Παν. Κύπρου: Αποκωδικοποιεί το εμπόριο στη Μεσόγειο π.Χ.
Μία ακόμη επιτυχία καταγράφει στο ενεργητικό του το Πανεπιστήμιο Κύπρου. Αυτή τη φορά, πρόκειται για μία σημαντική ερευνητική χορηγία που εξασφάλισε η δρ Άρτεμις Γεωργίου, του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής και συγκεκριμένα από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Έρευνας (ERC-Starting Grants) για την καινοτόμο πρόταση της γύρω από τη μελέτη των επαφών της Κύπρου με τις πολιτείες της Ανατολικής Μεσογείου κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού και Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (περίοδος 1600-750 π.Χ.). Η χρηματοδότηση είναι ύψους 1,25 εκατ. ευρώ.
Το έργο επιλέγηκε μέσα από την πλέον ανταγωνιστική διαδικασία επιλογής σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Πρόκειται για το πέμπτο ERC Starting Grant που εξασφαλίζει το Πανεπιστήμιο Κύπρου και το πρώτο στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας και τη Φιλοσοφική Σχολή.
Η πρόταση της δρος Γεωργίου με το ακρώνυμο «ComPAS» έχει ορίζοντα υλοποίησης τα πέντε χρόνια. Ο τίτλος του προγράμματος είναι «Commercial Patterns Across the Sea: The interdisciplinary study of Maritime Transport Containers from Cyprus and the elucidation of Mediterranean connectivity during the Late Bronze Age-Early Iron Age». Μέσα από το πρόγραμμα αυτό θα εργοδοτηθούν οκτώ νέοι ερευνητές και διδακτορικοί φοιτητές. Το έργο αποσκοπεί στην αποσαφήνιση των θαλάσσιων εμπορικών δικτύων και των επαφών που διατηρούσαν οι λαοί της Ανατολικής Μεσογείου κατά τη 2η και 1η χιλιετία π.Χ. Συγκεκριμένα, η ερευνητική ομάδα θα μελετήσει μεταγωγικούς αμφορείς που κατασκευάστηκαν στη Συρο-Παλαιστινιακή ακτή, την Αίγυπτο και το Αιγαίο και οι οποίοι είχαν εισαχθεί κατά την αρχαιότητα στην Κύπρο. Μέσα από μια σειρά διεπιστημονικών αναλύσεων και την εφαρμογή σύγχρονων μεθοδολογικών προσεγγίσεων για τη μελέτη των αρχαιολογικών καταλοίπων, η προτεινόμενη έρευνα σκοπεύει να απαντήσει σε καίρια ερωτήματα όπως ποια ήταν η προέλευση των μεταγωγικών αγγείων που αποτέθηκαν στα αρχαιολογικά στρώματα της Κύπρου, τι περιείχαν, πώς κατασκευάζονταν και ποιος ήταν ο ρόλος των επιγραφών που τα συνοδεύουν.
Όπως τονίζει η δρ Γεωργίου «με την υλοποίηση της προτεινόμενης διεπιστημονικής έρευνας, θα μάθουμε περισσότερα για τις εμπορικές επαφές των αρχαίων Κυπρίων με τους λαούς της Συρο-Παλαιστίνης, της Αιγύπτου και του Αιγαίου, αλλά και για τους μηχανισμούς ελέγχου της παραγωγής, της μεταφοράς και της κατανάλωσης των μεταγωγικών αμφορέων και των προϊόντων που περιείχαν. Απώτερος στόχος του ερευνητικού προγράμματος «ComPAS» είναι η αποσαφήνιση του περίπλοκου χαρακτήρα του εμπορίου στη Μεσόγειο της 2ης και 1ης χιλιετίας π.Χ. και η ανάδειξη του κεντρικού ρόλου που κατείχε η Κύπρος στα δίκτυα των επαφών με άλλες πολιτείες».
