Ανησυχεί η Ζέτα για απολύσεις και ανεργία
Αυστηρό έλεγχο για όλα τα δεδομένα κάθε αίτησης πλεονασμού, που θα κατατεθεί το επόμενο διάστημα, υπόσχεται η υπουργός Εργασίας, ώστε να αποφευχθούν περιπτώσεις κατάχρησης του θεσμού από εργοδότες που θέλουν να μειώσουν το κόστος προσωπικού, απολύοντας σε αυτή τη συγκυρία υψηλόμισθους και προσλαμβάνοντας χαμηλόμισθους.
Ωστόσο, αντιλαμβάνεται και η ίδια ότι, σε τελική ανάλυση, όπου υπάρχουν διιστάμενες θέσεις μεταξύ εργοδοτών/εργαζομένων και Ταμείου Πλεονασμού τις αποφάσεις θα λάβει το δικαστήριο.
Μιλώντας χθες στο Πρωινό Δρομολόγιο, του Τρίτου, και αναφερόμενη στις αντιδράσεις εργοδοτών για τις προειδοποιήσεις της ότι τις αποζημιώσεις για απολυθέντες εργαζόμενους θα τις καταβάλουν οι ίδιοι οι εργοδότες, καθώς η παροδική μείωση του κύκλου εργασιών στη διάρκεια της πανδημίας δεν μπορεί, κατά την άποψή της, να θεωρηθεί πλεονασμός, η Ζέτα Αιμιλιανίδου εμφανίστηκε ενήμερη για κινήσεις κάποιων εργοδοτών να προβούν σε μαζικές απολύσεις/πλεονασμούς και στη συνέχεια να καλύψουν τις ανάγκες με φθηνότερο προσωπικό.
«Είναι κάπως παράδοξο», είπε η υπουργός, «να έχουμε πληρώσει 600 με 700 εκατ. ευρώ από τον Μάρτιο έως σήμερα για να στηρίξουμε τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους και αίφνης να προκύπτουν τον Οκτώβριο μαζικές απολύσεις. Τόνισε ότι είναι πάρα πολύ σημαντική, για το κράτος, η συνέχιση της συγκράτησης της ανεργίας, για να μην επιστρέψουμε σε ποσοστά 16-17% που είχαμε το 2013. Σε αυτό το πλαίσιο, είπε πως οι πλεονασμοί θα εξετάζονται με πολύ αυστηρά κριτήρια, υπό το φως αρκετών καταγγελιών, που υποβλήθηκαν στο Υπουργείο Εργασίας, για πρόθεση κατάχρησης του θεσμού και για μαζικές απολύσεις.
Από την άλλη, πολλοί εργοδότες υποστηρίζουν ότι οι 8 μήνες που κρατά η πανδημία, με μείωση της κατανάλωσης και με αρνητικό πληθωρισμό δεν μπορεί να θεωρείται από το Υπουργείο Εργασίας σαν παροδική μείωση του κύκλου εργασιών επιχειρήσεων. Ακόμα πιο έντονα εκφράζονται εργοδότες σε επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν πρόβλημα μείωσης εργασιών πολύ πριν την εμφάνιση του νέου κορωνοϊού.
Πόσα πληρώνουμε ετησίως
Από τα επίσημα στοιχεία που λάβαμε από το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, προκύπτει ότι μετά από την τριετία 2012-14, όταν είχαν εκτοξευτεί τα ποσά που πλήρωσε το Ταμείο Πλεονασμού για απολύσεις εργαζομένων, υπήρξε σταδιακή μείωση των αποζημιώσεων τα επόμενα χρόνια, με αποκορύφωμα το 2018, όταν είχαν πληρωθεί για πλεονασμούς σχεδόν 17,5 εκατ. ευρώ. Το 2019 είχαν πληρωθεί από το Ταμείο Πλεονασμού 20 εκατ. ευρώ, ποσό που θεωρείται «μικρό», αν λάβει κανείς υπόψη ότι το 2012 πληρώθηκαν 54,5 εκατ. ευρώ, το 2013 πληρώθηκαν 88,5 εκατ. και το 2014, 99,5 εκατ. Οι αποζημιώσεις που καταβλήθηκαν την τριετία της μεγάλης οικονομικής κρίσης ήταν τα μεγαλύτερα που δόθηκαν ως πλεονασμοί από το 1995, κάτι που αποτελεί σαφή ένδειξη για το εύρος της οικονομικής κρίσης που αντιμετώπισε η χώρα.
