Το Ανώτατο απέρριψε έφεση κατά φυλάκισης πατέρα που δεν παρέδωσε τα παιδιά του στη μητέρα τους
Το Ανώτατο σε τριμελή σύνθεσή του απέρριψε πρόσφατα έφεση πατέρα εναντίον πρωτόδικης απόφασης για 45ήμερη ποινή φυλάκισης του για παρακοή διατάγματος σύμφωνα με το οποίο θα έπρεπε να παραδώσει τα δύο ανήλικα παιδιά του στην μητέρα τους, προβαίνοντας στη σύσταση προς τον πατέρα όπως «με δική του πρωτοβουλία και ευθύνη, αλλά και με την αρωγή κάθε αρμόδιου φορέα, να αντιληφθεί ότι το συμφέρον των παιδιών εξυπηρετείται από την ουσιαστική συμμετοχή και των δύο γονέων στην ανατροφή και τη φροντίδα τους».
Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης η εφεσίβλητη/αιτήτρια (μητέρα) είχε λάβει, στις 8.11.2018, τη φύλαξη και την φροντίδα των δύο ανήλικων τέκνων που απέκτησε με τον εφεσείοντα/καθ΄ ου η αίτηση (πατέρα), του Χ. και της Α., με προσωρινό διάταγμα, το οποίο αργότερα κατέστη απόλυτο (25.10.2019). Παρά το διάταγμα όμως, στις 22.3.2019, ο πατέρας παρέλαβε τα ανήλικα από το σχολείο χωρίς ποτέ να τα επιστρέψει. Τότε ήταν ηλικίας μόλις 7 σχεδόν χρονών η Α. και 8½ χρονών ο Χ. Έκτοτε, σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτοδίκου δικαστηρίου, τελούν υπό τον πλήρη έλεγχο του πατέρα τους.
Στις 5.6.2020 εκδόθηκε εκ συμφώνου συμπληρωματικό διάταγμα με το οποίο ορίστηκε ο τόπος και ο χρόνος «παράδοσης» των παιδιών στη μητέρα. Ως τόπος καθορίστηκε η οικία του πατέρα και ως χρόνος, ο χρόνος εντός τεσσάρων ημερών από της ημέρας επίδοσης του διατάγματος. Το διάταγμα, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε, επιδόθηκε στον πατέρα στις 11.6.2020, χωρίς όμως τα παιδιά να παραδοθούν, είτε εντός του καθορισθέντος χρόνου, είτε οποτεδήποτε μετά στη μητέρα. Ακολούθησε αίτηση παρακοής η οποία οδήγησε σε καταδίκη του πατέρα, σε άμεση φυλάκιση 45 ημερών. Εξ ου και η παρούσα έφεση με την οποία προσβάλλεται τόσο η έγκριση της αίτησης, όσο και η επιβληθείσα ποινή.
Στην απόφασή του το Ανώτατο αναφέρεται εκτενώς στην πρωτόδικη απόφαση με την οποία και συμφωνεί.
«Έκρινε γενικά το δικαστήριο ότι ο πατέρας προβάλλει προσχηματικά την άρνηση των παιδιών ως ασπίδα προστασίας, χωρίς επί της ουσίας να τεκμηριώνει τους ισχυρισμούς του, με δεδομένο ότι όσο αυξάνεται ο χρόνος αποκλεισμού της μητέρας από τη ζωή τους, τόσο αποξενώνονται από τη μητέρα τους με κίνδυνο τελικά να καταστεί, ως εκ των συνεπειών του χρόνου, τελείως ξένη για τα παιδιά της. Η όποια στιγμιαία προτροπή και οδηγία από πλευράς του την τελευταία στιγμή δεν είχε σημασία. Σημασία θα είχε να μην καλλιεργηθεί στα παιδιά η τόσο εχθρική στάση προς τη μητέρα τους», σημειώνεται.
Έκρινε επίσης, προστίθεται μεταξύ άλλων, «ότι ο πατέρας παρουσιάζει τον εαυτό του ως πρόθυμο και ως άτομο που ενεργεί με σκοπό τα παιδιά να παραδοθούν στη μητέρα όταν είναι μπροστά τρίτα πρόσωπα. Άλλη όμως ήταν η συμπεριφορά του όταν δεν άφηνε τη μητέρα να πλησιάσει στην οικία του, όταν είχε αλυσοδέσει το κάγκελο του σπιτιού του, όταν δεν απαντούσε στα μηνύματα της και γενικότερα όταν συμπεριφερόταν με τον τρόπο που του απέδωσε και παρέμεινε αναντίλεκτη, η μητέρα».
