Όταν ο θάνατος σε ακολουθεί
Τότε κυριεύουν τη ψυχή η απελπισία και η απογοήτευση. Το σκοτάδι διώχνει το φως και η ζωή μοιάζει με ναυάγιο. Όταν όμως ο θάνατος θελήσει να χτυπήσει δυο φορές την ίδια πόρτα, όταν πάρει μαζί του όχι μόνο το ένα παιδί από μία οικογένεια αλλά και τα δυο ξεγυμνώνοντας ένα σπίτι, αφήνοντας άδειες τις αγκαλιές της μάνας και του πατέρα…
Τότε πρόκειται για μια απερίγραπτη τραγωδία. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί το μέγεθος της δυστυχίας και του πόνου.
Πριν από δώδεκα περίπου χρόνια…
Η οικογένεια του κύριου Τάκη και της κυρίας Ανδρούλλας Παπαμιχαήλ από το Λιοπέτρι, βίωσε μια απίστευτη τραγωδία.
Η κυρία Ανδρούλλα αναφέρει στο ant1iwo:
«Είμαι από το χωριό Γαϊδουρά της Επαρχίας Αμμοχώστου και γεννήθηκα στις 9/9/1951. Δυστυχώς τα βάσανα και οι δυσκολίες με κυνηγούσαν από μωρό…
Το πρώτο μου ατύχημα το είχα την ημέρα της βάπτισης μου. Από την αναμμένη λαμπάδα πήραν φωτιά τα ρούχα μου ενώ ήμουν μέσα στη κούνια. Ευτυχώς την γλύτωσα με ελάχιστα εγκαύματα. Σε ηλικία 3 ετών, με ανέβασε ο πατέρας μου μαζί του πάνω στο κομπάϊ αλλά κάποια στιγμή γλίστρησα και έπεσα. Το κομπάϊ πέρασε από πάνω μου. Από θαύμα σώθηκα. Σε ηλικία 6 ετών, γλύτωσα από βέβαιο πνιγμό. Αυτή τη φορά με έσωσε η μητέρα μου.
Το 1979…
Αρραβωνιάστηκα τον Τάκη και ένα χρόνο μετά, παντρευτήκαμε. Τον ίδιο χρόνο, γέννησα το πρώτο μας παιδί, τον Χαράλαμπο. Μετά από τρία χρόνια γέννησα και το δεύτερο, τον Σωτήρη.
Τα εισοδήματα μας ήταν ελάχιστα και με πολλές δυσκολίες καταφέραμε να κτίσαμε το σπίτι μας. Τότε ο μισθός του άντρα μου ήταν 20 λίρες την εβδομάδα. Θυμάμαι ένα καλοκαίρι, με χίλιες δυο οικονομίες, αγόρασα ένα κοτόπουλο. Μέχρι να έρθω στο σπίτι από τη ζέστη πέθανε. Έπρεπε να το πετάξω αλλά δεν είχα τίποτε άλλο μέσα στο ψυγείο μου, ούτε κρέας ούτε χόρτα, θα μέναμε νηστικοί. Δεν είχα άλλη επιλογή, το καθάρισα και το μαγείρεψα.
Δεν με ένοιαζε η φτώχεια γιατί ήμουν ευτυχισμένη. Έβλεπα τον Χαράλαμπο και τον Σωτήρη μου και χαιρόμουν. Κάθε μέρα ευχαριστούσα το Θεό που μου έστειλε δυο τόσο υπέροχα παιδιά.
Δυστυχώς όμως, η ηρεμία και η χαρά δεν κράτησαν…
Ο Χαράλαμπος σε ηλικία 3 ετών, κουραζόταν πολύ εύκολα. Το πρόβλημα επιδεινώθηκε όταν πήγε στο νηπιαγωγείο. Τον πήγα σε πολλούς γιατρούς αλλά κανένας δεν κατάλαβε τι είχε. Αργότερα κατάλαβα ότι και ο Σωτήρης μου είχε το ίδιο πρόβλημα με τον Χαράλαμπο. Κάποια στιγμή κρυολόγησαν και τα πήγα στο νοσοκομείο. Ήταν πέντε χρονών ο Χαράλαμπος και δυο ο Σωτήρης. Είπα στο γιατρό ότι και τα δυο κουράζονταν πολύ εύκολα και αφού τα εξέτασε μου είπε: «Αν είναι αυτό που πιστεύω τα παιδιά σου θα μείνουν παράλυτα».
