Απαλλαγή εγγυητή λόγω μη έγκαιρης ενημέρωσής του και άλλων παραλείψεων
Απόφαση για απαλλαγή εγγυητή από την εγγυητική σύμβαση την οποία είχε υπογράψει με πρώην Συνεργατικό Πιστωτικό Ίδρυμα αποφάσισε ο Χρηματοοικονομικός Επίτροπος, Παύλος Ιωάννου, μετά την εξέταση παραπόνου από τον εν λόγω εγγυητή. Κύρια αιτία της απόφασης του Επιτρόπου ήταν οι “αντισυμβατικές και παράνομες πράξεις ή και παραλείψεις” του πρώην Συνεργατισμού και κατ΄επέκταση ο Επίτροπος καλεί την ΚΕΔΙΠΕΣ να τον απαλλάξει.
Σύμφωνα με ανακοίνωση του Χρηματοοικονομικού Επιτρόπου, το δάνειο στο οποίο δόθηκε η εγγύηση παραχωρήθηκε στους πρωτοφειλέτες στις 27/7/1995, από την πρώην ΣΠΕ Στροβόλου και μεταφέρθηκε, στη συνέχεια, στην ΚΕΔΙΠΕΣ. Ο παραπονούμενος ισχυρίζεται ότι το πρώην ΣΠΙ απέτυχε να τον ενημερώσει «χωρίς καθυστέρηση», ως όφειλε, και όπως προνοεί η σχετική νομοθεσία για τη μη καταβολή δόσεων από τους πρωτοφειλέτες.
Ο Επίτροπος αναφέρει ότι η διερεύνηση του παραπόνου ανέδειξε σειρά σοβαρών παραλείψεων εκ μέρους του πρώην ΣΠΙ και της ΚΕΔΙΠΕΣ, οι οποίες οδήγησαν στην απόφαση του Επιτρόπου για απαλλαγή του παραπονούμενου από τις εγγυητικές υποχρεώσεις του.
Οι παραλείψεις που εντοπίστηκαν κατά την εξέταση του παραπόνου περιλαμβάνουν «κατάφωρη παραβίαση από το πρώην ΣΠΙ και την ΚΕΔΙΠΕΣ, των προνοιών του περί Προστασίας Ορισμένης Κατηγορίας Εγγυητών Νόμου».
Επίπλεον, ο Επίτροπος αναφέρει ότι εντοπίστηκε «εντελώς παράλογη και ποικιλοτρόπως στρεβλωτική καθυστέρηση στην εγγραφή της δικαστικής απόφασης στο δικαστήριο, η οποία λήφθηκε στις 27/11/1997» και που μέχρι σήμερα δεν υπάρχει ενημέρωση για το ενδεχόμενο εγγραφής της, ενώ, σημειώνει ο Επίτροπος, η μόνη σχετική ενημέρωση προερχόταν από τον ίδιο τον παραπονούμενο, ο οποίος σε επιστολή του ανέφερε ότι στις 25/1/2023 καθορίστηκε ημερομηνία για έκδοση διατάγματος εγγραφής.
Επιπλέον, ο Επίτροπος αναφέρει ότι η για 25 συναπτά έτη αμέλεια εγγραφής της διαιτητικής απόφασης, είχε ως αποτέλεσμα την πλήρη αδυναμία του πρώην ΣΠΙ και της ΚΕΔΙΠΕΣ, να προωθήσουν διαδικασίες εξασφάλισης των νομίμων απαιτήσεών τους, έναντι του πρωτοφειλέτη ή και των εγγυητών, με αποτέλεσμα να υπερπολλαπλασιαστεί η απαίτηση που καθοριζόταν από τη διαιτητική απόφαση του 1997.
«Ταυτόχρονα δε, να καταστεί άκρως επαχθής, ιδίως για τους εγγυητές, ενδεχόμενη εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης, μετά την εγγραφή της, η οποία φαίνεται να καθυστερεί εισέτι», αναφέρει ο Επίτροπος στο σημείωμά του, προσθέτοντας ότι «άκρως επαχθές» για τους εγγυητές είναι και το γεγονός ότι λόγω της εκκρεμότητας είναι καταγεγραμμένοι στο «Άρτεμις», με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτό να δανειοδοτηθούν από εμπορική τράπεζα.
