Όλες οι αλλαγές που προωθεί η Κυβέρνηση μέσω δύο νομοσχεδίων για πάταξη της φοροδιαφυγής και αύξησης των εσόδων.
Σειρά σημαντικών αλλαγών στις νομοθεσίες που αφορούν το Τμήμα Φορολογίας, με στόχο την ενίσχυση της φοροεισπρακτικής ικανότητας του κράτους, καθώς και για περιορισμό της φοροδιαφυγής, αναμένεται πως θα επέλθουν από την Παρασκευή (31/7), ημέρα κατά την οποία θα τεθούν ενώπιον της Ολομέλειας της Βουλής για ψήφιση δύο νομοσχέδια.
Πρόκειται για τους «περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων (Τροποποιητικό) Νόμο του 2019» και «περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Τροποποιητικό) (Αρ. 2) Νόμο του 2020», οι οποίοι συζητήθηκαν διεξοδικά στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών.
Με τα δύο νομοσχέδια, μεταξύ άλλων, καθίσταται υποχρεωτική η υποβολή φορολογικής δήλωσης από όλα τα πρόσωπα που λαμβάνουν εισόδημα, ρυθμίζεται η δυνατότητα υποβολής αναθεωρημένης φορολογικής δήλωσης, ενώ θα επιβάλλεται πρόστιμο στην περίπτωση μη υποβολής των απαιτούμενων πληροφοριών για τεκμηρίωση ενδοομιλικών συναλλαγών.
Οι αλλαγές που προωθούνται
Ειδικότερα, σκοπός του νόμου που τιτλοφορείται ως «ο περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων (Τροποποιητικός) Νόμος του 2019», είναι η τροποποίηση του «περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου», ώστε να καταστεί πιο αποτελεσματική η εφαρμογή του βασικού νόμου και να παρασχεθούν εργαλεία στο Τμήμα Φορολογίας για περιορισμό της φοροδιαφυγής και ενίσχυση της φοροεισπρακτικής ικανότητας του κράτους.
Σύμφωνα με τα κατατεθέντα στοιχεία στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών, με το νομοσχέδιο, όπως αυτό είχε αρχικά κατατεθεί, εισάγονται κυρίως ρυθμίσεις σύμφωνα με τις οποίες:
1/ καθίσταται υποχρεωτική η υποβολή φορολογικής δήλωσης από όλα τα πρόσωπα που λαμβάνουν εισόδημα, η οποία θα γίνεται με ηλεκτρονικά μέσα,
2/ καθορίζεται ως προθεσμία υποβολής φορολογικής δήλωσης και καταβολής της αυτοφορολογίας, για πρόσωπα που δεν έχουν υποχρέωση να ετοιμάζουν εξελεγμένους λογαριασμούς, η 31η Ιουλίου του έτους που ακολουθεί το φορολογικό έτος,
3/ καθορίζεται ως προθεσμία υποβολής φορολογικής δήλωσης, για πρόσωπα που έχουν υποχρέωση ετοιμασίας εξελεγμένων λογαριασμών, η 31η Δεκεμβρίου του έτους που ακολουθεί το φορολογικό έτος και ως προθεσμία καταβολής της αυτοφορολογίας η 1η Αυγούστου του έτους που ακολουθεί το φορολογικό έτος,
4/ καθορίζεται ως προθεσμία υποβολής δήλωσης εργοδότη (κατάσταση εργαζομένων που βρίσκονται στην υπηρεσία του εργοδότη) η τελευταία ημερολογιακή ημέρα του μηνός Φεβρουαρίου του έτους που έπεται του φορολογικού έτους, αντί η 30ή Απριλίου, που ισχύει σήμερα, στην οποία ο εργοδότης θα καταγράφει ως αμοιβή εργαζομένου και οποιοδήποτε λογιζόμενο όφελος παρέχεται σε αυτόν,
5/ ρυθμίζεται η δυνατότητα υποβολής αναθεωρημένης φορολογικής δήλωσης από τους φορολογούμενους, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις και εντός συγκεκριμένου χρονικού πλαισίου,
6/ παρέχεται η δυνατότητα στον Έφορο Φορολογίας να εισέρχεται σε υποστατικά φορολογούμενου χωρίς προειδοποίηση, σε εύλογο χρόνο, για σκοπούς αποτελεσματικότερου φορολογικού ελέγχου,
7/ καθίσταται υποχρεωτική η αποδοχή καρτών ως μέσο πληρωμής για την ολοκλήρωση πράξεων πληρωμής, για τις πλείστες επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητα στη Δημοκρατία,
8/ παρέχεται ως κίνητρο στους φορολογούμενους η συμμετοχή τους σε πρόγραμμα δημόσιων κληρώσεων, προκειμένου να συναλλάσσονται με κάρτες,
9/ αναστέλλεται η επιστροφή πιστωτικού υπολοίπου φόρου σε φορολογούμενο, μέχρι τη συμμόρφωση του εν λόγω προσώπου με την υποχρέωση υποβολής δήλωσης φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ).
