«Η Λάρνακα του Πουρίνου»
Μια ιστορία του Χριστάκη Πουρίνου όπως τη μετέφερα στον βιβλίο μου «Η Λάρνακα του Πουρίνου». Ο Πουρίνος, ήταν απόφοιτος της Αμερικανικής Ακαδημίας, μιλούσε απταίστως την Αγγλική και ήταν από τους λίγους ανθρώπους της εποχής του με αστείρευτες γνώσεις της παγκόσμιας και ελληνικής ιστορίας. Το πηγαίο χιούμορ του όμως ήταν το μεγάλο του όπλο.
Οι όρνιθες, τα χρυσόψαρα και το καναρίνι του Πεππίνου.
Όταν ο Πεππίνος Πούρτζης θα ταξίδευε στο εξωτερικό για δουλειές, ανέθεσε την ευθύνη του σπιτιού στον Πουρίνο, που ως καλός φίλος, εργένης κι αυτός, τον φιλοξενούσε για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
«Σου αφήνω το σπίτι υπό την ευθύνη σου και τρία πράγματα να προσέχεις σαν τα μάτια σου: τα χρυσόψαρα, το καναρίνι και τις όρνιθες.
Πρόσεχε μην πάθουν τίποτε γιατί αλίμονό σου καημένε μου».
Ασυνήθιστος ο Πουρίνος σε τέτοιου είδους καθήκοντα αλλά και αφηρημένος καθώς ήταν, ξέχασε για αρκετές μέρες να ταΐσει τις όρνιθες.
Όταν το θυμήθηκε, ήταν αργά. Είχαν όλες ψοφήσει.
Θορυβημένος από το αποτέλεσμα της αφηρημάδας του, έτρεξε στην άλλη πλευρά του κήπου, εκεί όπου βρισκόταν η δεξαμενή με τα χρυσόψαρα. Βλέποντάς την ακάθαρτη, άνοιξε το “ρουπινέτο” για να φύγει το ακάθαρτο νερό, που όπως ήταν φυσικό παρέσυρε και τα χρυσόψαρα.
Στον Πεζοπορικό όπου σύχναζε ο Πουρίνος διηγήθηκε τα παθήματά του και στη δύσκολη θέση που βρισκόταν απέναντι στον φίλο του που του είχε δείξει τόση εμπιστοσύνη.
«Πρέπει το καναρίνι οπωσδήποτε να το σώσω», τους εξομολογήθηκε με σπαραγμό. Κάποιος τον συμβούλευσε: «Να το βγάζεις στον αέρα και να του βάζεις λίγο μαρούλι και νερό να μη ψοφήσει».
Την επόμενη μέρα πριν φύγει για τη δουλειά, έβγαλε το καναρίνι έξω στο μπαλκόνι βάζοντας του νερό και στο τέλι λίγο μαρούλι. Το βράδυ που επέστρεψε -ήταν Αύγουστος- βρήκε το πουλί ψοφισμένο, αφού είχε εκτεθεί όλη τη μέρα στη ζέστη του καλοκαιριού.
Απελπισμένος ο Πουρίνος, σκεφτόταν τι θα έλεγε στον Πεππίνο όταν θα επέστρεφε. Το πρωί της επόμενης μέρα, είδε έναν νεαρό που περνούσε έξω απ’ το σπίτι να κρατά ένα κλουβί μέσα στο οποίο στριφογύριζε ένας στρούθος. Τον ρώτησε αν τον πουλά. Ο νεαρός απάντησε καταφατικά και αφού τον παζάρεψε αγόρασε το κλουβί με τον στρούθο.
Όταν επέστρεψε, η πρώτη έγνοια του Πεππίνου ήταν να ρωτήσει τον φίλο του για τις όρνιθες, τα χρυσόψαρα και το καναρίνι.
«Όλα εντάξει;» τον ρώτησε.
«Καλά, δεν διάβασες στις εφημερίδες για το κακό που μας βρήκε;»
«Που να βρω ρε Χριστάκη κυπριακές εφημερίδες στο εξωτερικό».
«Πεππίνο μου» του λέει με ύφος λυπημένο. «Μας κτύπησε η πανώλη των πτηνών και ψόφησαν όλα τα πουλερικά μας».
Έκπληκτος γι’ αυτά που άκουε και ανήσυχος για τη συνέχεια, τον ρώτησε για τα χρυσόψαρα.
«Δυστυχώς» του απάντησε ο Πουρίνος, «τα έφαεν ο κάττος του γείτονα. Κάτι μακροβούτια ο άτιμος, δεν άφησε τίποτε.
«Και το καναρίνι μου;»
«Το καναρίνι είναι εντάξει, μην ανησυχείς», τον καθησύχασε. «Μόνο που… εμαύρισε».
«Εμαύρισε; Mα εν δυνατόν», ρώτησε με απόγνωση.
«Ε Πεππίνο μου, τόσες ώρες μεσ’ τον λάλλο, εμαύρισε, τι θα έκαμνε, εν θα μαύριζε;».
Πηγή: Σκαλιώτικες Αναδρομές