Είναι επίσημο: Η Κύπρος έχει τα πιο καθαρά νερά στην ΕΕ
Στην κορυφή της λίστας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την ποιότητα των υδάτων κολύμβησης, βρίσκεται η Κύπρος για το 2019.
Σύμφωνα με τη σχετική έκθεση, η Κύπρος άγγιξε το τέλειο σε ό,τι αφορά την ποιότητα των υδάτων κολύμβησης (99,1%).
Σχολιάζοντας την πρωτιά, ο υπουργός Γεωργίας Κώστας Καδής, ανέφερε ότι τα άριστα αποτελέσματα είναι πολύ σημαντικά όχι μόνο για την υγεία των λουομένων και το περιβάλλον αλλά και την οικονομία της Κύπρου, η οποία είναι συνδεδεμένη με την ποιότητα της θάλασσας μας και την τουριστική δραστηριότητα.
Σημείωσε ακολούθως ότι η φετινή πρωτιά της Κύπρου δεν είναι τυχαία, αφού από την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Κύπρος συνεχίζει να συμμορφώνεται με τις πιο αυστηρές προδιαγραφές της οδηγίας σχετικά με την διαχείριση της ποιότητας των νερών κολύμβησης, εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από αυτή και παρακολουθεί ανελλιπώς την ποιότητα των νερών κολύμβησης.
Ο Υπουργός Περιβάλλοντος συνεχίζοντας παρατήρησε πως με βάση την ανακοίνωση η Κύπρος είναι πλήρως συμμορφωμένη με τις πιο αυστηρές προδιαγραφές της Οδηγίας για την Διαχείριση της Ποιότητας των Νερών Κολύμβησης.
Συγκεκριμένα ανέφερε ότι τα νερά κολύμβησης της Κύπρου αξιολογήθηκαν ως εξαιρετικής ποιότητας με ποσοστό συμμόρφωσης 99,1%, τοποθετώντας τη χώρα μας στην πρώτη θέση των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τα καθαρότερα νερά κολύμβησης, προσθέτοντας ότι στη δεύτερη θέση βρίσκεται η Αυστρία, με 98,5%, στην τρίτη θέση η Μάλτα, με 97,7%, και μετά η Ελλάδα, με 95,7%.
Διευκρίνισε επίσης ότι για την κολυμβητική περίοδο του 2019, δηλαδή από την 1η Μαΐου μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 2019, έτυχαν παρακολούθησης 112 περιοχές νερών κολύμβησης σε όλη την παράκτια ζώνη της Ελεύθερης Κύπρου σε μηνιαία τουλάχιστον βάση, ενώ πραγματοποιήθηκε και μια δειγματοληψία πριν από την έναρξη της κολυμβητικής περιόδου.
Είπε τέλος ότι η συνεχιζόμενη επιτυχία και πρωτιά που τιμά την Κύπρο, οφείλεται στη συνεχή επαγρύπνηση και στην άψογη συνεργασία του Τμήματος Περιβάλλοντος, που έχει τη συνολική ευθύνη για την εφαρμογή της Οδηγίας, με τις Υγειονομικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας και το Γενικό Χημείο του Κράτους καθώς και τις Αρχές Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
H έκθεση της Κομισιόν
Η ποιότητα των υδάτων κολύμβησης της Ευρώπης παραμένει υψηλή, καθώς σχεδόν το 85 % των περιοχών κολύμβησης σε όλη την Ευρώπη το 2019 πληρούσαν τα υψηλότερα και πλέον αυστηρά ενωσιακά πρότυπα «εξαιρετικής» ποιότητας για τα ύδατα.
Τα αποτελέσματα της αξιολόγησης που δημοσιεύονται από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος (ΕΟΠ) και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι ένας καλός οδηγός για το πού μπορούν να βρουν οι κολυμβητές τα πιο ποιοτικά ύδατα κολύμβησης. Ωστόσο, λόγω της επιδημίας του κορονοϊού και των περιοριστικών μέτρων που εφαρμόζονται σε ολόκληρη την Ευρώπη, το κοινό θα πρέπει να αναζητά επικαιροποιημένες πληροφορίες από τις τοπικές και εθνικές αρχές και τις παραθαλάσσιες επιχειρήσεις σχετικά με τα μέτρα ασφαλείας που ισχύουν στις περιοχές κολύμβησης.