Η ερευνητική χορηγία ERC Starting Grant παρέχει μακροχρόνια χρηματοδότηση στους επιφανέστερους επιστήμονες σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, για να ακολουθήσουν φιλόδοξες, πρωτοποριακές και μη-συμβατικές ερευνητικές κατευθύνσεις. Κύριος στόχος των χορηγιών αυτών είναι να ενθαρρύνει και να υποστηρίξει την επιστημονική αριστεία των καλύτερων και πιο δημιουργικών ερευνητών της Ευρώπης, με ερευνητική εμπειρία δύο έως επτά χρόνων μετά την απόκτηση του διδακτορικού τους τίτλου, με στόχο την περαιτέρω ανάπτυξη της έρευνάς τους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το Πανεπιστήμιο Κύπρου κατέχει την πρωτιά στην Κύπρο στην εξασφάλιση προγραμμάτων ERC. Με την υλοποίηση του καινοτόμου προγράμματος «ComPAS» από τη δρα Γεωργίου και την επιστημονική της ομάδα, η Κύπρος θα συνεχίσει να αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κέντρα διεπιστημονικής μελέτης και ανάδειξης αρχαιολογικών καταλοίπων των πολιτισμών της Aνατολικής Μεσογείου σε ολόκληρη την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή.
Η δρ Γεωργίου μιλώντας στον κυριακάτικο «Φ» αναπτύσσει την πρόταση της και πώς θα αξιοποιηθούν τα πορίσματα της ενδιαφέρουσας αυτής έρευνας. «Σκοπός είναι να αποσαφηνιστούν τα θαλάσσια εμπορικά δίκτυα καθώς επίσης και οι επαφές που διατηρούσαν μεταξύ τους οι λαοί της Ανατολικής Μεσογείου κατά τις περιόδους που συμβατικά ονομάζονται Ύστερη Εποχή του Χαλκού και Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (περί 1600-750 π.Χ.). Συγκεκριμένα, μαζί με την ομάδα μου πρόκειται να μελετήσουμε τους μεταγωγικούς αμφορείς οι οποίοι κατασκευάστηκαν στη Συρο-Παλαιστινιακή ακτή, την Αίγυπτο και το Αιγαίο και είχαν εισαχθεί στην αρχαιότητα στην Κύπρο. Μέσα από αρχαιολογικές ανασκαφές που διεξάγει το Τμήμα Αρχαιοτήτων αλλά και άλλες αποστολές σε διάφορες αρχαιολογικές θέσεις του νησιού, έρχονται στο φως τα κατάλοιπα των αγγείων αυτών, τα οποία ουσιαστικά αποτελούσαν δοχεία μεταφοράς προϊόντων, όπως για παράδειγμα λάδι, κρασί, ελιές, παστά ψάρια κ.ά.», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Μέσα από την εφαρμογή μιας σειράς διεπιστημονικών αναλύσεων και καινοτόμων μεθοδολογικών προσεγγίσεων για τη μελέτη των αρχαιολογικών καταλοίπων, η προτεινόμενη έρευνα σκοπεύει να απαντήσει σε καίρια ερωτήματα που σχετίζονται με τη διεξαγωγή αυτής της μορφής εμπορίου στην αρχαιότητα, όπως ποια ήταν η προέλευση των μεταγωγικών αγγείων που αποτέθηκαν στα αρχαιολογικά στρώματα της Κύπρου, τι περιείχαν και ποια τα μορφολογικά χαρακτηριστικά που τα καθιστούσαν ιδανικά για την υπερπόντια μεταφορά αγαθών. «Ένα σημαντικό κομμάτι της έρευνάς μας αφορά στη μελέτη συμβόλων ή σύντομων επιγραφών που συχνά βρίσκουμε εγχάρακτα πάνω σε αμφορείς. Κάποια από τα σύμβολα αυτά ταυτίζονται με σημεία της ντόπιας γραφής της Κύπρου κατά τη 2η χιλιετία π.Χ., η οποία είναι γνωστή με το σύγχρονο όρο «Κυπρο-Μινωική» και η οποία δεν έχει ακόμη αποκρυπτογραφηθεί, δηλαδή δεν γνωρίζουμε τη φωνητική αξία των συμβόλων της, ούτε ποια γλώσσα καταγράφει. Μέσα από τη συστηματική δική μας μελέτη, ευελπιστούμε ότι θα κατανοήσουμε καλύτερα τη γηγενή γλώσσα της Κύπρου και το πώς γινόταν χρήση της σε θέματα πολιτειακής οργάνωσης και διαχείρισης των εμπορικών ανταλλαγών. Απώτερος λοιπόν στόχος του ερευνητικού προγράμματος είναι η αποσαφήνιση του περίπλοκου χαρακτήρα του εμπορίου στη Μεσόγειο της 2ης και 1ης χιλιετίας π.Χ. και η ανάδειξη του κεντρικού ρόλου που κατείχε η Κύπρος στα δίκτυα των επαφών με τις πόλεις-κράτη της Συρο-Παλαιστινιακής ακτής, τη Φαραωνική Αίγυπτο, τη Μινωική Κρήτη και τη Μυκηναϊκή Ελλάδα», δηλώνει η δρ Γεωργίου.