10/ καθίσταται ποινικό αδίκημα η μη καταβολή φόρου που οφείλεται με βάση τη φορολογική δήλωση ή τη βεβαίωση φόρου, συνεπεία της εισαγωγής του συστήματος αυτοφορολόγησης,
11/ επιβάλλεται πρόστιμο στην περίπτωση μη υποβολής των απαιτούμενων πληροφοριών για τεκμηρίωση ενδοομιλικών συναλλαγών.
Στο πλαίσιο της συζήτησης του θέματος ο Έφορος Φορολογίας δήλωσε ότι το υπό συζήτηση νομοσχέδιο αποσκοπεί στη βελτίωση της φορολογικής συμμόρφωσης, μέσω της υιοθέτησης ρυθμίσεων που απλοποιούν το υφιστάμενο φορολογικό σύστημα και παρέχουν ενισχυμένες εξουσίες στο Τμήμα Φορολογίας, προκειμένου να παταχθεί η φοροδιαφυγή και να βελτιωθεί η φοροεισπρακτική ικανότητα του κράτους.
Οι διαφωνίες και οι αλλαγές στο νομοσχέδιο
Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί πως οι εκπρόσωποι του Συνδέσμου Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου (ΣΕΛΚ), του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου (ΠΔΣ) και του Cyprus Fiduciary Association (CYFA), αφού δήλωσαν ότι στηρίζουν την προσπάθεια του Τμήματος Φορολογίας για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και την ενίσχυση της φοροεισπρακτικής ικανότητας του κράτους, εξέφρασαν απόψεις και επιφυλάξεις για επιμέρους πρόνοιες του νομοσχεδίου.
Ως εκ τούτου, το Υπουργείο Οικονομικών αφού εξέτασε τις απόψεις των προαναφερθέντων συνδέσμων, κατέθεσε ενώπιον της Επιτροπής Οικονομικών σειρά αναθεωρημένων κειμένων σχεδίου νόμου, με τα οποία επήλθαν οι ακόλουθες διαφοροποιήσεις:
Η υποχρέωση υποβολής φορολογικής δήλωσης να μην εφαρμόζεται σε φυσικά πρόσωπα των οποίων το εισόδημα δεν υπερβαίνει τις €19.500 για όλα τα φορολογικά έτη μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2019.
Ο Έφορος Φορολογίας να καθορίζει σε γνωστοποίησή του τις κατηγορίες προσώπων που απαλλάσσονται από την υποχρέωση υποβολής φορολογικής δήλωσης.
Ως προθεσμία υποβολής φορολογικής δήλωσης από πρόσωπα που έχουν υποχρέωση να τηρούν λογιστικά βιβλία και να ετοιμάζουν λογαριασμούς να καθοριστεί η 31η Μαρτίου του έτους που ακολουθεί το έτος που έπεται του φορολογικού έτους.
Εταιρείες που έχουν συσταθεί στη Δημοκρατία, αλλά δεν είναι μόνιμοι κάτοικοι της Δημοκρατίας να έχουν υποχρέωση υποβολής δήλωσης εισοδήματος μέχρι την 31η Μαρτίου του έτους που ακολουθεί το έτος που έπεται του φορολογικού έτους.
Η περίοδος που θα καλύπτει η κεφαλαιουχική κατάσταση, σε περίπτωση που ζητηθεί από τον Έφορο Φορολογίας η υποβολή της, να μην υπερβαίνει τα έξι έτη.
Η αναθεωρημένη φορολογική δήλωση να μπορεί να υποβάλλεται εντός τριών ετών από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής φορολογικής δήλωσης για το φορολογικό έτος που αφορά η αναθεώρηση.
Διαγραφή της πρόνοιας που αφορά στον μη συνυπολογισμό τόκων κατά την περίοδο που ο Έφορος Φορολογίας αναστέλλει την επιστροφή πιστωτικού υπολοίπου φόρου σε φορολογούμενο, λόγω της παράλειψής του για υποβολή δήλωσης ΦΠΑ.