Η Επιτροπή, με σκοπό να βοηθήσει τα κράτη μέλη να άρουν σταδιακά τους ταξιδιωτικούς περιορισμούς και να επιτρέψουν στις τουριστικές επιχειρήσεις να ανοίξουν και πάλι έπειτα από μήνες αναγκαστικής διακοπής της λειτουργίας τους, τηρώντας παράλληλα τις αναγκαίες προφυλάξεις για την υγεία, υπέβαλε στις 13 Μαΐου δέσμη κατευθυντήριων γραμμών και συστάσεων.
Ο επίτροπος Περιβάλλοντος, Ωκεανών και Αλιείας, κ. Βιργκίνιους Σινκέβιτσους, δήλωσε: «Τα καθαρά ύδατα κολύμβησης θεωρούνται πολλές φορές σαν κάτι δεδομένο, αλλά στην πραγματικότητα είναι ένα από τα ευρωπαϊκά συλλογικά επιτεύγματα. Είναι το αποτέλεσμα της σκληρής δουλειάς πολλών ανθρώπων για πολλά χρόνια. Η εφετινή έκθεση επιβεβαιώνει για μια ακόμη φορά ότι οι Ευρωπαίοι πολίτες μπορούν να συνεχίσουν να απολαμβάνουν πολύ υψηλά πρότυπα ποιότητας όταν κολυμπούν σε ευρωπαϊκά ύδατα και ότι πρέπει να ληφθούν όλα τα μέτρα για να συνεχιστεί αυτή η πορεία.»
Ο κ. Hans Bruyninckx, εκτελεστικός διευθυντής του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος, δήλωσε: «Η τακτική παρακολούθηση και αξιολόγηση των υδάτων κολύμβησης είναι ουσιαστικής σημασίας για να διασφαλίσουμε τη διατήρηση της ήδη πολύ υψηλής ποιότητας σε ολόκληρη την Ευρώπη και, όπου απαιτείται, λαμβάνουμε αποτελεσματικά μέτρα για την αντιμετώπιση της ρύπανσης των υδάτων. Τα καθαρότερα ύδατα κολύμβησης δεν ωφελούν μόνο την υγεία και την ευημερία μας, αλλά και την υγεία του περιβάλλοντος.»
Σχεδόν όλες οι 22 295 περιοχές κολύμβησης που αποτέλεσαν αντικείμενο παρακολούθησης την περασμένη χρονιά σε ολόκληρη την Ευρώπη (εκ των οποίων οι 21 981 βρίσκονταν στην τότε ΕΕ των 28 κρατών μελών, δηλ. μαζί με το Ηνωμένο Βασίλειο), πληρούσαν τις ελάχιστες απαιτήσεις ποιότητας σύμφωνα με την ενημέρωση. Παρακολούθηση και αξιολόγηση της ποιότητας των υδάτων στις περιοχές κολύμβησης πραγματοποίησαν επίσης η Αλβανία και η Ελβετία, υπέβαλαν εκθέσεις και τα στοιχεία τους περιλαμβάνονται στην αξιολόγηση.
Συγκεκριμένα αποτελέσματα κατέδειξαν μικρή μείωση του αριθμού των περιοχών που πληρούν τα υψηλότερα πρότυπα «εξαιρετικής ποιότητας» και τις ελάχιστες απαιτήσεις «επαρκούς ποιότητας» που ορίζονται στην οδηγία της ΕΕ για τα ύδατα κολύμβησης. Το 85 % των περιοχών κολύμβησης σε ολόκληρη την Ευρώπη διαθέτουν ύδατα «εξαιρετικής ποιότητας», ενώ το 95 % των περιοχών αυτών διαθέτουν ύδατα τουλάχιστον «επαρκούς ποιότητας». Από τα στοιχεία προκύπτει, επίσης, ότι η ποιότητα των παράκτιων περιοχών κολύμβησης είναι καλύτερη από εκείνες των εσωτερικών υδάτων.
Το ποσοστό των περιοχών κολύμβησης με ύδατα «ανεπαρκούς ποιότητας» ανέρχεται στο 1,3 % του συνόλου των περιοχών που αποτέλεσαν αντικείμενο παρακολούθησης στην Ευρώπη την περασμένη χρονιά. Ο αριθμός αυτός δεν έχει παρουσιάσει μεγάλη διακύμανση από το 2013, όταν το ποσοστό αυτό ήταν 2 %, γεγονός που αντικατοπτρίζει τις μακροπρόθεσμες βελτιώσεις όσον αφορά την ποιότητα των υδάτων κολύμβησης στην Ευρώπη.