Εκείνη τη στιγμή ήταν σαν να έπεσε ολόκληρο το κτίριο απάνω μου. Δεν μπορούσα να μπω στο σπίτι, ένιωθα μεγάλη στεναχώρια. Μερικές μέρες μετά, με πήρε τηλέφωνο ο γιατρός και μου είπε ότι δυστυχώς, οι φόβοι του επιβεβαιώθηκαν. Δεν το άντεξα, έλεγα σε όλους:«πάρτε τα μωρά μου και φύγετε από το σπίτι, δεν θέλω να με βλέπουν που κλαίω. Δεν μπορώ άλλο θα πεθάνω». Περπατούσα στο δρόμο και έκλαιγα, βίωνα τον χειρότερο πόνο στη ζωή μου. Με περίμεναν όμως και άλλα πολύ χειρότερα…
Οι γιατροί που εξέτασαν τα παιδιά μου, μας είπαν πως όταν γίνουν 12 ετών, δεν θα μπορούν να περπατήσουν. Θα έμεναν καθηλωμένα σε αναπηρικό καροτσάκι και στην ηλικία των 20 θα πέθαιναν.
Μόλις το άκουσα πάγωσα, δεν μπορούσα να βγάλω μιλιά από το στόμα μου. Δεν ήξερα πώς να αντιδράσω, τρελάθηκα. Ήταν σαν να μου κάρφωναν ένα μαχαίρι στο στήθος και στο στομάχι, τόσο πονούσα.
Δυστυχώς όλα έγιναν όπως μας τα είπαν. Όταν έγιναν 12 ετών, δεν μπορούσαν να περπατήσουν, προσπαθούσαν αλλά έπεφταν. Τα αναπηρικά καροτσάκια συνόδευαν τα παιδιά μου μέχρι και τα 27 τους χρόνια, μέχρι που πέθαναν.
Όλος ο κόσμος παρακαλεί να μεγαλώσουν τα παιδιά του αλλά εγώ παρακαλούσα το Θεό να μην μεγαλώσουν. Να μείνουν για πάντα 15 χρονών.
«Θέλω να σου πω κάτι αλλά θέλω να το αντέξεις. Σε δυο μέρες θα πεθάνω»
Ο Σωτήρης μου δεν έμαθε ούτε να γράφει ούτε να διαβάζει, είχε πρόβλημα. Ο Χαράλαμπος όμως τελείωσε το Λύκειο και ήταν πολύ καλός μαθητής. Ήταν πολύ έξυπνος και πάντα έλεγε σοφά και όμορφα λόγια σε όλους μας. Όλα αυτά τα χρόνια, τους έκρυβα την αλήθεια. Ποτέ δεν τους μίλησα για την σοβαρότητα της κατάστασης τους.
Θυμάμαι τα κλάματα που έκανα όταν ζήτησα βοήθεια για να αγοράσω ένα αφορολόγητο -ειδικό αναπηρικό- αυτοκίνητο. Χτύπησα πολλές πόρτες γραφείων των τότε υπουργών αλλά κανείς δεν μου έδινε σημασία. Ένας υπουργός τότε, με ρώτησε και μάλιστα με έντονο ύφος, γιατί ήθελα ένα τέτοιο αυτοκίνητο. Του έδειξα τα παιδιά μου και εκείνος μου είπε:«Μπορείς να πας όπου θέλεις αλλά αυτοκίνητο αφορολόγητο δεν θα πάρεις». Έβαλα τα κλάματα και έφυγα.Στο τέλος όμως τα κατάφερα και ευτυχώς πήρα το αυτοκίνητο.
Τα χρόνια περνούσαν και επειδή τα παιδιά μου πέρα από το σπίτι δεν πήγαιναν πουθενά αλλού, σκέφτηκα να βρω δουλειά του Χαράλαμπου. Είπα σε κάποιον να προσλάβει το γιό μου στη δουλειά του και κάθε μήνα, θα του έδινα εγώ κρυφά 200 λίρες. Εκείνος θα τα έδινε στο παιδί σαν μισθό. Έτσι ο γιός μου θα γινόταν ευτυχισμένος γιατί θα έβγαινε έξω, θα γνώριζε και θα μιλούσε με κόσμο. Δυστυχώς όμως εκείνος μου το αρνήθηκε και το παιδί έμεινε στο σπίτι.