Επανακαθορισμός της ημερομηνίας έναρξης της ισχύος του προτεινόμενου νόμου, καθώς και επιμέρους προνοιών αυτού.
Επίσης, στο στάδιο της περαιτέρω εξέτασης του νομοσχεδίου συζητήθηκε εκτενώς το ζήτημα της ποινικοποίησης της παράλειψης καταβολής φόρου. Στο πλαίσιο αυτό κατατέθηκαν σωρεία απόψεων, εισηγήσεων και επιφυλάξεων τόσο από τους παρισταμένους όσο και από μέλη της επιτροπής, χωρίς ωστόσο να προκύψει σύγκλιση απόψεων.
Υπό το φως των πιο πάνω, η Επιτροπή Οικονομικών, λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα του ζητήματος, τις ενδεχόμενες επιπτώσεις αυτής στους φορολογουμένους και στην οικονομία, καθώς και τις ιδιάζουσες συνθήκες τις οποίες διέρχεται η χώρα εξαιτίας της νόσου COVID-19, αποφάσισε όπως η πρόνοια που αφορά στην ποινικοποίηση της μη καταβολής φόρου απαλειφθεί από το κείμενο του νομοσχεδίου και επανεξεταστεί άμα τη ενάρξει των εργασιών της τον Σεπτέμβριο του τρέχοντος έτους και αφού στο μεσοδιάστημα οι εμπλεκόμενοι φορείς διαβουλευθούν με το Υπουργείο Οικονομικών, προκειμένου να υποβληθεί νέα βελτιωμένη εισήγηση για ρύθμιση του ζητήματος.
Επιπρόσθετα, η Επιτροπή Οικονομικών στο στάδιο της εξέτασης του τελικού κειμένου του νομοσχεδίου αποφάσισε κατά πλειοψηφία να υιοθετήσει τις αναθεωρημένες ρυθμίσεις, επιφέροντας παράλληλα πρόσθετες τροποποιήσεις, ώστε να επενεχθούν τα ακόλουθα:
Η ρύθμιση ζητημάτων που αφορούν στον καθορισμό μεταγενέστερων προθεσμιών υποβολής φορολογικών δηλώσεων και καταβολής φόρου, στον καθορισμό προθεσμίας συμμόρφωσης των επιχειρήσεων με την υποχρέωση αποδοχής μέσων πληρωμής με κάρτα και στον καθορισμό των κατηγοριών των προσώπων που θα απαλλάσσονται από την υποχρέωση υποβολής φορολογικής δήλωσης να γίνεται με διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου, αντί με γνωστοποίηση του Εφόρου Φορολογίας.
Η διαγραφή των προνοιών που σχετίζονται με την επιβολή διοικητικού προστίμου σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με υποχρεώσεις που σχετίζονται με ενδοομιλικές συναλλαγές, καθότι οι κανονισμοί που ρυθμίζουν το ζήτημα δεν έχουν κατατεθεί ακόμη στη Βουλή των Αντιπροσώπων για μελέτη και έγκριση.
Σημειώνεται ότι το Υπουργείο Οικονομικών και ο Έφορος Φορολογίας ενημέρωσαν γραπτώς την επιτροπή ότι συμφωνούν με τις πιο πάνω πρόσθετες τροποποιήσεις.
Το δεύτερο νομοσχέδιο
Σκοπός του δεύτερου νομοσχεδίου που τιτλοφορείται ως «ο περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Νόμος του 2020», είναι η εισαγωγή ρυθμίσεων για την ενίσχυση της φοροεισπραξιμότητας και την αντιμετώπιση της απάτης στον τομέα του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ).
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει το υπό αναφορά νομοσχέδιο, επιδιώκεται ειδικότερα η υιοθέτηση διατάξεων που στοχεύουν στην αντιμετώπιση της απάτης στον τομέα της εμπορίας κινητών τηλεφώνων, κονσόλων παιχνιδιών και παρόμοιων προϊόντων, με την εφαρμογή της ευχέρειας που παρέχεται από το άρθρο 199(α) της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Νοεμβρίου 2006 σχετικά με το κοινό σύστημα ΦΠΑ, που προνοεί ότι τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι υπόχρεος για την καταβολή του ΦΠΑ είναι ο λήπτης.