«Έχοντας αξιολογήσει ως άνω τα πράγματα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι ο πατέρας μεθοδευμένα, επί σκοπώ, συστηματικά και υπαίτια ενήργησε με τρόπο ώστε τα ανήλικα παιδιά να δημιουργήσουν αρνητικότατη εικόνα για τη μητέρα τους σε βαθμό που να τη θεωρούν εχθρό τους, διώκτη του πατέρα τους, πρόσωπο που επιδιώκει να τον φυλακίσει, με μόνο σκοπό να αποφύγει τις ευθύνες του που απορρέουν από το διάταγμα και την υποχρέωση του να παραδώσει τα παιδιά στη μητέρα τους», σημειώνεται.
«Γι’ αυτούς τους λόγους έκρινε τον πατέρα ένοχο ηθελημένης παρακοής του διατάγματος του δικαστηρίου ημερ. 5.6.2020 και τελικά του επέβαλε ποινή άμεσης φυλάκισης 45 ημερών», αναφέρεται ενώ σημειώνεται επίσης ότι το πρωτόδικο δικαστήριο «κατέληξε ορίζοντας ότι αν κατά τη διάρκεια της φυλάκισης του ο πατέρας μεριμνούσε ώστε να επιτευχθεί τελικά η συμμόρφωση, το δικαστήριο να ενημερωθεί αμέσως, υπονοώντας ασφαλώς ότι σε τέτοια περίπτωση θα διέτασσε την άμεση αποφυλάκιση του».
Σύμφωνα με το Ανώτατο, «οι κατάλληλοι τρόποι συμμόρφωσης προς το διάταγμα εν προκειμένω ήταν η δημιουργία τέτοιας κατάστασης μεταξύ των γονέων, σε ότι αφορά την στάση τους έναντι των μικρών παιδιών τους, ώστε να μπορούσαν τα παιδιά να τεθούν υπό τη φύλαξη και τη φροντίδα της μητέρας τους. Καίρια πρωτοβουλία και ιδιαίτερο βάρος σε αυτά τα πλαίσια είχε εκ των πραγμάτων ο πατέρας, ως το πρόσωπο με το οποίο ζουν τα παιδιά, ο οποίος μάλιστα στο περίγραμμα αγόρευσης της πλευράς του χαρακτηρίζεται ως, εν τοις πράγμασι, “ο μόνος γονέας που αυτά έχουν”».
Στις 5.6.2020 δέχθηκε εκ συμφώνου το συμπληρωματικό διάταγμα προς διασαφήνιση των όρων του διατάγματος χωρίς να τεθεί ζήτημα ασάφειας κατά τα λοιπά. Ήταν σαφής η υποχρέωση του για ενεργητική και ουσιαστική συμμόρφωση.
«Η ποινή φυλάκισης για τους λόγους στους οποίους αναφέρθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν αναπόφευκτη», αναφέρεται στην απόφαση του Ανωτάτου.
Δεν τίθεται, προστίθεται, «μόνο ζήτημα νομιμότητας, αλλά και προσπάθειας να εφαρμοστεί ένα διάταγμα δικαστηρίου το οποίο προϋποθέτει, κατά την έκδοση του, ότι το συμφέρον των παιδιών ήταν η φύλαξη και η φροντίδα τους να βρίσκεται στη μητέρα τους».
Εάν ο πατέρας διατηρεί διαφορετική άποψη, σημειώνεται, «θα έπρεπε να επιχειρήσει τη διαφοροποίηση της νόμιμης αυτής κατάστασης δια νομίμων μέσων».
«Αντ’ αυτού, έλαβε τον νόμο στα χέρια του, παραβίασε το διάταγμα και δημιούργησε μια απαράδεκτη κατάσταση. Η θέση ότι προσπάθησε και προσπαθεί προς την αντίθετη κατεύθυνση δεν έπεισε το πρωτόδικο δικαστήριο. Το γεγονός δε, ότι κατέστη «ο μόνος γονέας» των παιδιών τους δεν μπορεί να το επικαλείται ως λόγο για να μην του είχε επιβληθεί ποινή φυλάκισης», αποφαίνεται το Δικαστήριο.