Στην ερώτηση πώς θα αξιοποιηθούν τα πορίσματα της έρευνας αυτής, αναφέρει πως η ομάδα θα συμβάλει στη δημιουργία νέας πρωτοποριακής γνώσης για τις αρχαίες κοινωνίες της Κύπρου και για τις επαφές που διατηρούσαν με τα γειτονικά κράτη. «Αναμένουμε επίσης ότι η καινοτόμος μεθοδολογία που θα εφαρμόσουμε θα αποτελέσει εργαλείο αναφοράς για την υλοποίηση πολλών άλλων έργων που στοχεύουν στη χρήση νέων τεχνολογιών και στη διεπιστημονική προσέγγιση στη μελέτη των αρχαιολογικών καταλοίπων. Παράλληλα, μέσα από τις στοχευμένες δράσεις του προγράμματος, ευελπιστούμε ότι θα συμβάλουμε στην ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς του νησιού μας, προς όφελος της κοινωνίας, αλλά και στην ενίσχυση του πολιτιστικού τουρισμού, ο οποίος αποτελεί βασικό πυλώνα της κυπριακής οικονομίας και της τοπικής ανάπτυξης», ανέφερε η ερευνήτρια.
Οι χορηγίες ERC ενθαρρύνουν και υποστηρίζουν την επιστημονική αριστεία
Σύμφωνα με τη δρα Γεωργίου, τα ERC grants είναι άκρως ανταγωνιστικές ερευνητικές χορηγίες που προκηρύσσονται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Έρευνας (European Research Council – ERC). Εντάσσονται στον «Ορίζοντα 2020», που αποτελεί το υφιστάμενο πλαίσιο χρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για έρευνα και καινοτομία. Οι εν λόγω χορηγίες απευθύνονται σε ερευνητές διαφόρων επιπέδων μεταδιδακτορικής εμπειρίας. «Η δική μου πρόταση κατατέθηκε στα λεγόμενα «Starting Grants», που απευθύνονται σε ερευνητές που βρίσκονται στα αρχικά στάδια της σταδιοδρομίας τους, με εμπειρία από δύο μέχρι επτά έτη μετά την απόκτηση του διδακτορικού τους τίτλου.
Η μέγιστη χρηματοδότηση των ERC Starting Grants είναι 1.5 εκατομμύριο, με σκοπό την αγορά εξοπλισμού ή την εργοδότηση επιστημονικής ομάδας για την υλοποίηση ενός ερευνητικού έργου», τονίζει, ενώ η αξιολόγηση γίνεται σε εξαιρετικά ανταγωνιστικά πλαίσια, με κριτήρια αφενός την αριστεία στο ερευνητικό έργο και το επιστημονικό πεδίο του αιτητή και αφετέρου την ποιότητα και τη σημασία του προτεινόμενου έργου. Ιδιαίτερα για τα ERC προωθούνται οι φιλόδοξες, μη-συμβατικές και πρωτοποριακές προτάσεις. Κύριος στόχος των χορηγιών ERC είναι να ενθαρρύνουν και να υποστηρίξουν την επιστημονική αριστεία των πιο δημιουργικών ερευνητών σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, με στόχο την περαιτέρω ανάπτυξη της έρευνάς τους.
«Θα ήθελα να επισημάνω ότι κατά τη συγγραφή της πρότασής μου επωφελήθηκα τόσο από τη συμβουλευτική στήριξη που παρέχουν δωρεάν οι άρτια καταρτισμένοι λειτουργοί του Ιδρύματος Έρευνας και Καινοτομίας (ΙδΕΚ), όσο και από την Υπηρεσία Υποστήριξης Έρευνας του Πανεπιστημίου Κύπρου», τονίζει.
Όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους η χρηματοδότηση από το ERCείναι σημαντική για το Πανεπιστήμιο Κύπρου και γενικότερα για τη χώρα μας, εξήγησε ότι «από το 2007 που θεσπίστηκαν οι χορηγίες του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Έρευνας, στην Κύπρο εξασφαλίστηκαν και υλοποιήθηκαν μόλις τέσσερα ERC Starting Grants μέχρι σήμερα, όλα στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Πρόκειται για τις πιο ανταγωνιστικές χορηγίες έρευνας και για το λόγο αυτό θεωρούνται ιδιαίτερα τιμητικές για τους ερευνητές και τα ακαδημαϊκά τους ιδρύματα. Πέραν από την προσέλκυση ενός μεγάλου χρηματικού ποσού για τη διεξαγωγή έρευνας, τόσο το ακαδημαϊκό ίδρυμα όσο και η χώρα λαμβάνουν θετικές αξιολογήσεις και ανεβαίνουν βαθμίδες στον τομέα της έρευνας σε ευρωπαϊκές και παγκόσμιες κατατάξεις».
Παράλληλα, με την έναρξη του προγράμματος ComPAS, που προγραμματίζεται για τον Μάρτιο του 2021, πρόκειται να προκηρυχθούν οκτώ νέες θέσεις εργασίας που προορίζονται για επιστημονικούς συνεργάτες του έργου. Οι νέοι αυτοί επιστήμονες θα συμβάλουν με τις εξειδικευμένες γνώσεις και την εμπειρία τους για την πραγματοποίηση των φιλόδοξων δράσεων του προγράμματος.
Με την υλοποίηση του νέου αυτού έργου, η Ερευνητική Μονάδα Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου θα συνεχίσει να αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα ερευνητικά κέντρα διεπιστημονικής αρχαιολογικής μελέτης σε ολόκληρη την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή, ενισχύοντας έτσι τις καινοτόμες δράσεις των καθηγητών που το στελεχώνουν, αλλά και μιας νέας, δυναμικής γενιάς αρχαιολόγων που με αγάπη για τον τόπο τους εργάζονται για τη μελέτη, ανάδειξη και προστασία της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Ερευνητικά ενδιαφέροντα
Η δρ Άρτεμις Γεωργίου ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας το 2005 και την ίδια χρονιά συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές σε επίπεδο μάστερ και διδακτορικού στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, με υποτροφίες από το Ίδρυμα Α.Γ. Λεβέντη (υποτροφία Merton College for Greek Studies) και την Ελληνική Αρχαιολογική Εταιρεία Ηνωμένου Βασιλείου (Greek Archaeological Committee UK).
Με την ολοκλήρωση της διδακτορικής της διατριβής, έλαβε μεταδιδακτορική χορηγία από τα ερευνητικά προγράμματα Marie Sktodowska Curie για τη μελέτη της περιοχής της Πάφου κατά την 3η και 2η χιλιετία π.Χ., η οποία υλοποιήθηκε μεταξύ 2013-2017 στην Ερευνητική Μονάδα Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.
Συμμετέχει σε πολλά ανασκαφικά και ερευνητικά αρχαιολογικά προγράμματα που διεξάγονται τόσο στην Κύπρο όσο και στο εξωτερικό, ως επιστημονικός συνεργάτης για τη μελέτη των αρχαιολογικών καταλοίπων. Συγκεκριμένα, έχει αναλάβει τη μελέτη και δημοσίευση αρχαιολογικού υλικού από διάφορες θέσεις στην Παλαίπαφο (από τις ανασκαφές που διενεργεί το Πανεπιστήμιο Κύπρου), στο αρχαίο Κίτιον και στις θέσεις Άγιος Δημήτριος Καλαβασού, Βούρνες Μαρωνίου και Κοκκινόκρεμος Πύλας. Εργάζεται επίσης για τη μελέτη υλικού από τις Μυκήνες (Ανατολική Οικία) και το Λευκαντί στην Εύβοια, των ανασκαφών που διεξάγονται υπό την αιγίδα της Βρετανικής Σχολής Αθηνών.
Η έρευνά της επικεντρώνεται στην τυπολογική ανάλυση της κεραμικής παραγωγής της Κύπρου και του Αιγαίου κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού και τη μελέτη της πολιτικο-οικονομικής οργάνωσης των κοινωνιών στις δύο αυτές περιοχές. Ερευνά επίσης τις εμπορικές επαφές μεταξύ των διαφόρων κρατών της Ανατολικής Μεσογείου κατά τη 2η και 1η χιλιετία π.Χ. καθώς και τις διαπολιτισμικές τους σχέσεις.
Πηγή: philenews