Η ποιότητα των υδάτων κολύμβησης στην Ευρώπη έχει βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία 40 έτη, όταν και εκδόθηκε η οδηγία της ΕΕ για τα ύδατα κολύμβησης. Η αποτελεσματική παρακολούθηση και διαχείριση στο πλαίσιο της οδηγίας, σε συνδυασμό με άλλες νομοθετικές πράξεις της ΕΕ που αφορούν το περιβάλλον, όπως η οδηγία για την επεξεργασία των αστικών λυμάτων (1991), έχουν οδηγήσει σε δραστική μείωση των ανεπεξέργαστων ή μερικώς επεξεργασμένων αστικών και βιομηχανικών αποβλήτων που καταλήγουν στα ύδατα κολύμβησης. Ως εκ τούτου, ολοένα και περισσότερες περιοχές όχι μόνο πληρούν τα ελάχιστα πρότυπα, αλλά έχουν επίσης βελτιώσει την ποιότητά τους ώστε να πληρούν τα υψηλότερα δυνατά πρότυπα. Παράλληλα με την εφετινή έκθεση, ο ΕΟΠ δημοσίευσε επίσης έναν επικαιροποιημένο διαδραστικό χάρτη με τις επιδόσεις κάθε περιοχής κολύμβησης. Διατίθενται, επίσης, επικαιροποιημένες εκθέσεις ανά χώρα και περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας.
Η Επιτροπή πρόκειται να ξεκινήσει αξιολόγηση της οδηγίας κατά τις προσεχείς εβδομάδες, με σκοπό να αναλύσει τι έχει λειτουργήσει και τι όχι. Σε αυτή τη βάση, η Επιτροπή θα αποφασίσει κατά πόσον θα πρέπει να αναληφθούν συμπληρωματικές πρωτοβουλίες για τη βελτίωση της λειτουργίας της οδηγίας.
Ιστορικό
Όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, καθώς και η Αλβανία και η Ελβετία, παρακολουθούν τις περιοχές κολύμβησης σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας της ΕΕ για τα ύδατα κολύμβησης. Η αξιολόγηση της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης σύμφωνα με την οδηγία για τα ύδατα κολύμβησης χρησιμοποιεί τις τιμές δύο μικροβιολογικών παραμέτρων: των εντερόκοκκων και των κολοβακτηριδίων (Escherichia coli).
Η νομοθεσία προσδιορίζει εάν η ποιότητα των υδάτων κολύμβησης μπορεί να χαρακτηριστεί «εξαιρετική», «ικανοποιητική», «επαρκής» ή «ανεπαρκής», ανάλογα με τα επίπεδα των βακτηρίων κοπράνων που ανιχνεύονται. Όταν τα ύδατα χαρακτηρίζονται «ανεπαρκούς ποιότητας», τα κράτη μέλη της ΕΕ οφείλουν να λαμβάνουν ορισμένα μέτρα, όπως να απαγορεύουν την κολύμβηση ή να συνιστούν την αποφυγή της, να ενημερώνουν το κοινό και να προβαίνουν σε κατάλληλες επανορθωτικές ενέργειες.
Η μόλυνση των υδάτων από βακτήρια κοπράνων εξακολουθεί να θέτει σε κίνδυνο την ανθρώπινη υγεία, ιδίως όταν διαπιστώνεται σε περιοχές κολύμβησης. Η κολύμβηση σε μολυσμένες παραλίες ή λίμνες μπορεί να προκαλέσει την εμφάνιση ασθενειών. Οι κύριες πηγές της ρύπανσης είναι η αποχέτευση και η αποστράγγιση υδάτων από αγροτικές εκμεταλλεύσεις και γεωργικές εκτάσεις. Η ρύπανση αυτή αυξάνεται κατά τη διάρκεια ισχυρών βροχοπτώσεων και πλημμυρών λόγω της υπερχείλισης λυμάτων και της απορροής μολυσμένων υδάτων αποστράγγισης σε ποταμούς και θάλασσες.
Πηγή: Πολίτης