Περαιτέρω, προτείνεται η υιοθέτηση διατάξεων με τις οποίες επιδιώκεται η πάταξη της φοροδιαφυγής στον τομέα της οικοδομικής βιομηχανίας μέσω της επιβολής υποχρέωσης στον λήπτη να αποδίδει ΦΠΑ και για συναλλαγές που διεξάγονται με μη υποκείμενα στον φόρο πρόσωπα, όπως και διατάξεις που αποσκοπούν στην αύξηση της φοροεισπρακτικής ικανότητας του κράτους με τη βελτίωση και την αποσαφήνιση διατάξεων που ρυθμίζουν θέματα ευθύνης παραληπτών/διαχειριστών.
Πέραν των πιο πάνω, επιδιώκεται η ενσωμάτωση στον βασικό νόμο όρων και ορισμών που περιλαμβάνονται αντίστοιχα στον περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμο, ο περιορισμός της άσκησης του δικαιώματος υποβολής αιτήματος επιστροφής πιστωτικού υπολοίπου, ώστε να γίνεται εντός της ίδιας προθεσμίας για την οποία το υπόχρεο στον φόρο πρόσωπο τηρεί βιβλία και αρχεία, η υιοθέτηση διατάξεων σε σχέση με την υποχρέωση για εγγραφή στο Φορολογικό Μητρώο προσώπων μη εγκατεστημένων στη Δημοκρατία, καθώς και λεκτική διόρθωση ορισμένων υφιστάμενων διατάξεων του νόμου.
Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση, με το νομοσχέδιο, όπως αυτό είχε αρχικά κατατεθεί, προτείνονται διατάξεις που αφορούν μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
1/ Τροποποίηση των ορισμών των όρων «αναδιάρθρωση» και «δανειολήπτης», ώστε να συνάδουν με τους ορισμούς που προβλέπονται στον περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμο.
2/ Εισαγωγή του όρου «νομικό πρόσωπο» και του ορισμού του για σκοπούς πληρότητας, σαφήνειας και διαφάνειας της νομοθεσίας.
3/ Επέκταση της αντίστροφης χρέωσης, δηλαδή απόδοσης του ΦΠΑ από τον λήπτη, για υπηρεσίες ή υπηρεσίες μαζί με αγαθά που παρέχονται στο πλαίσιο κατασκευής, μετατροπής, κατεδάφισης, επιδιόρθωσης ή συντήρησης οικοδομής ή οποιουδήποτε έργου πολιτικής μηχανικής, όταν λαμβάνονται από οποιοδήποτε πρόσωπο, ανεξαρτήτως του αν αυτό είναι εγγεγραμμένο στο Φορολογικό Μητρώο.
4/ Αναστολή καταβολής πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ, όταν ο φορολογούμενος έχει παραλείψει να υποβάλει τη δήλωση εισοδήματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου, μέχρι το εν λόγω πρόσωπο να συμμορφωθεί.
5/ Περιορισμό του δικαιώματος διεκδίκησης πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ εντός έξι ετών από το τέλος της φορολογικής περιόδου εντός της οποίας αυτό προέκυψε.
6/ Αύξηση της χρηματικής επιβάρυνσης για τη μη έγκαιρη υποβολή φορολογικής δήλωσης για ΦΠΑ από €30 σε €100, με σκοπό την αύξηση του ποσοστού συμμόρφωσης των φορολογουμένων.
7/ Επιβολή χρηματικής επιβάρυνσης €500 για κάθε φορολογική περίοδο, με μέγιστο ποσό τις €5.000 για φορολογούμενους που παραλείπουν να συμμορφωθούν με οποιοδήποτε από τα άρθρα του νόμου που προβλέπουν απόδοση του ΦΠΑ με τον μηχανισμό της αντίστροφης χρέωσης.
8/ Χρονικός περιορισμός για την υποβολή ένστασης στον Έφορο Φορολογίας στις εξήντα ημέρες, διάστημα το οποίο θεωρείται εύλογο για την άσκηση του δικαιώματος αυτού από τους φορολογούμενους.
9/ Υιοθέτηση νέων διατάξεων για εγγραφή μη εγκατεστημένων στη Δημοκρατία υποκείμενων στον φόρο προσώπων που πραγματοποιούν φορολογητέες συναλλαγές, ανεξάρτητα από τον κύκλο εργασιών τους στη Δημοκρατία, με σκοπό τη συμμόρφωση με σχετική απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
10/ Τροποποίηση του ορισμού της έννοιας «ανακαίνιση», ώστε να διευκρινίζεται ότι στον μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ (5%) περιλαμβάνονται και οι προσθήκες σε ιδιωτική κατοικία για την οποία έχουν παρέλθει τρία έτη από την πρώτη εγκατάσταση σε αυτή.
