Θα καταφέρει ο ζεστός καιρός και η υψηλή υγρασία να σταματήσουν την πανδημία του κορονoϊού ή είναι μια ψεύτικη ελπίδα που βασίζεται σε συγκρίσεις με κοινούς ιούς όπως η γρίπη;
Ενώ τα αποτελέσματα των ερευνών δεν είναι συνεπή, μια νέα έκθεση της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών (NAS) των ΗΠΑ υποδηλώνει ότι τα δεδομένα συγκλίνουν ολοένα και περισσότερο προς ένα συμπέρασμα – ο ζεστός καιρός δεν θα σταματήσει την εξάπλωση του ιού.
Η έκθεση, η οποία αναλύει ποικίλες μελέτες, καταρτίστηκε από τον γιατρό David A. Relman, MD, μέλος της μόνιμης επιτροπής της NAS για τις αναδυόμενες λοιμώξεις και τις απειλές κατά της υγείας του 21ου αιώνα και συμπεριλήφθηκε σε μια “σύντομη συμβουλευτική επιστολή εμπειρογνωμόνων” προς τον Λευκό Οίκο.
Τα αποδεικτικά στοιχεία υπέρ της επιβράδυνσης του ιού σε ζεστό κλίμα προέρχονται, εν μέρει, από την παρατήρηση εποχιακών μοτίβων ιών όπως η γρίπη που εντείνονται κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου και του χειμώνα και υποχωρούν την άνοιξη. Ακόμα και κάποιοι άλλοι κορονοϊοί ακολουθούν αυτό το μοτίβο. Αλλά ο Relman λέει τα δεδομένα που υποδηλώνουν ότι το SARS-CoV-2, ο ιός που προκαλεί την ασθένεια COVID-19, θα ακολουθήσει το ίδιο μοτίβο, είναι στην καλύτερη μη καταληκτικά.
“Ορισμένα περιορισμένα δεδομένα υποστηρίζουν μια πιθανή μείωση των κρουσμάτων σε θερμότερες και πιο υγρές εποχές, αλλά όλα υπόκεινται σε σημαντικούς περιορισμούς”, επισημαίνει στην έκθεση.
Στην πραγματικότητα, ορισμένα από τα μέρη όπου ο ιός έχει ήδη εξαπλωθεί έχουν ζεστό καιρό αυτή τη στιγμή.
“Δεδομένου ότι οι χώρες που έχουν σήμερα ‘καλοκαιρινά κλίματα’, όπως η Αυστραλία και το Ιράν, βρίσκονται αντιμέτωπες με ταχεία εξάπλωση του ιού, δεν πρέπει να υποτεθεί ότι θα μειωθούν τα κρούσματα σε άλλες περιοχές όπου θα αυξηθεί η υγρασία και η θερμοκρασία”.
Επιπλέον, δύο από τους πιό διαβόητους κορονοϊούς, ο SARS-CoV και ο MERS-CoV, “δεν έδειξαν κανένα στοιχείο εποχικότητας μετά την εμφάνιση τους”.
Η κατάληξη σε μια αξιόπιστη απάντηση από την αρχή της έρευνας μέχρι σήμερα είναι δύσκολη επειδή πολλές από τις μελέτες διεξήχθησαν σε εργαστήρια με ασυνεπείς συνθήκες και άλλες είναι “μελέτες φυσικής ιστορίας” -πολλές από την Κίνα- οι οποίες δεν ανταποκρίνονται επαρκώς στις ενδείξεις αυτής της πανδημίας.
“Υπάρχουν σημαντικά προσκόμματα σε όλες τις μελέτες που παρουσιάστηκαν, που αφορούν κυρίως την ποιότητα των δεδομένων και τον περιορισμό του χρόνου και της θέσης”, γράφει ο Relman. “Υπάρχουν επίσης σημαντικοί αποδιοργανωτικοί παράγοντες που σχετίζονται με τη γεωγραφία και, ως εκ τούτου, με τη θερμοκρασία και την υγρασία.”
Ακόμη και σε πρόσφατες έρευνες που υποδηλώνουν ότι οι υψηλότερες θερμοκρασίες και υγρασία θα μειώσουν τη ιογενή “μολυσματικότητα”, ο βασικός ρυθμός αναπαραγωγής (γνωστός ως ο μέσος όρος R0) παρέμενε κοντά στο 2 [κάθε μολυσμένο άτομο προσβάλλει δύο επιπλέον ανθρώπους] στη μέγιστη υγρασία και θερμοκρασία στο σύνολο δεδομένων τους, υποδεικνύοντας ότι ο ιός θα εξαπλώνεται εκθετικά ακόμη και σε υψηλότερες θερμοκρασίες και υγρασία”.
Η έκθεση προσθέτει ότι είναι επίσης ανεπαρκής η εξάρτηση από έρευνες επικεντρωμένες σε επιδημικά στελέχη της γρίπης, τα οποία συνήθως είναι εποχιακά, επειδή τα “πανδημικά στελέχη της γρίπης δεν έχουν παρουσιάσει το τυπικό εποχιακό πρότυπο”.
“Υπήρξαν 10 πανδημίες γρίπης τα τελευταία 250 χρόνια – δύο ξεκίνησαν στο βόρειο ημισφαίριο το χειμώνα, δύο το καλοκαίρι και τρεις το φθινόπωρο”, γράφει ο Relman. “Όλες είχαν δεύτερο κύμα κορύφωσης περίπου έξι μήνες μετά την εμφάνιση στον ανθρώπινο πληθυσμό, ανεξάρτητα από το πότε συνέβη η αρχική εισαγωγή”.
Η ανάλυση του Relman αφορά επίσης θέματα που σχετίζονται με τη θερμοκρασία εσωτερικού χώρου, συμπεριλαμβανομένης της ανησυχητικής επιμονής του ιού στον εξοπλισμό ατομικής προστασίας, όπως οι μάσκες.
“Η επιμονή του μολυσματικού ιού στα είδη ατοιμής προστασίας απασχολεί και εγγυάται πρόσθετη μελέτη για την ενημέρωση των εργαζομένων στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης”, γράφει, σημειώνοντας ότι μια μεγάλη συγκέντρωση ιικών σωματιδίων βρέθηκε μέσα σε μάσκες μετά από επτά ημέρες. Αυτό το αποτέλεσμα υπογραμμίζει την ανάγκη οι εργαζόμενοι στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης να χρησιμοποιούν νέες μάσκες στη διάρκεια της ημέρας για να αποφεύγουν να μολύνουν τον εαυτό τους και τους άλλους.
“Οι πρόσθετες μελέτες καθώς ξεδιπλώνεται η πανδημία SARs-CoV-2 θα μπορούσαν να αποτυπώσουν περισσότερο τις επιπτώσεις του κλίματος στη μετάδοση”, καταλήγει η έκθεση.
Forbes