Home ΛΑΡΝΑΚΑ Ο δρόμος μας σήμερα μας πάει στην Καλαβασό ένα πανέμορφο χωριό της επαρχίας Λάρνακας (φώτο)
Ο δρόμος μας σήμερα μας πάει στην Καλαβασό ένα πανέμορφο χωριό της επαρχίας Λάρνακας (φώτο)

Ο δρόμος μας σήμερα μας πάει στην Καλαβασό ένα πανέμορφο χωριό της επαρχίας Λάρνακας (φώτο)

Της Ειρήνης Αντωνίου

Το χωριό Καλαβασός βρίσκεται 40 περίπου χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της πόλης της Λάρνακας. Είναι κτισμένο στη δυτική όχθη του Βασιλικού ποταμού, σε μέσο υψόμετρο 80 μέτρων. Συνδέεται οδικά με τον υπεραστικό αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας – Λεμεσού που περνά από τα νότια της κοινότητας. Συνδέεται στα βορειοδυτικά με την Ασγάτα και στα βορειοανατολικά με την Τόχνη.

Το χωριό δέχεται μια μέση ετήσια βροχόπτωση γύρω στα 445 χιλιοστόμετρα και στην περιοχή του καλλιεργούνται κυρίως εσπεριδοειδή (πορτοκαλιές, λεμονιές, γκρεϊπφρουτ), οπωροφόρα δέντρα (αχλαδιές), και λαχανικά (πατάτες, ντομάτες και πεπονοειδή). Στις υπόλοιπες περιοχές του καλλιεργούνται σιτηρά, κτηνοτροφικά φυτά, όσπρια, ελιές και χαρουπιές.

Η Καλαβασός περιλαμβάνεται στο υδατικό έργο Βασιλικού – Πεντάσχοινου και έχει ωφεληθεί από την κατασκευή του φράγματος της Καλαβασού και την άρδευση σημαντικής έκτασης γης. Το φράγμα βρίσκεται 5 περίπου χιλιόμετρα βορειοδυτικά του χωριού και είναι χωρητικότητας 17.000.000 κυβικών μέτρων. Στο χωριό εφαρμόστηκαν δύο σχέδια αναδασμού.

Η κοινότητα γνώρισε μεγάλες πληθυσμιακές αυξομειώσεις. Το 1881 οι κάτοικοι του χωριού ανέρχονταν στους 667 για να μειωθούν στους 661 το 1901, για να αυξηθούν στους 738 το 1911 και στους 953 το 1921. Στη συνέχεια οι κάτοικοι των χωριών Παρσάτα και Δράπεια τα οποία εγκαταλείφθηκαν υπολογιζόταν στο πληθυσμό της Καλαβασού. Έτσι το 1931 οι κάτοικοι ανήλθαν στους 957 που αυξήθηκαν στους 1243 το 1946 (1051 ελληνοκύπριοι, 187 τουρκοκύπριοι, 5 άλλης εθνικότητας). Το 1960 οι κάτοικοι μειώθηκαν στους 1126 (881 ελληνοκύπριοι, 243 τουρκοκύπριοι, 2 άλλης εθνικότητας). Μετά τα γεγονότα της Κοφίνου το 1967 οι τουρκοκύπριοι εγκατέλειψαν την Καλαβασό και εγκαταστάθηκαν στο Μαρί. Έτσι το 1973 οι κάτοικοι της κοινότητας μειώθηκαν στους 752 και ήταν όλοι ελληνοκύπριοι. Το 1982 οι κάτοικοι μειώθηκαν στους 655. Το 2001 ο πληθυσμός της κοινότητας αριθμούσε 721 κατοίκους.

