Λήξη της ανασκαφικής περιόδου 2022 στο Κίτιον – Παμπούλα
Το Τμήμα Αρχαιοτήτων, του Υπουργείου Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων ανακοινώνει τη λήξη της ανασκαφικής περιόδου 2022 στη θέση Παμπούλα στη Λάρνακα (αρχαίο Κίτιον), από τη Γαλλική αρχαιολογική αποστολή.
Η Γαλλική αποστολή διεξήγαγε τις φετινές έρευνες στο Κίτιον-Παμπούλα για περίοδο τεσσάρων εβδομάδων τον Οκτώβριο 2022. Οι έρευνες είχαν δύο στόχους: πρώτον, να ολοκληρωθεί η ανασκαφή ενός πιθανού αποθέτη (λάκκου) που είχε εντοπιστεί και ανασκαφεί μερικώς το 2021 ο οποίος περιείχε αριθμό Φοινικικών οστράκων της Κλασικής περιόδου και δεύτερον, να διευρυνθεί η ανασκαφή στα δάπεδα της Κλασικής περιόδου ούτως ώστε να εξεταστεί καλύτερα το πλαίσιο του λάκκου.
Κατά τις έρευνες διανοίχθηκαν τρεις τομές στο Τμήμα 11 στο βορειοδυτικό μέρος της θέσης (εικ. 1). Στην κεντρική τομή, που βρίσκεται στα νότια του λάκκου αφαιρέθηκε ένα παχύ στρώμα αποτελούμενο από ερυθρό χώμα από αποσαθρωμένα τούβλα αναμεμειγμένο με διάφορα υλικά όπως κονιάματα και γύψινες πλάκες, πιθανόν από παρακείμενο κτήριο που κατεδαφίστηκε. Το υλικό χρονολογείται στην Κυπρο-Κλασική περίοδο ενώ το στρώμα φανερώνει κάποιο εκτεταμένο επεισόδιο επιχωμάτωσης, το οποίο θα έλαβε χώρα μεταξύ του τέλους της Κλασικής με αρχές της Ελληνιστικής περιόδου. Το παχύ αυτό στρώμα είχε σφραγίσει ένα άλλο, που ακολουθούσε την κατωφέρεια της γης προς τα νότια (εικ. 2). Το στρώμα αυτό περιείχε τμήματα γύψου, γύψινα πώματα αμφορέων, θραύσματα κεραμικής (κυρίως από εμπορικούς αμφορείς και από λεκάνες), και αντικείμενα σε δεύτερη χρήση (βάσεις με οπές, θραύσματα γεμισμένα με γύψο κ.ά.). Ο υποτιθέμενος ‘αποθέτης’ που περιείχε όστρακα αποτελούσε μέρος αυτού του στρώματος και είχε μια πιο γκρίζα και αμμώδη σύσταση. Βρέθηκαν κι άλλα όστρακα που μέχρι το τέλος των φετινών ερευνών έφτασαν τα 99 σε αριθμό (εικ. 3). Τα όστρακα αυτά ομοιάζουν με αυτά που βρέθηκαν κατά τις έρευνες του 2021: πρόκειται για σύντομα κείμενα γραμμένα με μαύρο μελάνι σε κεραμικά όστρακα και πιο σπάνια, σε λίθινα τμήματα. Διατηρούν την ίδια σειρά λέξεων ενώ περιλαμβάνουν και αριθμούς, γεγονός που υποδηλώνει οικονομικές πράξεις. Όλα τα όστρακα χρονολογούνται στην Κλασική περίοδο και συγκεκριμένα στον 4ο αι. π.Χ.
Τα πιο πάνω ευρήματα έχουν οδηγήσει τους ανασκαφείς σε σημαντικά συμπεράσματα. Συγκεκριμένα, είναι πλέον σε θέση να κατανοήσουν τις συνθήκες και το χαρακτήρα της συγκεκριμένης απόθεσης των οστράκων: φαίνεται ότι αυτά δεν είχαν απορριφθεί σε λάκκο όπως υπολογιζόταν προηγουμένως, ούτε και χρησιμοποιηθήκαν ως οικοδομικό υλικό για την κατασκευή δαπέδων (όπως στην περίπτωση του αρχαίου Ιδαλίου). Τα όστρακα αυτά φαίνεται ότι αποτελούσαν μέρος μιας κωνικού σχήματος συσσώρευσης απόρριψης υλικού σε έναν υπαίθριο χώρο μετά από μια καταστροφή ή μια φάση εκκαθάρισης του χώρου. Ποιο όμως ήταν το αρχικό πλαίσιο των αντικειμένων; Όπως έχει τονιστεί πιο πάνω, τα όστρακα βρέθηκαν σε ένα αμμώδες αρχαιολογικό στρώμα. Η επιφάνειά τους είναι ιδιαίτερα διαβρωμένη, σαν να βρίσκονταν βυθισμένα σε θαλασσινό νερό (εικ. 4). Μπορεί, συνεπώς, να υπολογιστεί ότι η συσσώρευση υλικού δημιουργήθηκε ως αποτέλεσμα βυθοκόρησης στη λεκάνη του κοντινού λιμανιού. Ένα άλλο σενάριο είναι επίσης πιθανό: στο στρώμα βρέθηκαν και μικροσκοπικά κομμάτια κρυστάλλινης σύστασης, ενώ το υλικό γενικότερα φαίνεται να προέρχεται από τη δραστηριότητα τεχνιτών/τεχνιτριών. Η διάβρωση που παρατηρείται στα όστρακα μπορεί, λοιπόν, να είναι αποτέλεσμα της χρήσης θειικών αλάτων αλουμινίου (alum salts). Γνωρίζουμε ότι τα άλατα αυτά χρησιμοποιούνταν κατά την αρχαιότητα, ιδιαίτερα μέσα στα πλαίσια της υφαντουργίας.
Αναμένεται ότι θα ολοκληρωθεί η ανασκαφή του στρώματος αυτού κατά την επόμενη ανασκαφική περίοδο, ούτως ώστε να εξεταστεί περαιτέρω η πιο πάνω υπόθεση.