Τούτο ακριβώς, επισημαίνεται, «ήταν το αποτέλεσμα των δικών του ενεργειών και της πλήρους αποξένωσης των παιδιών από τη μητέρα τους».
Το Ανώτατο εντοπίζει επίσης ότι «δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το δικαστήριο επιβάλλοντας ποινή άμεσης φυλάκισης είχε επίγνωση της δυσμενούς επίπτωσης στα παιδιά». Όμως, αναφέρει, «όσο δύσκολο και αν ήταν για τα ίδια τα παιδιά, θα έπρεπε πλέον να εξευρεθεί και να επιβληθεί εκείνος ο τρόπος που θα έπειθε τον πατέρα τους να προσπαθήσει πραγματικά ώστε το διάταγμα να εφαρμοστεί με τη δική τους συναντίληψη και συμφωνία».
«Οι προτροπές και οι συστάσεις ακόμα και δια στόματος Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν είχαν φέρει αποτέλεσμα. Αναφερόμαστε στην προτροπή και σύσταση, στην οποία δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση από τον ευπαίδευτο δικηγόρο του πατέρα, που έγινε από την αδελφή δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου στα πλαίσια της Πολιτικής Αίτησης Αρ. 2/20, Αίτηση (Γ) εκ μέρους και ως μητέρας των ανηλίκων (Α) και (Β), ημερ. 11.2.2020, με την οποία η μητέρα είχε ζητήσει την έκδοση εντάλματος habeas corpus ώστε να εξασφαλίσει την παράδοση των παιδιών στην ίδια σύμφωνα με το διάταγμα», συνεχίζει το Ανώτατο.
Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση, προέβη όμως στην ακόλουθη σύσταση, αναφέρεται, η οποία και παρατίθεται ως ακολούθως: «Εκείνο που χρειάζεται να γίνει, και όχι σε επίπεδο αυστηρά νομικό, είναι οι γονείς να προσπαθήσουν να βελτιώσουν τη μεταξύ τους σχέση ώστε να μπορέσουν να λειτουργήσουν υποστηρικτικά για τα παιδιά τους και με τη βοήθεια ειδικών να οικοδομήσουν σωστή επικοινωνία μη απορρίπτοντας ο ένας τον άλλο. Το τελευταίο, ας λειτουργήσει ως σύσταση και προτροπή του Δικαστηρίου προς τους διάδικους για το καλό των παιδιών τους».
«Η σύσταση αυτή αποτελούσε σαφή προειδοποίηση, ειδικά προς τον πατέρα ο οποίος, επαναλαμβάνουμε χάριν τονισμού, έχει τον απόλυτο έλεγχο των παιδιών. Όμως δεν αξιοποιήθηκε», σημειώνεται στην απόφαση του Ανωτάτου.
«Η ποινή φυλάκισης ήταν αναπόφευκτη και η μη αναστολή της εκτέλεσης της ενέπιπτε στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, στην οποία δεν βρίσκουμε λόγο να παρέμβουμε», προστίθεται.
Εκφράζεται επίσης η ευχή «η ποινή να λειτουργήσει ως αναγκαία προειδοποίηση, ώστε η δραματική αυτή κατάσταση να σταματήσει».
Παράλληλα σημειώνεται ότι «το πρωτόδικο δικαστήριο με την επιβολή ποινής είχε δώσει οδηγίες, όπως το έθεσε, προς τη Διευθύντρια του Τμήματος Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας «όπως παράσχει κάθε δυνατή βοήθεια ώστε τα ανήλικα να τεθούν υπό τη φύλαξη της μητέρας τους, καθώς επίσης και να παράσχει κάθε δυνατή βοήθεια αν τούτο κρίνει αναγκαίο κατά τη μετέπειτα συμβίωση τους, έως ότου η Διευθύντρια κρίνει ότι δεν είναι πλέον απαραίτητο».
«Θα πρέπει ο εφεσείων με δική του πρωτοβουλία και ευθύνη, αλλά και με την αρωγή κάθε αρμόδιου φορέα, να αντιληφθεί ότι το συμφέρον των παιδιών εξυπηρετείται από την ουσιαστική συμμετοχή και των δύο γονέων στην ανατροφή και τη φροντίδα τους», καταλήγει το Ανώτατο απορρίπτοντας την έφεση του πατέρα.