Έξι χιλιόμετρα βορειοδυτικά του χωριού βρίσκονται τα μεταλλεία της Καλαβασού, τα οποία στη διάρκεια της λειτουργίας τους βοήθησαν στην εργοδότηση αρκετού πληθυσμού.
Η περιοχή της Καλαβασού προνομιούχα από πολλές απόψεις και κυρίως λόγο του Βασιλικού ποταμού που εξασφάλιζε την άρδευση και ύδρευση αλλά και των μεταλλοφόρων της κοιτασμάτων, πυκνοκατοικήθηκε από τα αρχαιότατα χρόνια. Η περιοχή αποτελεί σήμερα σημαντικότατο αρχαιολογικό χώρο. Ο συνοικισμός της Τέντας, καθώς και άλλοι συνοικισμοί που ανακαλύφθηκαν στην περιοχή παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Η κοιλάδα του Βασιλικού ποταμού, καθώς και ολόκληρη η γύρω περιοχή, θα πρέπει να ήταν δασωμένη και καταπράσινη σε παλαιότερες εποχές, πράγμα που έδωσε, σύμφωνα προς την επικρατέστερη ερμηνεία και την ονομασία του χωριού. Από την αρχαία ελληνική λέξη “βάσσα”, που σημαίνει δασώδης κοιλάδα προήλθε και η ονομασία της κοινότητας.
Ο οικισμός της Καλαβασού υπήρχε κατά την περίοδο του Μεσαίωνα με την ίδια ονομασία και βρίσκεται σημειωμένος σε παλιούς χάρτες με την ονομασία Calavaso και Calavato.

Η εκκλησιά του χωριού είναι αφιερωμένη στη Παναγία και δίπλα από αυτή υπάρχει αρχαίο νεκροταφείο. Στο χωριό υπάρχει επίσης και Τούρκικο Τζαμί.
Σήμερα η Καλαβασός είναι μια αναπτυσσόμενη κοινότητα με όλες τις ανέσεις που προσφέρει η σύγχρονη εποχή. Το χωριό δέχεται καθημερινά αρκετούς ξένους και ντόπιους επισκέπτες που θαυμάζουν από κοντά τις φυσικές ομορφιές και τους αρχαιολογικούς χώρους της κοινότητας.

Καλαβασός αρχαιολογικοί χώροι. Η ανασκαφική έρευνα των ειδικών επιστημόνων και η συστηματική αρχαιολογική επισκόπηση στην περιοχή της Καλαβασού, είχαν σαν αποτέλεσμα την ανακάλυψη πολλών αρχαιολογικών χώρων, που εντάσσονται σ’ όλες σχεδόν τις φάσεις των κυπριακών προϊστορικών και ιστορικών χρονολογικών περιόδων. Οι σημαντικότεροι από τους χώρους αυτούς, κατά χρονολογική ακολουθία, είναι ο προκεραμεικός νεολιθικός συνοικισμός της Τέντας (7000 – 6000 π.Χ.), ο νεολιθικός συνοικισμός της Καλαβασού Α στην Κοκκινόγια της Κεραμεικής Νεολιθικής ΙΙ περιόδου (4500 – 3800 π.Χ.), οι χαλκολιθικοί συνοικισμοί στους Αγιούς και της Καλαβασού Β στις Παμπούλες (3500 – 2500 π.Χ.), σαν νεκροταφεία της Πρώιμης και Μέσης εποχής του Χαλκού, στο άμεσο συνοριακό περιβάλλον και στον κεντρικό οικιστικό τομέα της Καλαβασού (2500 – 1650 π.Χ.) και ο συνοικισμός και το νεκροταφείο της Τελευταίας εποχής του Χαλκού στον Άγιο Δημήτριο.

