Εδώ και περίπου έναν χρόνο η ζωή και η καθημερινότητα όλων ανά το παγκόσμιο άλλαξε άρδην συνεπεία της πανδημίας του κορονοϊού, γνωστή ως COVID-19. Καθημερινά αναμένουμε με αγωνία να μάθουμε τι αποφάσισαν οι «ειδικοί» για το τι μέλλει γενέσθαι και πως θα διαμορφωθεί η επόμενη μέρα. Οι συνέπειες της πανδημίας στον κοινωνικοοικονομικό τομέα είναι καλά γνωστές στο ευρύ κοινό, αφού οι πλείστες επιχειρήσεις, κυρίως οι μικρομεσαίες με τα λιγοστά οικονομικά αποθέματα και μηδενικά έσοδα έχουν λυγίσει, καθιστώντας τους ιδιοκτήτες τους μάρτυρες της καταστροφής των όσων έχουν αποκτήσει μέχρι σήμερα με κόπο και μόχθο. Αν οι αρνητικές επιπτώσεις στις εν λόγω επιχειρήσεις είναι προϊόν των αποφάσεων των «ειδικών» και συγκεκριμένα των κυβερνητικών αξιωματούχων, μπορεί να απαντηθεί με ευκολία από τον γνωστό ποιητή Κωνσταντίνο Π. Καβάφη στο ποίημα του οι «Τρώες». Στο εν λόγω ποίημα ο Καβάφης παρουσιάζει τις δυσκολίες των ανθρώπων παρομοιάζοντας τις με τις προσπάθειες των Τρώων (“Είν’ η προσπάθειες μας, των συφοριασμένων, είν’ η προσπάθειες μας σαν των Τρώων’’) οι οποίες προσπάθειες πάντα διακόπτονται από απρόσμενες καταστάσεις ή/και αδυναμία προάσπισης τους (“Μα πάντα κάτι βγαίνει και μας σταματά. Ο Αχιλλεύς στην τάφρον εμπροστά μας βγαίνει και με φωνές μεγάλες μας τρομάζει”). Εν ολίγοις, οι προσπάθειες των ανθρώπων είναι καταδικασμένες, άνθρωποι οι οποίοι με βάση τον Καβάφη είναι αδύναμοι να διαχειριστούν τις μεγάλες κρίσεις και τα σημαντικά προβλήματα. Φυσικά, ο πλέον κατάλληλος κριτής για την ορθότητα των αποφάσεων των κυβερνητικών αξιωματούχων ήταν, είναι και θα είναι ο χρόνος.
Ωστόσο, όταν τίθεται θέμα καταστρατήγησης των μέχρι τώρα αδιαμφισβήτητα κατοχυρωμένων δικαιωμάτων του ανθρώπου από το Σύνταγμα και ταυτοχρόνως από τις Ευρωπαϊκές Συμβάσεις, είναι υποχρέωση του κάθε συνειδητοποιημένου λειτουργού του ύψιστου αγαθού της δικαιοσύνης, να τα προάγει και να τα υπερασπίζεται. Η επιβολή υποχρεωτικής διενέργειας διαγνωστικών εξετάσεων στους εργαζόμενους χωρίς την εμφάνιση οιωνδήποτε συμπτωμάτων του COVID-19, γεννά ποικίλα ερωτήματα αφού η εν λόγω υποχρέωση προκαλεί εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, σωρό παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πιθανή συζήτηση λίγους μήνες πριν, αναφορικά με την υποχρεωτική διενέργεια διαγνωστικών εξετάσεων στους εργαζομένους θα είχε θεωρητικό ενδιαφέρον. Ωστόσο, τα τελευταία γεγονότα και συγκεκριμένα το Διάταγμα ημερομηνίας 28ης Ιανουαρίου 2021 σχετικά με την υποχρεωτική δειγματοληπτική εξέταση,
