Αλλαγές σε ποινές για σεξουαλική κακοποίηση παιδιών αποφάσισε το Ανώτατο
Σε τρία χρόνια από την αρχική των 10 μηνών αύξησε το Ανώτατο, σε τριμελή σύνθεσή του, την ποινή που είχε επιβληθεί πρωτόδικα σε καταδικασθέντα για την σεξουαλική κακοποίηση παιδιού, ενώ σε άλλη, μείωσε την ποινή που είχε επιβληθεί από τα 7 στα 5 χρόνια.
Η πρώτη υπόθεση είχε εκδικασθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού αλλά είχε καταχωρηθεί έφεση από τη Δημοκρατία γιατί είχε θεωρηθεί ότι η ποινή που επιβλήθηκε ήταν «έκδηλα ανεπαρκής».
Η παραπονουμένη ήταν, τότε, δεκατριάμισι χρονών και διέμενε με τον πατέρα της σε άλλη διεύθυνση ενώ την κακοποίηση είχε διαπράξει ο σύντροφος της μητέρας της ο οποίος και συζούσε μαζί της.
Το Ανώτατο, αφού παραθέτει την ισχύουσα νομοθεσία, προηγούμενη νομολογία του, αλλά και την πρακτική που ακολουθείται στο Ηνωμένο Βασίλειο στο συγκεκριμένο τομέα, στην απόφασή του αναφέρει ότι «στην παρούσα υπόθεση, ουδόλως, δικαιολογείτο, στη βάση μόνο των πιο πάνω παραγόντων, η επιβληθείσα στον εφεσίβλητο ποινή των δέκα μηνών».
«Ο κατ’ επανάληψη εκφρασθείς αποτροπιασμός του Δικαστηρίου, δεδομένης της σοβαρότητας, όπως, ορθώς, το ίδιο διαπίστωσε, των αδικημάτων που αυτός διέπραξε και των περιστάσεών τους, σαφώς, δεν επέτρεπε την επιβολή της, ως άνω, ποινής. Αυτή, αντικειμενικά κρινόμενη, υπό το φως και της σχετικής νομολογίας, όπως θα εξηγηθεί στη συνέχεια, αναμφίβολα, είναι ανεπαρκής, μη δυναμένη να επιτελέσει το σκοπό που επιτάσσουν οι προαναφερθείσες αρχές, και, ως εκ τούτου, δικαιολογείται η παρέμβαση του Εφετείου», σημειώνεται.
«Στην παρούσα υπόθεση, στους επιβαρυντικούς, συγκαταλέγονται η μεγάλη διαφορά ηλικίας μεταξύ του εφεσίβλητου και της παραπονουμένης, το γεγονός ότι ο πρώτος ενήργησε κατά παράβαση “σχέσης εμπιστοσύνης” προς την τελευταία και το ότι οι επιλήψιμες πράξεις έλαβαν χώρα στο σπίτι της μητέρας της παραπονουμένης», αναφέρεται.
Ως ελαφρυντικοί παράγοντες, προστίθεται, «εκτιμώνται η παραδοχή του εφεσίβλητου, με τη σημασία που της έχει ήδη αποδοθεί, και το λευκό ποινικό του μητρώο». Άλλες προσωπικές περιστάσεις που αναφέρθηκαν από τον συνήγορο υπεράσπισης του καταδικασθέντα κρίθηκε ότι δεν έχουν καταδειχθεί η σοβαρότητα και οι πραγματικές συνέπειές τους, ειδικά, σε ό,τι αφορά τον ίδιο και θεωρήθηκαν ως ουδέτερης σημασίας.
«Καταλήγοντας, κρίνεται ότι οι επιβληθείσες στον εφεσίβλητο ποινές φυλάκισης των δέκα μηνών, με βάση τις πιο πάνω διαπιστώσεις, είναι ανεπαρκείς και αυξάνονται σε τρία χρόνια σε κάθε κατηγορία. Διατάσσεται δε αυτές να συντρέχουν», αναφέρει το Ανώτατο στην απόφασή του.
Στη δεύτερη απόφασή του της ίδιας ημερομηνίας και με την ίδια σύνθεση, το Ανώτατο μείωσε την ποινή που είχε επιβληθεί σε καταδικασθέντα για την σεξουαλική κακοποίηση παιδιού από τα 7 στα 5 χρόνια φυλάκιση.
Η έφεση αφορούσε επίσης υπόθεση σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού, συγκεκριμένα, ενός κοριτσιού ηλικίας δεκατριών ετών, από τον πατέρα της.
Πρωτόδικα την υπόθεση είχε εκδικάσει το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας με τον καταδικασθέντα να υποβάλει έφεση προβάλλοντας την θέση ότι η ποινή φυλάκισης των επτά ετών που του επιβλήθηκε είναι «έκδηλα υπερβολική».
Το Ανώτατο παραθέτει, μεταξύ άλλων, στην απόφασή του δύο προηγούμενες αποφάσεις κατ’ έφεση οι οποίες αφορούσαν περιστατικά παρόμοιας φύσης με αυτά της υπόθεσης και επιβλήθηκαν ποινές δυόμισι και τριών ετών αντίστοιχα, σημειώνοντας ότι σε σύγκριση με αυτές διαπιστώνεται «η υπέρμετρη αυστηρότητα των ποινών που επέβαλε το Κακουργιοδικείο, στην προκειμένη περίπτωση».
Το Εφετείο, συνεχίζει η απόφαση του Ανωτάτου, «είχε λάβει σοβαρά υπόψη στις εν λόγω υποθέσεις ότι οι εφεσείοντες είχαν, εξαρχής, παραδεχτεί τις εναντίον τους κατηγορίες. Συνεπεία τούτου, το θύμα, στην κάθε μια, δεν υποχρεώθηκε να επαναλάβει, κατά τη δίκη, την εμπειρία της κακοποίησης που αυτό είχε υποστεί».
Επιπρόσθετα, όσον αφορά την παρούσα υπόθεση, σημειώνεται, επίσης, «το γεγονός πως το Κακουργοδικείο ουδόλως αναφέρθηκε στη δυσμενή επίδραση που η μακρά φυλάκιση του εφεσείοντος τυχόν να έχει στα δύο ανήλικα αγόρια του».
«Με την ευκαιρία αυτή, επισημαίνεται πως η ορθή παρακολούθηση της νομολογίας, από το δικαστήριο, στην περίπτωση καθορισμού μιας ποινής, καταδεικνύει την αντικειμενικότητα της επιλογής του. Συγχρόνως, ενισχύει τη δυνατότητά του να λάβει υπόψη, ως το καθήκον του επιβάλλει,
και να αναδείξει και οποιοδήποτε άλλο παράγοντα ή στοιχείο υπάρχει, σχετικά», αναφέρεται στην απόφαση του Ανωτάτου.
«Υπό το πρίσμα, λοιπόν, των ως άνω διαπιστώσεων, κρίνεται ότι, στην παρούσα υπόθεση, δικαιολογείται η παρέμβαση του Εφετείου, προς μείωση των ποινών φυλάκισης που το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον εφεσείοντα στις κατηγορίες 1 και 4. Σε αντικατάστασή τους, επιβάλλεται ποινή φυλάκισης πέντε ετών, σε κάθε κατηγορία, ποινές οι οποίες να συντρέχουν, όπως η σχετική διαταγή του Κακουργιοδικείου», καταλήγει η απόφαση.