Οι συνοικισμοί της Τέντας, της Καλαβασού Α και της Καλαβασού Β εντοπίστηκαν και ερευνήθηκαν τμηματικά, σε μικρή ανασκαφική κλίμακα δοκιμαστικού χαρακτήρα, το 1947 από το Τμήμα Αρχαιοτήτων. Το 1976 στο συνοικισμό της Τέντας αναλήφθηκε μεθοδική ανασκαφική έρευνα σε μεγάλη κλίμακα από την αμερικανική αρχαιολογική αποστολή του Πανεπιστημίου Brandeis, που συνεχίστηκε αδιάκοπα στους καλοκαιρινούς μήνες του 1977, 1978 και 1979 και περατώθηκε με την ανασκαφική περίοδο του 1984. Στη διάρκεια των ανασκαφικών περιόδων του 1978 και 1979 η ίδια αποστολή επεξέτεινε τις ανασκαφικές εργασίες της και στο συνοικισμό στους Αγιούς, που εντοπίστηκε το 1948 από το Τμήμα Αρχαιοτήτων, και από το 1979 μέχρι το 1984, ερεύνησαν τμηματικά το συνοικισμό στον Άγιο Δημήτριο, που αποκαλύφθηκε το 1978 από το Τμήμα Αρχαιοτήτων στη διάρκεια της εκτενούς αρχαιολογικής επισκόπησης της κατευθυντήριας γραμμής του νέου δρόμου Λευκωσίας – Λεμεσού. Παράλληλα με το κύριο ανασκαφικό της έργο, η αποστολή του Πανεπιστημίου Brandeis, ανέλαβε και περάτωσε με επιτυχία και την ενδελεχή αρχαιολογική επισκόπηση σ’ ολόκληρη την περιοχή της Καλαβασού και ταυτόχρονα ανέσκαψε δεκατρείς συνολικά τάφους της Μέσης εποχής του Χαλκού (1900 – 1650 π.Χ.), που βρέθηκαν τυχαία στη διάρκεια οικοδομικών εργασιών στο κέντρο του χωριού.

Οι ανασκαφέντες συνοικισμοί και όλοι οι άλλοι, οι αποκαλυφθέντες με την αρχαιολογική επισκόπηση του Τμήματος Αρχαιοτήτων και της αποστολής του Πανεπιστημίου Brandeis, συγκεντρώνονται κυρίως στη νοτιοανατολική και νοτιοδυτική περιοχή της Καλαβασού κατά μήκος της κοιλάδας, που διασχίζεται από τον ποταμό Βασιλικό, και βρίσκονται σ’ ελάχιστη απόσταση μεταξύ τους.

Η συρρίκνωση και η μακραίωνη επιβίωση των συνοικισμών, και ιδιαίτερα των προϊστορικών, στην περιοχή αυτή της Καλαβασού, οφείλεται κατά κύριο λόγο στο προσχωσιγενές εύφορο έδαφος της μεγάλης κοιλάδας και στο άφθονο νερό του ποταμού Βασιλικού, καθώς και στα γειτονικά πλούσια μεταλλεία του χαλκού και στο εύκρατο πεδινό και παραλιακό κλίμα, που αναμφίβολα αποτέλεσαν τους βασικούς παράγοντες και δημιούργησαν τις πιο ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων των γεωργοκτηνοτροφικών και βιοτεχνικών αυτών κοινοτήτων.

Τα γενικά ανασκαφικά και αρχαιολογικά δεδομένα των ανασκαφέντων συνοικισμών και νεκροταφείων παρουσιάζουν την πιο κάτω χαρακτηριστική εικόνα. Ο συνοικισμός της Τέντας: Βρίσκεται σε επιβλητική θέση πάνω σε μικρό φυσικό λόφο, που απέχει 2,5 περίπου χμ. από τα νοτιοανατολικά σύνορα της Καλαβασού και 150 μέτρα από τη δυτική όχθη του ποταμού Βασιλικού.

Όπως και στη Χοιροκοιτία, έτσι και στην Τέντα, οι κατοικίες με την απλή κυκλική δόμηση, είναι ολότελα λιθόκτιστες ή κτισμένες με αργούς λίθους στο κάτω τμήμα των τοίχων και με πλιθάρια στο υπόλοιπό τους τμήμα. Όλα τα δάπεδα των κατοικιών έχουν επίπεδη επιφάνεια και είναι κατασκευασμένα από κτυπητή γη. Σε αρκετά απ’ αυτά διατηρούνται ακόμη ίχνη ερυθρωπού χρώματος και μικρές κυκλικές οπές, στις οποίες στηρίζονταν ξύλινοι πάσσαλοι, που υποβάσταζαν τις στέγες.

Ο συνοικισμός της Καλαβασού Α: Παρόλο που υπάγεται στην τοποθεσίαΚοκκινόγια, βρίσκεται στον ίδιο αρχαιολογικό χώρο, μαζί με τον χαλκολιθικό συνοικισμό της Καλαβασού Β, που υπάγεται στην τοποθεσία Παμπούλες. Οι κατοικίες του συνοικισμού αυτού, που ανήκαν σε μια μικρή αγροτική κοινότητα γεωργών και κτηνοτρόφων της δεύτερης φάσης της Νεολιθικής εποχής, χαρακτηρίζονται από μια εντελώς πρωτότυπη αρχιτεκτονική.

