουθήσει.
Ένας από τους στρατιώτες τον σημάδεψε στο κεφάλι.
Η σφαίρα πέρασε λίγο πιο κάτω από το δεξί μάτι αφήνοντας το άψυχο σώμα του παιδιού μπροστά από το κατάστημα των «Αγαθαγγέλου Ονησιφόρου και Υιών».
Οι μαθητές τον μετέφεραν στο νοσοκομείο, όπου διαπιστώθηκε ο θάνατός του.
Στην κηδεία του μικρού Δημητράκη, τα κορίτσια τραγουδούσαν «στη στεριά δε ζει το ψάρι κι ο ανθός στην αμμουδιά κι οι Σουλιώτισσες δεν ζούνε δίχως την ελευτεριά» χορεύοντας σαν Σουλιώτισσες, τον χορό του Ζαλόγγου.
Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης, του αφιέρωσε τους εξής στίχους: Και συ σκλαβόπουλο, γιατί θλιμμένο στέκεις και θωρείς; Μήπως να πολεμήσεις δεν μπορείς; Όπλο δεν έχω, Καπετάνιο. Να, τις κοτρώνες. Αρκετές για σένα, τον μικρούλη. Και αρπάζει ο ήρωας ο μικρός, ο πιο μικρότερος απ’ όλους, κοτρώνες. Για να φέρει Λευτεριά…
Ο Διγενής τον ονόμασε «μικρό ήρωα της ΕΟΚΑ».