Ο Επίτροπος σημειώνει ότι η καθυστέρηση είναι τέτοια που δεν θεωρείται πρόσφορη η εκτέλεση της διοικητικής απόφασης, καθώς είχε εκδοθεί πριν 25 χρόνια, όταν οι εγγυητές ήταν κατά 25 χρόνια νεότεροι. «Σήμερα, ο παραπονούμενος είναι συνταξιούχος, ηλικίας 71 ετών. Δεν είναι δυνατόν να υποστεί τις επαχθείς συνέπειες της ύποπτης αμέλειας και καθυστερήσεων του πρώην Συνεργατικού» και της ΚΕΔΙΠΕΣ, αναφέρει ο Επίτροπος. «Αυτό και μόνο συνιστά, κατά την άποψή μας, θεμελιώδη λόγο ακύρωσης της εγγυητικής υποχρέωσης του παραπονουμένου και πλήρους απαλλαγής του από αυτήν», υπογραμμίζει ο Επίτροπος.
Σημειώνεται ότι οι επιστολές καθυστερήσεων, οι οποίες σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της ΚΕΔΙΠΕΣ, αποστάλθηκαν προς τον παραπονούμενο από τις 12/12/1995, δεν μπορούν να αποτελέσουν τεκμήριο έγκυρης ενημέρωσης, επειδή δεν είναι διαθέσιμες και δεν προσκομίστηκαν τα σχετικά αποδεικτικά αποστολής τους στον Επίτροπο και επομένως «είμαι υποχρεωμένος να συμπεράνω ότι το ΑΠΙ ουδέποτε απέστειλε τις ισχυριζόμενες επιστολές και επομένως δεν συμμορφώθηκε με το άρθρο 12.(1) του περί της Προστασίας Ορισμένης Κατηγορίας Εγγυητών Νόμου».
Επιπλέον, το υπόλοιπο του δανείου ανέρχεται σήμερα στο €1.158.629,38, ενώ κατά την ημερομηνία έκδοσης της διαιτητικής απόφασης, ημερομηνίας 27/11/1997, το προς εξόφληση ποσό ανερχόταν σε €138.716 (81.187 λίρες). «Διερωτώμαι, με ποια δικαιολογία θα μπορεί η ΚΕΔΙΠΕΣ να απαιτεί δίκαια και λογικά οποιαδήποτε πληρωμή, πέραν του εν λόγω ποσού, όπως αποφασίστηκε στις 27/11/1997, που εξαιτίας της ύποπτης αμέλειας και των καθυστερήσεων του πρώην ΣΠΙ και της διαδόχου αυτού καταστάσεως, εκτοξεύτηκε στο αστρονομικό ποσό του €1.158.629,38», υπογραμμίζει ο Επίτροπος.
Καταληκτικά, ο Επίτροπος αναφέρει ότι το πρόβλημα στην καθυστέρηση εγγραφής και εκτέλεσης διαιτητικών αποφάσεων, όπως επίσης και της πλήρους εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων, αποτελεί πραγματικότητα.
«Εξετάζουμε πολύ συχνά παράπονα με διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες για δεκαετίες δεν έχουν εγγραφεί στο δικαστήριο και, επομένως, δεν εκτελούνται έγκαιρα», σημειώνει, προσθέτοντας ότι το ζήτημα αυτό χρήζει νομοθετικής ρύθμισης και μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορεί να αντιμετωπιστεί.
«Το δικαίωμα ανανέωσης, τόσο των διαιτητικών αποφάσεων όσο και των δικαστικών αποφάσεων για μεγάλη χρονική περίοδο και οι αλλεπάλληλες ανανεώσεις, απλώς διαιωνίζουν το πρόβλημα και το μεγεθύνουν σε βάρος των ενδιαφερομένων, δανειοληπτών και εγγυητών», καταλήγει.