Πρόκειται για ημιυπόγειες, μονοθάλαμες κατοικίες, ακανόνιστου κυκλικού ή ελλειψοειδούς σχήματος, λαξευμένες στο φυσικό σκληρό βράχωμα, που πιθανόν να ήσαν στεγασμένες με καλάμια και ξύλα, καλυμμένα με συμπαγές στρώμα πηλού. Εκτός από μερικά μικρά κυκλικά ανοίγματα στα κεντρικά σημεία των γυμνών – φυσικών – δαπέδων, που φαίνεται να ήσαν οι υποδοχές ξύλινων πασσάλων για τη στήριξη των στεγών, δεν υπάρχουν άλλες ενδείξεις για τη δόμηση και την υπόλοιπη αρχιτεκτονική μορφή των κατοικιών.

Επειδή η μεγάλη διάβρωση του εδάφους, κατέστρεψε σχεδόν ολότελα τα διάφορα διαδοχικά στρώματα του αρχαιολογικού χώρου, τα ανασκαφικά πορίσματα βασίστηκαν περισσότερο στην τυπολογία και τον συγκριτικό παραλληλισμό των κινητών ευρημάτων. Στα δάπεδα των κατοικιών βρέθηκαν αρκετά δείγματα λίθινων τριπτήρων, κοπάνων, γουδιών, αξίνων, πυριτολιθικών λεπίδων, αγγείων και άλλων οικιακών σκευών και εργαλείων καθώς και μεγάλος αριθμός κεραμικών οστράκων, που ανήκουν σε αγγεία με κτενιστή διακόσμηση και σε άλλα λευκά ερυθροβαφή αγγεία.

Ο ανασκαφέας και άλλοι μελετητές της κυπριακής Προϊστορίας, συγκρίνοντας τις κατοικίες της Καλαβασού Α, μ’ εκείνες της Beerscheba στη νότια Παλαιστίνη και βλέποντας και τις σχετικές ομοιότητές τους, κατέληξαν στο πιθανό συμπέρασμα ότι οι κατοικίες της Καλαβασού Α, κτίστηκαν από εποίκους που προέρχονταν από την παλαιστινιακή αυτή περιοχή και που εγκαταστάθηκαν στο νησί γύρω στο 4500π.χ. Άλλοι επιστήμονες υποθέτουν ότι οι κατοικίες αυτές είναι κάπως μεταγενέστερες απ’ εκείνες της Σωτήρας, που καταστράφηκαν από σεισμό, και αποτελούν ειδικά αντισεισμικά καταφύγια, και άλλοι δεν αποκλείουν την πιθανότητα να ήσαν πραγματικά ειδικά κατασκευασμένες για προφύλαξη από τους σεισμούς, αλλά σύγχρονες των κατοικιών της Σωτήρας.

Παρόλο που οι θεωρίες αυτές φαίνονται ευλογοφανείς, ωστόσο παραμένουν απλές εικασίες. Ελπίζεται όμως ότι, με τη συνέχιση των ανασκαφικών ερευνών, θα έλθουν στο φως νέες επαρκείς και αδιάσειστες αρχαιολογικές μαρτυρίες, που θα διαλευκάνουν όχι μόνο το προβληματικό αυτό θέμα, αλλά και άλλες σκοτεινές πτυχές του κυπριακού νεολιθικού πολιτισμού.