δημιούργησε εντελώς διαφορετικές συνθήκες. Ως εκ τούτου, είναι υψίστης σημασίας να απαντηθούν τα εν λόγω ερωτήματα αναφορικά με την συνταγματικότητα της εν λόγω υποχρέωσης ή/και ως προς το κατά πόσον η ως άνω υποχρέωση παραβαίνει το γράμμα του Νόμου, του Συντάγματος και τις πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Σχετικό προς τούτου είναι μεταξύ άλλων οι πρόνοιες των Άρθρων 7, 8 και 15 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας τα οποία ωστόσο προνοούν περιπτώσεις είτε ρητές είτε σιωπηρές, που μπορεί να δικαιολογηθεί η παράβαση τους. Σχετικά επίσης είναι τα Άρθρα 2, 3 και 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου ως επίσης και το Άρθρο 35 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το άρθρο 7 του Συντάγματος προστατεύει το δικαίωμα της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας του κάθε ανθρώπου. Η πρόνοια του Άρθρου 7 καθιερώνει την υποχρέωση της Κυπριακής Δημοκρατίας να απέχει από πράξεις ή/και παραλείψεις οι οποίες προκαλούν θάνατο ή προσβάλουν ή/και επεμβαίνουν στην σωματική ακεραιότητα του ανθρώπου, ως επίσης και να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της σωματικής ακεραιότητας του ατόμου. Εξετάζοντας λοιπόν την επιβολή της υποχρεωτικής διενέργειας διαγνωστικών εξετάσεων στους εργαζόμενους υπό το πρίσμα του Άρθρου 7 του Συντάγματος το οποίο καθρεπτίζει τις πρόνοιες του Άρθρου 2 της ΕΣΔΑ, μπορεί να λεχθεί με βεβαιότητα ότι η εν λόγω υποχρέωση αποτελεί προσβολή της σωματικής ακεραιότητας του ατόμου. Η διάταξη του Άρθρου 7 του Συντάγματος αποκλείει την επέμβαση στο σώμα του ατόμου χωρίς τη συγκατάθεση του. Ως εκ τούτου η οποιαδήποτε επέμβαση του Κράτους ή/και των αρμόδιων οργάνων του δεν μπορεί να είναι επιτρεπτή. Υπό την έννοια αυτή, η τυχόν υποχρεωτική διενέργεια ιατρικής εξέτασης δεν μπορεί να δικαιολογηθεί. Ο χαρακτήρας του Άρθρου 7 του Συντάγματος και του Άρθρου 2 της ΕΣΔΑ δεν επιδέχεται καμία εξαίρεση πλην όσων ρητά αναφέρονται σε αυτά. Ως ανωτέρω αναφέρθηκε, τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ως αποφασίστηκε στην υπόθεση LCB v The United Kingdom, είναι υποχρεωμένα να διασφαλίσουν το δικαίωμα της ζωής και σωματικής ακεραιότητας όσων ατόμων βρίσκονται στην επικράτεια τους. Είναι ξεκάθαρο ότι η υποχρεωτική διενέργεια δειγματοληπτικής εξέτασης των εργαζομένων χωρίς την εμφάνιση οιωνδήποτε συμπτωμάτων καταστρατηγεί το δικαίωμα της σωματικής ακεραιότητας του ατόμου ως ορίζει το Άρθρο 7 του Συντάγματος.