Μετά το 2014 και καθώς η οικονομία έμπαινε σε φάση σταθεροποίησης και ανάπτυξης, το κόστος των πλεονασμών έπεσε το 2015 στα 50 εκατ., ανέβηκε προσωρινά στα 52 εκατ. το 2016 και έπεσε κατακόρυφα το 2017, το 2018 και το 2019, στα 28, 17,5 και 20 εκατ. ευρώ αντίστοιχα.
Σημαντικό απόθεμα
Με βάση τα επίσημα στοιχεία, δεν είναι πρόσφορο να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα ως προς το ποσοστό των αιτήσεων αποζημίωσης από το Ταμείο Πλεονασμού που εγκρίνονται ή απορρίπτονται κάθε χρόνο από τον συνολικό αριθμό αιτήσεων που παραλαμβάνονται ετησίως. Προκύπτει ωστόσο ότι, με εξαίρεση την τριετία 2012-14, τα υπόλοιπα χρόνια, από το 1995 έως και το 2019, ο αριθμός των αιτήσεων για αποζημίωση πλεονασμού κυμαινόταν στις περισσότερες περιπτώσεις μεταξύ 2,000 και 3,000 τον χρόνο. Από το 2009, ωστόσο, παρατηρήθηκε αύξηση των αιτήσεων για πλεονασμό, καθώς από τις 2,577 αιτήσεις το 2008, ανέβηκαν το 2009 στις 5,177, το 2010 στις 5,491, το 2011 στις 7,426, το 2012 στις 9,860, το 2013 στις 13,592 και ακολούθως άρχισε η μείωση των αιτήσεων, με 6,846 το 2014, 5,123 το 2015, 3,779 το 2016 και 2,647 το 2017.
Από τα ίδια στοιχεία προκύπτει επίσης ότι οι ετήσιες εισφορές των εργοδοτών στο Ταμείο Πλεονασμού κυμαίνονται από 73 έως 85 εκατ. ευρώ τον χρόνο, ενώ οι πληρωμές αποζημιώσεων τα τελευταία 8-9 χρόνια κυμαίνονταν από 27 έως 100 εκατ. ευρώ. Συγκεκριμένα, μόνο το 2013 και 2014 οι εισφορές ήταν μικρότερες από τις αποζημιώσεις.
Αυτός είναι ο λόγος που έχουν δημιουργηθεί σημαντικά αποθεματικά στο Ταμείο Πλεονασμού: Το 2017 το αποθεματικό ήταν σχεδόν 390 εκατ. ευρώ, έναντι 329 εκατ. το 2014 και 341 εκατ. το 2010.
Το μέσο ποσό αποζημίωσης για κάθε αιτητή ήταν 9,045 ευρώ το 2018 και 10,073 το 2019.
Για το 2020 το μέγιστο ποσό που μπορεί να πληρωθεί ως αποζημίωση από το Ταμείο Πλεονασμού είναι 53,121 ευρώ.
