Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας εξέδωσε χθες Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου απόφαση με την οποία καλεί την Επιτροπή Σιτηρών κλήθηκε να πληρώσει χρηματικό ποσό ύψους 257 χιλιάδων ευρώ, πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα υπέρ εταιρείας σε υπόθεση που αφορά κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης της Επιτροπής Σιτηρών στην αγορά σιτηρών κατά τα έτη 2007 και 2008.
Σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου «οι ενάγοντες με την αγωγή αξιώνουν γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για τη ζημιά που έχουν υποστεί συνεπεία των πράξεων των εναγομένων (Επιτροπή Σιτηρών) οι οποίοι, καταχρώμενοι τη δεσπόζουσα θέση που είχαν στην αγορά σιτηρών, πωλούσαν κατά τα έτη 2007 και 2008, κριθάρι για κτηνοτροφικούς σκοπούς, κάτω του μέσου μεταβλητού κόστους. Αρχικά, με την Έκθεση Απαίτησης τους οι ενάγοντες αξίωναν ως ειδικές ζημιές το ποσό των €807.415 η αξίωση τους όμως περιορίστηκε στο στάδιο της ακρόασης στο ποσό των σε €431.245,62, πλέον νόμιμο τόκο».
Οι εναγόμενοι σημειώνεται στην απόφαση του Σώματος «αρνούνται ότι οι ενάγοντες έχουν υποστεί οποιαδήποτε ζημιά κατά τα έτη 2007 – 2008, που αποτελεί και την επίδικη περίοδο και ότι το ύψος της ζημιάς δεν είναι αυτό που αξιώνουν στην Έκθεση Απαίτησης τους».
Παραθέτοντας τα γεγονότα της υπόθεσης το Δικαστήριο αναφέρει ότι «οι ενάγοντες ασχολούνται από το 2002 με την εισαγωγή, διάθεση και εμπορία σε λιανική και χονδρική βάση, πρώτων υλών όπως είναι μεταξύ άλλων το σιτάρι και το κριθάρι, που χρησιμοποιούνται από τους κτηνοτρόφους για την παρασκευή ζωοτροφών. Τον Σεπτέμβριο του 2007 οι ενάγοντες υπέβαλαν καταγγελία στην Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού (ΕΠΑ) εναντίον των εναγομένων για παράβαση του Δικαίου του Ανταγωνισμού, με τη θέση πως οι εναγόμενοι κατά τα έτη 2007 – 2008 πωλούσαν το κριθάρι για κτηνοτροφική χρήση, σε πολύ χαμηλότερες τιμές από το κόστος εισαγωγής του στην Κύπρο».
Σημειώνεται επίσης ότι «οι εναγόμενοι είναι Οργανισμός Δημοσίου Δικαίου και έχει μεταξύ άλλων αρμοδιότητες για την εισαγωγή, αγορά, φύλαξη και διάθεση σιτηρών. Διατηρούσε μονοπώλιο στην αγορά εισαγωγής και εμπορίας όλων των ειδών σιτηρών μέχρι και το 2004. Όταν η Κυπριακή Δημοκρατία εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το μονοπώλιο καταργήθηκε και η αγορά των σιτηρών φιλελευθεροποιήθηκε».
Στην απόφαση του Δικαστηρίου αναφέρεται ακόμα ότι «η Επιτροπή Προστασίας Ανταγωνισμού εξέτασε την καταγγελία και κατέληξε ότι οι πράξεις των Εναγομένων αναφορικά με τις πωλήσεις κριθαριού κάτω του μέσου καταβλητέου κόστους, κατά τις περιόδους Οκτωβρίου – Δεκεμβρίου 2007, Ιανουαρίου – Ιουνίου 2008 και Οκτωβρίου – Δεκεμβρίου 2008, συνιστούσαν κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης που κατείχαν στην αγορά».
Οι εναγόμενοι, συνεχίζει η απόφαση «καταχράστηκαν τη δεσπόζουσα θέση τους εφαρμόζοντας πρακτική επιθετικής τιμολόγησης στην αγορά της εμπορίας κριθαριού για κτηνοτροφική χρήση. Η στοιχειοθέτηση της παράβασης βασίστηκε στην επιβολή τιμών χαμηλότερων από το αντίστοιχο μέσο μεταβλητό κόστος».
Το Δικαστήριο κλήθηκε να εξετάσει «κατά πόσο οι ενάγοντες έχουν υποστεί οποιαδήποτε ζημιά λόγω των ενεργειών των εναγομένων και σε περίπτωση που ικανοποιηθεί ότι όντως έχουν υποστεί ζημιά, το ύψος αυτής».
Ενώπιον του Δικαστηρίου, σημειώνεται στην απόφαση «κατατέθηκε μεγάλος αριθμός εγγράφων» τα οποία η Δικαστής κλήθηκε να εξετάσει, προσθέτοντας πως «η ποσοστικοποίηση της βλάβης σε υποθέσεις ανταγωνισμού, υπόκειται σε σημαντικούς περιορισμούς σε σχέση με το βαθμό βεβαιότητας. Η αγορά επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες που δεν είναι εύκολο να εκτιμηθούν με απόλυτη ακρίβεια και ως εκ τούτου η ζημιά υπολογίζεται κατά προσέγγιση».
Η Επαρχιακός Δικαστής στην απόφαση της αναφέρει ακόμα ότι με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «οι ενάγοντες έχουν υποστεί ζημιά από την πώληση του αποθέματος τους, σε τιμή κάτω του κόστους , συνολικού ύψους €257.716,11. Η οικονομική ζημιά που υπέστησαν οι ενάγοντες, ήταν απότοκο της επιθετικής τιμολόγησης που εφάρμοσαν οι εναγόμενοι κατά την επίδικη χρονική περίοδο, καταχρώμενοι τη δεσπόζουσα θέση που κατείχαν στην αγορά των σιτηρών».
Η Δικαστής εξέδωσε τελικά απόφαση υπέρ των εναγόντων και εναντίον των εναγομένων για το ποσό των €257.716,11, πλέον νόμιμο τόκο επί του συγκεκριμένου ποσού.