Ωστόσο, ένα πιθανόν επιχείρημα το οποίο μπορεί να κληθεί για να αντικρούσει τα ως άνω είναι στο γεγονός ότι η υποχρεωτική διενέργεια διαγνωστικής εξέτασης και ο τρόπος διεξαγωγής της
δεν επεμβαίνει άμεσα στην σωματική ακεραιότητα του ατόμου και ταυτοχρόνως δεν υπάρχει παραβίαση του δικαιώματος που θεσπίζει το Άρθρο 7(δηλαδή το σώμα του ατόμου δεν αλλοιώνεται ή/και δεν φθείρεται και κυρίως δεν απειλείται η ζωή του ατόμου). Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση η κατ’ ισχυρισμό μη παραβίαση του Άρθρου 7 του Συντάγματος, αντικρούεται από την μέχρι τώρα Νομολογία η οποία προνοεί ότι οι περιπτώσεις που αφορούν την προσβολή της σωματικής ή/και ψυχικής ακεραιότητας του ατόμου και δεν εμπίπτουν στο Άρθρο 7, διασφαλίζονται από το Άρθρο 8 του Συντάγματος, Άρθρο το οποίο απαγορεύει κατά τρόπο απόλυτο την απάνθρωπη ή/και τα βασανιστήρια ή/και ταπεινωτική τιμωρία ή/και μεταχείριση του ατόμου. Στην υπόθεση Budina v Russia, το ΕΔΑΔ αποφάσισε ότι η οποιαδήποτε απόφαση του κράτους η οποία εξευτελίζει ή υποβιβάζει ένα άτομο ή μειώνει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια του και προκαλεί συναίσθημα φόβου, αγωνίας και κατωτερότητας αντιβαίνει τις πρόνοιες του Άρθρου 3 της ΕΣΔΑ και ταυτοχρόνως εμπίπτει στην απαγόρευση του Άρθρου 8 του Συντάγματος. Ως εκ τούτου, η υποχρεωτική δειγματοληπτική εξέταση των εργαζομένων, σύμφωνα και με τα ως άνω μπορεί να θεωρηθεί ως αντισυνταγματική υπό το πρίσμα του Άρθρου 8 του Συντάγματος.
Περαιτέρω και όσον αφορά την ιδιωτική ζωή του ατόμου, δικαίωμα το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 15 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας διασφαλίζει την αποχή του Κράτους από επιβολή οιωνδήποτε περιορισμών όσον αφορά την ψυχο-σωματική ύπαρξη, ανάπτυξη και δράση του ανθρώπου. Το Δικαίωμα αυτό αποτελεί υψίστης σημασίας αφού τυχόν περιορισμός του θα έχει ως αποτέλεσμα την αποτροπή του ατόμου από το να διαμορφώσει την προσωπική του ταυτότητα. Το Δικαίωμα αυτό κατοχυρώνεται επίσης από το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το οποίο αποτελεί μια από τις πλέον πολύμορφες εγγυήσεις. Απόφαση σταθμός αναφορικά με το Άρθρο 15 του Συντάγματος και του Άρθρου 8 της ΕΣΔΑ αντίστοιχα είναι η X και Υ εναντίον Ολλανδίας όπου το ΕΔΑΔ έκρινε ότι τα κράτη μέλη πέραν της αρνητικής υποχρέωσης που έχουν να απέχουν από οιεσδήποτε ενέργειες οι οποίες επεμβαίνουν στην προσωπική ζωή του ατόμου, τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν μέτρα με σκοπό να διασφαλίζεται ο σεβασμός της ιδιωτικής ζωής. Σχετική είναι και η υπόθεσης Police v Georghiades (1983) όπου το Δικαστήριο έκρινε το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή ως θεμελιώδες για την ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου. Περαιτέρω, σχετική με την υποχρέωση της δειγματοληπτικής εξέτασης είναι η απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση X. v Finland, στη οποία το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε ότι η ιατρική επέμβαση χωρίς τη συγκατάθεση του ασθενούς αντιβαίνει το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής.