Ο συνοικισμός της Καλαβασού Β: Φαίνεται να αποτελεί συνέχεια του προγενέστερου νεολιθικού συνοικισμού της Καλαβασού Α και παρουσιάζει σχεδόν πανομοιότυπη οικιακή αρχιτεκτονική. Μερικά από τα δείγματα των κατοικιών του, που αποκαλύφθηκαν, είναι λαξευμένα τμηματικά στον φυσικό βράχο, σε ακανόνιστο κυκλικό σχήμα, και το υπέργειο τμήμα τους είναι κατασκευασμένο από ξύλα, επενδυμένα με παχύ στρώμα πηλού. Ελάχιστα άλλα από τα ανασκαφέντα δείγματα κατοικιών, είναι ολότελα υπέργεια σε σχήμα κώνου. Τα θεμέλια και το κυκλικό κάτω μέρος είναι λιθόκτιστα και η ανωδομή κατασκευασμένη από πασσάλους, που καταλήγουν στην κορφή ενός άλλου πασσάλου, στηριγμένου στο κέντρο του δαπέδου. Το ίδιο ακριβώς αρχιτεκτονικό σχήμα έχουν και μερικές από τις κατοικίες του χαλκολιθικού συνοικισμού της Ερήμης. Τα κινητά ευρήματα από τον συνοικισμό περιλαμβάνουν ελάχιστα δείγματα λίθινων αγγείων, μερικά δείγματα πήλινων λευκών ερυθροβαφών αγγείων, οστέινα αντικείμενα και διάφορα άλλα μικροτεχνικά έργα.
Αξιόλογα από τα κινητά ευρήματα του συνοικισμού είναι μερικά εκλεκτά δείγματα αγγειοπλαστικής, με έντονα τα εξελιγμένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των ποικίλων γεωμετρικών μοτίβων, στα λευκά ερυθροβαφή αγγεία, αρκετοί ψήφοι περιδεραίων και περίαπτα από εισαγμένο μάρμαρο και κορνήλιο λίθο, μερικές λίθινες αξίνες και διάφορα οστέινα και άλλα μικροτεχνικά έργα.

Ο συνοικισμός στον Άγιο Δημήτριο: Βρίσκεται σ’ ελάχιστη απόσταση στα νότια της Τέντας. Μετά τον εντοπισμό του, το 1978, ένα μεγάλο τμήμα του κεντρικού του τομέα ανασκάφηκε και αφού σχεδιαγραφήθηκε, επιχωματώθηκε για να κατασκευαστεί πάνω σ’ αυτό μικρό μέρος του νέου δρόμου Λευκωσίας-Λεμεσού, μήκους 150 περίπου μέτρων. Στο καλυμμένο αυτό τμήμα του συνοικισμού, βρίσκονται τ’ αρχιτεκτονικά κατάλοιπα μεγάλων κατοικιών κτισμένων από αργούς λίθους και πελεκητούς ασβεστόλιθους.

Παρόμοιες κατοικίες και μεγάλα κτιριακά συμπλέγματα αποκαλύφθηκαν, μετά την επιχωμάτωση, στον ανατολικό, στον νότιο, στον κεντρικό και στον βορειοανατολικό τομέα του συνοικισμού, που δεν είχαν επηρεαστεί από τη διέλευση του δρόμου. Το μεγαλύτερο και σημαντικότερο από τ’ αποκαλυφθέντα κτιριακά συμπλέγματα βρίσκεται στον βορειοανατολικό τομέα του συνοικισμού. Τούτο καλύπτει μια έκταση 1.000 περίπου τετραγωνικών μέτρων και αποτελείται από μια μεγάλη εσωτερική αυλή, πλαισιωμένη από διαδρόμους και δωμάτια στη βόρεια και τη νότια πλευρά.

Στο ανατολικό τμήμα του κτιρίου υπάρχουν πολλά ομοιόμορφα μικρά δωμάτια και στη δυτική του πλευρά υπάρχει μόνο μια μεγάλη αίθουσα (19 Χ 7,5), με μια σειρά από έξι μονολιθικούς πεσσούς. Στην αίθουσα αυτή βρέθηκαν αρκετοί αποθηκευτικοί πίθοι, τοποθετημένοι κατά σειράν πάνω σε ειδικές λίθινες βάσεις, στηριγμένες στο δάπεδο. Ολόκληρο το κτίριο ήταν κτισμένο με αργούς λίθους και πελεκητούς ασβεστόλιθους και πιθανό να αποτελούσε ένα από τους κυριότερους δημόσιους διοικητικούς χώρους του συνοικισμού. Τόσο το κτίριο αυτό όσο και τα υπόλοιπα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του συνοικισμού, που παραλληλίζονται με τα μεγαλοπρεπή κτίρια της Έγκωμης και του Κιτίου, χρονολογούνται μεταξύ του 1325 και του 1225 π.Χ. και μαρτυρούν την μεγάλη οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη της περιοχής της Καλαβασού στη διάρκεια των Κυπρο-Μυκηναϊκών χρόνων.