Στο πλαίσιο της συζήτησης του εν λόγω νομοσχεδίου βουλευτές μέλη της επιτροπής υπέβαλαν διευκρινιστικές ερωτήσεις αναφορικά με ειδικότερες πρόνοιές του, ενώ εκπρόσωποι του ΣΕΛΚ υπέβαλαν εισηγήσεις για τροποποίηση ορισμένων προνοιών και συγκεκριμένα της ρύθμισης που αφορά το ύψος της χρηματικής επιβάρυνσης που επιβάλλεται σε πρόσωπο που δε συμμορφώνεται με τις διατάξεις του νόμου, καθώς και της ρύθμισης για την έναρξη της ισχύος των διατάξεων που αφορούν την απόδοση του ΦΠΑ από τον λήπτη για παραδόσεις αγαθών (άρθρο 4), για την οποία εισηγήθηκαν όπως τεθεί σε μεταγενέστερο στάδιο.
Συναφώς, η επιτροπή ζήτησε από τους αρμόδιους εκπροσώπους της εκτελεστικής εξουσίας όπως προβούν σε εκ νέου διαβούλευση με τους εμπλεκόμενους φορείς, με στόχο τη διαμόρφωση συναινετικής πρότασης για αναθεώρηση των ειδικότερων προνοιών του νομοσχεδίου.
Ως αποτέλεσμα της διαβούλευσης, στο αναθεωρημένο κείμενο του νομοσχεδίου επήλθαν οι ακόλουθες αλλαγές:
Διαγράφηκε η προτεινόμενη τροποποίηση συγκεκριμένων όρων και ορισμών, καθότι αυτή είχε ήδη πραγματοποιηθεί με προηγούμενη τροποποίηση της νομοθεσίας και συναφώς καθίστατο αχρείαστη.
Το ύψος της χρηματικής επιβάρυνσης, όπως αυτή αναλύεται πιο πάνω, επανακαθορίστηκε στα €200 ανά φορολογική περίοδο και αυτή να μην υπερβαίνει συνολικά τις €4.000. Υπενθυμίζεται ότι η αρχική εισήγηση ήταν για €500 και €5.000, αντίστοιχα, ενώ η εισήγηση του ΣΕΛΚ ήταν για €100 και €2.400, αντίστοιχα.
Η έναρξη της ισχύος των διατάξεων του άρθρου 4 του νομοσχεδίου ορίστηκε για την 1η Οκτωβρίου 2020 αντί για την 1η Σεπτεμβρίου 2020.
Τέλος στη διαγραφή οφειλών από τον Έφορο Φορολογίας
Εν τω μεταξύ, με τρίτο νομοσχέδιο που τιτλοφορείται ως «ο περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Τροποποιητικός) Νόμος του 2020», είναι η κατάργηση της εξουσίας του Εφόρου Φορολογίας να διαγράφει, με βάση τον «περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμο», φορολογικά χρέη, ώστε τα μη εισπράξιμα ποσά του κράτους να τυγχάνουν χειρισμού από την Τεχνική Επιτροπή η οποία λειτουργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του «περί της Λογιστικής και Δημοσιονομικής Διαχείρισης και Χρηματοοικονομικού Ελέγχου της Δημοκρατίας Νόμου».
Σύμφωνα με τα όσα ανέφεραν κατά τη συζήτηση του θέματος οι εκπρόσωποι του Τμήματος Φορολογίας, η εν λόγω πρακτική εφαρμόζεται ήδη και σκοπό έχει η εξέταση υποθέσεων για διαγραφή φορολογικών χρεών, τα οποία λόγω των περιστάσεων του οφειλέτη δεν μπορεί να εισπραχθούν από το κράτος, να μην εναπόκειται σε ένα πρόσωπο, ήτοι τον Έφορο Φορολογίας, αλλά να διεξάγεται από την Τεχνική Επιτροπή που λειτουργεί με βάση τον περί της Λογιστικής και Δημοσιονομικής Διαχείρισης και Χρηματοοικονομικού Ελέγχου της Δημοκρατίας Νόμο.
Σημειώνεται ότι η εν λόγω Τεχνική Επιτροπή, σύμφωνα με τις διατάξεις του πιο πάνω νόμου, απαρτίζεται από τον Γενικό Λογιστή ή εκπρόσωπό του, ως Πρόεδρο, τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών και ακόμη έναν Γενικό Διευθυντή ο οποίος ορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο ή εκπροσώπους αυτών, ως μέλη.
Πηγή: brief