Συνοψίζοντας, είναι βέβαιο σύμφωνα πάντοτε με τις ερμηνείες που δόθηκαν από το ΕΔΑΔ ότι η επιβολή υποχρεωτικής διενέργειας διαγνωστικής εξέτασης στους εργαζομένους καταστρατηγεί το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής του ατόμου. Το εν λόγω δικαίωμα διαμορφώνει τη ζωή του ατόμου, σύμφωνα με τις κλίσεις, τις ικανότητες και τις αντιλήψεις του και η οποιαδήποτε ενέργεια του κράτους να επιβληθεί ή/και να επέμβει στο εν λόγω δικαίωμα οδηγεί στη δημιουργία ενός ενιαίου τύπου προσωπικότητας, γεγονός αθέμιτο. Ωστόσο, ως έχει αναφερθεί ανωτέρω, το Άρθρο 15 του Συντάγματος, δεν είναι απόλυτο και πιθανόν να υποστεί περιορισμούς όπου αυτοί μπορούν να δικαιολογηθούν και όταν αυτό θεωρηθεί αναγκαίο για τη διασφάλιση της δημόσιας υγείας.
Πέραν των όσων έχουν αναλυθεί ανωτέρω αναφορικά με τα ατομικά δικαιώματα του ανθρώπου τα οποία κατοχυρώνονται τόσο από το Σύνταγμα όσο και από τις Ευρωπαϊκές Συμβάσεις, επίσης βασικό και σημαντικό είναι το δικαίωμα του κάθε ανθρώπου για πρόσβαση στην πρόληψη και στην ιατρική περίθαλψη το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 35 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με την υπόθεση Calvelli and Ciglio v Italy, τα κράτη μέλη έχουν ως υποχρέωση να λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα πρόληψης για αποφυγή τυχόν προσβολής της σωματικής ακεραιότητας του ατόμου. Περαιτέρω, όπως είχε λεχθεί στην υπόθεση Cyprus v Turkey, τυχόν παράληψη του κράτους να παρέχει ένα επαρκές σύστημα υγείας που να διασφαλίζει το δικαίωμα της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας του ατόμου τίθεται ζήτημα παραβίασης του Άρθρου 2 της ΕΣΔΑ. Ως εκ τούτου, η υποχρεωτική διενέργεια διαγνωστικής εξέτασης πιθανόν να αιτιολογηθεί στη βάση της δημοσίας υγείας, δικαίωμα υψίστης σημασίας.
Κλείνοντας, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η οποιαδήποτε αδικαιολόγητη ή υπέρμετρη επέμβαση στη σωματική ακεραιότητα ή και ιδιωτική ζωή του ατόμου καταστρατηγεί τα καλά κατοχυρωμένα δικαιώματα του ατόμου από το Σύνταγμα. Η επιβολή υποχρεωτικής διενέργειας διαγνωστικών εξετάσεων στους εργαζόμενους για τυχόν προσβολή τους στον ιό COVID-19 χωρίς την προηγούμενη εμφάνιση οιωνδήποτε συμπτωμάτων αντιβαίνει το γράμμα του Νόμου, αφού θα μπορούσαν να ληφθούν λιγότερο επιβλαβή μέτρα ως προς την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου προτού υποβληθεί κάποιος σε εξέταση.
Η επιβληθείσα προϋπόθεση στους εργαζομένους, με βάσει των όσων έχουν αναλυθεί πιο πάνω και με αναφορά στη νομολογία που προκύπτει από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όχι μόνο προκαλεί σειρά παραβιάσεων αλλά και πιθανή παράλειψη της εν λόγω υποχρέωσης θα μπορούσε να επιφέρει και την επιβολή του σχετικού προστίμου. Ωστόσο σε καμία
περίπτωση δεν πρέπει να παραγνωρίζετε η προστασία της δημόσιας υγείας και του δημοσίου συμφέροντος.
ΑΝΔΡΕΑΣ Α. ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ
Δικηγόρος &
Λέκτορας Νομικής Alexander College
Πηγές:
· Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου
· Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας
· ECtHR, Budina v Russia, No 45603/05
· ECtHR, LCB v the United Kingdom, No. 234113/94, 09/06/1998
· ΕCtHR, Cyprus v Turkey, No. 25781/94, 10/05/2001
· ΕΔΔΑ, X και Y κ. Ολλανδίας, 26.3.1985
· ΕΔΔΑ, Χ. v. Finland, 34806/2007
· Police v Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33