Η σημαντικότερη ανακάλυψη κινητών αρχαιοτήτων επιτεύχθηκε έξω από τη δυτική πλευρά του επιβλητικού αυτού δημοσίου κτιρίου. Πρόκειται για την ανεύρεση ενός από τους πλουσιότερους κυπριακούς αρχαιολογικούς θησαυρούς, μέσα σε άθικτο λαξευτό τάφο, που χύνει άπλετο φως στη κοινωνικο-οικονομική και πολιτιστική υπόσταση των κατοίκων της περιοχής αυτής, στις αρχές του 14ου αιώνα π.Χ., όπου εντάσσεται χρονολογικά ο τάφος και τα κτερίσματά του.

Ο νεκρικός θάλαμος του τάφου, πλάτους 4,40μ., είναι λαξευτός στο φυσικό ασβεστολιθικό βράχωμα και φέρει έδρανο στην ανατολική του πλευρά. Μέσα σ’ αυτό βρέθηκαν οι σκελετοί τριών νεαρών γυναικών, ενός παιδιού 4-8 χρόνων και δυο νηπίων. Τα κτερίσματα που συνόδεψαν τους νεκρούς αποτελούνται από χρυσά βραχιόλια, περιδέραια και δακτυλίδια συνολικού βάρους 432 γραμμαρίων, παρόμοια αργυρά κοσμήματα, διάφορα άλλα κοσμήματα και αντικείμενα από φαγεντιανή, αλάβαστρο και γυαλί και εκλεκτά μυκηναϊκά αγγεία με περίτεχνη διακόσμηση δελφινιών και ποικίλων γεωμετρικών μοτίβων. Ο πλουσιότατος αυτός τάφος, που είναι κατά 50-70 χρόνια αρχαιότερος του μυκηναϊκού συνοικισμού στον Άγιο Δημήτριο, ανήκει στο νεκροταφείο ενός αρχαιότερου γειτονικού συνοικισμού, που δεν έχει ακόμη εντοπιστεί.

Οι 13 ανασκαφέντες τάφοι στον κεντρικό οικιστικό τομέα της Καλαβασού, της Μέσης εποχής του Χαλκού, και όλοι οι άλλοι, που κατά καιρούς βρέθηκαν στο άμεσο συνοριακό περιβάλλον του χωριού και που χρονολογούνται στην Πρώιμη εποχή του Χαλκού, απέδωσαν μεγάλες ποσότητες αγγειοπλαστικής, ποικίλα μικροτεχνικά έργα και διάφορα άλλα κτερίσματα.

Μεταλλεία / Λατομεία

Στην περιοχή της Καλαβασού λειτουργούσαν πέντε μεταλλεία για την ανόρυξη χαλκούχου μεταλλεύματος. Τα μεταλλεία αυτά είναι γνωστά με τις ονομασίες Πλατειές, Πέτρα, Μαύρη Συκιά, Λαντάρια και Μαυρίδια και ανήκουν στην Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία (Ε.Μ.Ε.).

Η μεταλλευτική περιοχή της Καλαβασού καλύπτει μια έκταση 18 τετραγωνικών χιλιομέτρων, της οποίας το κέντρο βρίσκεται στα βόρεια του χωριού Καλαβασού, 10 περίπου χιλιόμετρα από την παραλία του Βασιλικού και 13 περίπου χιλιόμετρα από την αρχαία πόλη της Αμαθούντας. Το μετάλλευμα από τα μεταλλεία Καλαβασού μεταφερόταν με σιδηρόδρομο στο λιμάνι Βασιλικού. Στο εκεί εργοστάσιο γινόταν η επεξεργασία του και στη συνέχεια με σύστημα εναέριας φόρτωσης εφορτώνετο στα πλοία για εξαγωγή.