Εισφέρουν 1,2% στο Ταμείο Πλεονασμού, μόνο οι εργοδότες
Πρέπει να σημειωθεί ότι στο Ταμείο Πλεονασμού εισφέρουν μόνο οι εργοδότες, περιλαμβανομένου του κράτους, υπό την ιδιότητα του εργοδότη. Συγκεκριμένα, οι εργοδότες καταβάλλουν σε μηνιαία βάση το 1,2% του μισθού των εργοδοτουμένων τους. Το ίδιο πράττει και το κράτος, για τους δικούς του εργοδοτούμενους, παρ’ ότι στην πλειοψηφία τους καλύπτονται από τη μονιμότητα στον δημόσιο τομέα. Ούτε οι εργαζόμενοι καταβάλλουν ποσοστό επί του μισθού τους στο Ταμείο Πλεονασμού, ούτε το κράτος πληρώνει οποιοδήποτε ποσό για εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα.
Όπως μας αναφέρθηκε από στέλεχος εργοδοτικού συνδέσμου, στην ουσία το Ταμείο Πλεονασμού δημιουργήθηκε ως ένα ταμείο που θα το χρηματοδοτούσαν μηνιαία οι εργοδότες, ώστε αυτό να τους σταθεί αλληλέγγυο στην πορεία, όταν εργοδότες θα αποφάσιζαν απολύσεις προσωπικού και θα έπρεπε να τους αποζημιώσουν με ίδια κεφάλαια. Στην πορεία, για να αποφευχθούν καταχρήσεις, τέθηκαν αρκετά κριτήρια για να διασφαλιστεί ότι οι απολύσεις για τις οποίες διεκδικούνταν αποζημιώσεις από το Ταμείο Πλεονασμού οφείλονταν όντως σε πλεονασμό. Ωστόσο, υπάρχουν πολλές περιπτώσεις κατάχρησης του θεσμού, μικρός αριθμός των οποίων μπορεί να αποκαλυφθούν στο δικαστήριο, το οποίο σε κάποιες περιπτώσεις ακύρωση απόφαση αποζημίωσης λόγω πλεονασμού, αλλά κάποιες άλλες ακύρωσε απόφαση του Ταμείου πλεονασμού να μην αποζημιώσει απολυθέντα εργοδοτούμενο.
Πότε ο εργοδοτούμενος είναι πλεονάζον προσωπικό
Σύμφωνα με το άρθρο 18 του νόμου περί τερματισμού της απασχόλησης, ένας εργοδοτούμενος είναι πλεονάζον προσωπικό όταν απολυθεί:
(α) διότι ο εργοδότης σταμάτησε ή προτίθεται να σταματήσει να λειτουργεί την επιχείρηση στην οποία ο εργοδοτούμενος απασχολείται ή
(β) διότι ο εργοδότης έπαυσε ή προτίθεται να παύσει να λειτουργεί την επιχείρηση στον τόπο όπου ο εργοδοτούμενος απασχολείται (σ.σ. αναλόγως του νέου χώρου της εργασίας. Είναι δυνατό το δικαστήριο να κρίνει ότι παρά την αλλαγή χώρου εργασίας, ο εργοδοτούμενος δύναται να συνεχίσει να εργάζεται).
(γ) ένεκα οποιουδήποτε από τους ακόλουθους λόγους που σχετίζονται με τη λειτουργία της επιχείρησης:
(i) εκσυγχρονισμός, εκμηχάνιση ή οποιαδήποτε άλλη αλλαγή στις μεθόδους παραγωγής ή οργάνωσης, η οποία ελαττώνει τον αριθμόν του αναγκαίου προσωπικού·
(ii) αλλαγές στα προϊόντα ή στις μεθόδους παραγωγής ή στις αναγκαίες ειδικότητες των εργοδοτουμένων·
(iii) κατάργηση τμημάτων·
(iv) δυσκολίες στην τοποθέτηση προϊόντων στην αγορά ή εμφάνιση πιστωτικών δυσκολιών·
(ν) έλλειψη παραγγελιών ή δυσκολία εξασφάλισης πρώτων υλών·
(vi) δυσκολία εξεύρεσης μέσων παραγωγής· και
(vii) περιορισμός του όγκου της εργασίας ή της επιχείρησης.
Πηγή: Philenews