Οι σωροί της σκουριάς και άλλα μεταλλευτικά κατάλοιπα στη περιοχή της Καλαβασού παρέχουν αποδείξεις για αξιόλογη μεταλλευτική δραστηριότητα κατά την Αρχαιότητα η οποία αποδίδεται στους Φοίνικες και αργότερα στους Ρωμαίους.

Στα νεώτερα χρόνια, η περιοχή της Καλαβασού άρχισε να προκαλεί το ενδιαφέρον των μεταλλευτικών εταιρειών από το 1927, όταν η Μεταλλευτική Εταιρεία Πυριτών έκανε έρευνα στην περιοχή. Η έρευνα έφερε στο φως μερικά αποθέματα μη χαλκούχων πυριτών, που όμως δεν ήσαν οικονομικά εκμεταλλεύσιμα. Έτσι η σχετική μεταλλευτική άδεια ανεστάλη το 1932.

Η έρευνα στη περιοχή της Καλαβασού ξανάρχισε πιο συστηματικά το 1935 από την Ελληνική Εταιρεία Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων Αθηνών. Τα αποτελέσματα της έρευνα υπήρξαν πολύ ενθαρρυντικά και η περιοχή αναπτύχθηκε σε μεγάλο μεταλλευτικό κέντρο. Τις μεταλλευτικές δραστηριότητες της Ελληνικής Εταιρεία Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων ανέλαβε το 1948 η Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία, τα συμφέροντα της οποίας μεταβιβάστηκαν με την ανεξαρτησία της Κύπρου το 1960 στην ελληνική κυπριακή κοινότητα.

Το συνολικό μέγεθος των αποθεμάτων στα κοιτάσματα της περιοχής Καλαβασού υπολογίστηκε από τον καθηγητή Λ. Μούσουλο σε 8.5 εκατομμύρια τόνους περίπου. Η παραγωγή μεταλλεύματος από την περιοχή της Καλαβασού άρχισε το 1937 και τερματίστηκε το 1978. Από την περιοχή εξορύχτηκαν συνολικά κατά την περίοδο αυτή 5.5 εκατομμύρια τόνοι μεταλλεύματος ενώ οι εξαγωγές μεταλλεύματος από τα μεταλλεία της Καλαβασού την ίδια περίοδο, ξεπέρασαν τα 3 εκατομμύρια τόνους.

Μεταλλείο Πλατειές
Βρίσκεται 3 περίπου χιλιόμετρα δυτικά του χωριού Ασγάτα. Οι μεγάλες συσσωρεύσεις σκουριάς στην περιοχή μαρτυρούν την έντονη μεταλλευτική δραστηριότητα που πραγματοποιήθηκε κατά την αρχαιότητα. Το κοίτασμα του ήταν μεγέθους 250.000 τόνων περίπου και η περιεκτικότητα του 1% σε χαλκό και 30% σε θείο. Η σύγχρονη μεταλλευτική του δραστηριότητα άρχισε το 1955. Μετά από μια πενταετή διακοπή (1959-1963) η δραστηριότητα του συνεχίστηκε μέχρι το 1965 οπόταν και τερματίστηκαν οριστικά. Από το μεταλλείο εξορύχτηκαν συνολικά 45,000 τόνοι μεταλλεύματος.

Μεταλλείο Πέτρα:
Βρίσκεται 2.5 περίπου χιλιόμετρα ανατολικά του μεταλλείου Πλατειές. Το κοίτασμα του ήταν μεγέθους 500.000 τόνων περίπου με μέση περιεκτικότητα 1.5% σε χαλκό και 40% σε θείο. Η μεταλλευτική του δραστηριότητα άρχισε το 1953 σε βάθος 50 περίπου μέτρων και τερματίστηκε το 1966. Από το μεταλλείο Πέτρας εξορύχτηκαν συνολικά 290,000 τόνοι μεταλλεύματος.

Μεταλλείο Μαύρη Συκιά:
Βρίσκεται 1 περίπου χιλιόμετρο βόρεια του μεταλλείου Πλατειές. Στο μεταλλείο αυτό διεξήχθη έντονη μεταλλευτική δραστηριότητα κατά την αρχαιότητα. Το κοίτασμα του ήταν μεγέθους 1,5 εκατομμυρίων τόνων με μέση περιεκτικότητα 1% σε χαλκό και 30% σε θείο. Η σύγχρονη παραγωγή μεταλλεύματος άρχισε το 1954 και συνεχίστηκε μέχρι και το 1976 με ενδιάμεσες διακοπές από το 1965-1969 και από το 1972-1975. Από το μεταλλείο εξορύχτηκαν συνολικά 437,000 τόνοι μεταλλεύματος.

Μεταλλείο Λαντάρια:
Βρίσκεται 250 μέτρα από το μεταλλείου Μαύρη Συκιά. Στο μεταλλείο αυτό πρέπει να έγινε μικρή μεταλλευτική δραστηριότητα κατά την αρχαιότητα. Το κοίτασμα του ήταν μεγέθους 5000.000 τόνων με μέση περιεκτικότητα 0,5% σε χαλκό και 30% σε θείο. Η σύγχρονη μεταλλευτική του δραστηριότητα άρχισε το 1961 και τερματίστηκε το 1964. Από το μεταλλείο εξορύχθηκαν 65,600 τόνοι μεταλλεύματος.

Μεταλλείο Μαυρίδια:
Βρίσκεται μεταξύ των μεταλλείων Πέτρα και Πλατειές και είναι το πρώτο μεταλλείο στο οποίο άρχισε το 1937 η σύγχρονη μεταλλευτική δραστηριότητα στη περιοχή της Καλαβασού. Είναι το μεγαλύτερο σε αποθέματα και παραγωγή χαλκούχων μεταλλευμάτων. Το μεταλλείο Μαυρίδια περιλαμβάνει έξη κοιτάσματα συνολικού μεγέθους 5.750.000 τόνων. Από αυτά το μεγαλύτερο είναι το κοίτασμα Μουσούλου, μεγέθους 2.500.000 τόνων με μέση περιεκτικότητα 2% σε χαλκό και 40% σε θείο. Το κοίτασμα αυτό ανακαλύφθηκε το 1964 και ονομάστηκε κοίτασμα Μουσούλου, προς τιμή του καθηγητή Λ. Μουσούλου ο οποίος συνέβαλε ουσιαστικά στην ανακάλυψη του από την Ε.Μ.Ε. Από την έναρξη της μεταλλευτικής δραστηριότητα στη περιοχή Μαυρίδια, το 1937 μέχρι τον τερματισμό της παραγωγής το 1978, παρήχθησαν 3,1 εκατομμύρια τόνοι μεταλλεύματος. Την ίδια περίοδο οι συνολικές εξαγωγές μεταλλευμάτων από τα κοιτάσματα της περιοχής Μαυρίδια, έφθασαν το 2 εκατομμύρια τόνους περίπου.

Τα μεταλλεία της Καλαβασού πρόσφεραν απασχόληση στον αγροτικό πληθυσμό των γειτονικών χωριών και πρόσφεραν στην οικονομία της Κύπρου μεγάλα ποσά μέσω της εισαγωγής ξένου συναλλάγματος. Οι εργασίες των μεταλλείων ήταν ουσιώδες για την οικονομία του νησιού.

Σήμερα τα μεταλλεία παραμένουν κλειστά και εγκαταλειμμένα. Το Κοινοτικό Συμβούλιο Καλαβασού έχει προγραμματίσει την συντήρηση της εισόδου του μεταλλείου Μουσούλου με τέτοιο τρόπο ώστε οι επισκέπτες να βλέπουν το τρόπο εξόρυξης του μεταλλεύματος όπως γινόταν τα παλαιότερα χρόνια.
Λατομείο Ασβεστόλιθου Τσιμεντοποιϊας Βασιλικού.

Στο Λατομείο Ασβεστόλιθου της Τσιμεντοποιϊας Βασιλικού παράγεται η βασική πρώτη ύλη για την κατασκευή του τσιμέντου. Το Λατομείο Ασβεστόλιθου λειτουργεί από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης της Τσιμεντοποιϊας σε περιοχή δυτικά της Καλαβασού.

 

Send this to a friend