Ένα απόγευμα…
Ο γιός μου με κοίταξε στα μάτια και μου είπε:«Θέλω να σου πω κάτι αλλά θέλω να το αντέξεις. Σε δυο μέρες θα πεθάνω». Με μάτια δακρυσμένα τον ρώτησα: «Αγάπη μου κατάλαβες τώρα τι μου είπες;» και μου απάντησε:«Ναι μάμα κατάλαβα. Ήξερα τι θα συμβεί στη ζωή μου και εσύ πίστευες πως τίποτα δεν είχα καταλάβει. Ήξερα πως όταν φεύγαμε εσύ καθόσουν και έκλαιγες και όταν επιστρέφαμε εσύ τραγουδούσες. Δεν έβλεπα νομίζεις τα κόκκινα μάτια σου; Θα φύγω και να ξέρεις πως το θάνατο δεν τον φοβάμαι. Μόνο μια χάρη θέλω να σου ζητήσω, να μην τσακωθείς ποτέ με τον παπά για να είμαι καλά εγώ εκεί που θα πάω. Να ξέρεις πως ποτέ δεν είχα κανένα παράπονο από σένα, πάντα μας φρόντιζες και μας αγαπούσες πολύ. Στην πραγματικότητα είσαι μία ηρωίδα». Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο σπίτι ο άλλος μου γιός και τον άκουσε:«Τι είπες ρε Χαράλαμπε; θα πεθάνεις;» και εκείνος του είπε:«Να προσέχεις τη μάμα» ο Σωτήρης του απάντησε:«Θα φύγεις και θα μείνω εγώ; Όχι εγώ θα πεθάνω πρώτος και εσύ να έρθεις μετά»
Αυτό ακριβώς συνέβη, πέθανε πρώτα ο μικρός μου γιός χωρίς τίποτα να προηγηθεί, χωρίς να αρρωστήσει χωρίς τίποτα. Εκείνο το βράδυ παρακολουθούσε τηλεόραση και ζήτησε από τη θεία του να αλλάξει κανάλι. Της είπε: «Θέλω να δω για τελευταία φορά τον Καρακάμηλο».
Ήταν 11.30 το βράδυ…
Του είπα: «Άτε αγάπη μου να πάμε για ύπνο. Ώσπου να σε ετοιμάσω θα γίνει μεσάνυχτα» εκείνος γελώντας μου είπε:«Άτε πάμε γιατί έτσι θα μου μουρμουράς. Μόνο που απόψε, θέλω να καθίσετε δίπλα μου». Πέρασαν μόνο 15 λεπτά από την στιγμή που τον έβαλα στο κρεβάτι και εκείνος ταραγμένος, μου ζήτησε να τον σηκώσω απάνω. Τον σήκωσα και τον έβαλα στην αγκαλιά μου. Εκείνος κοίταξε τον αδελφό του και του είπε: «Αδέλφι εγώ φεύκω τωρά». Μετά από ένα λεπτό έκλεισε τα μάτια. Φώναζα σαν τρελή στον άντρα μου «Τάκη το μωρό βούρα…».
Ειλικρινά δεν μπορώ να καταλάβω πως βρήκα τη δύναμη, να δώσω το παιδί στον Τάκη και να πάρω το τιμόνι. Μέχρι το νοσοκομείο οδήγησα. Ήμουν σαν μεθυσμένη και δεν θυμάμαι και πολλά. Τα ξημερώματα φέραμε πίσω το Σωτήρη μου νεκρό στο σπίτι. Τον είχα πάνω στο τραπέζι της κουζίνας μου μέχρι την ώρα της κηδείας. Έκανα λάθος, έπρεπε να τον έβαζα στο σαλόνι γιατί τους είχα υποσχεθεί πως όταν θα τους αρραβώνιαζα, θα καθόμασταν στο σαλόνι και θα έβγαζα το καλό μας σερβίτσιο για να κεράσουμε όλο τον κόσμο.
Στην κηδεία του Σωτήρη, ο Χαράλαμπος ζήτησε από τους φίλους του να τον πάνε στο νοσοκομείο επειδή δεν ένιωθε καλά. Τους είπε: «Πάρτε με στο νοσοκομείο, τελείωσα» αυτοί του έλεγαν: «Τι λες ρε Χαράλαμπε, σκέψου τη μάνα σου που κλαίει» και εκείνος τους είπε:«Πάρτε με τζιαι την μάμα μου επροετοίμασα την».
Καθώς τον έπαιρναν, εκείνος τους είπε:«Λάμπρο οδήγα καλά, εγώ τωρά εννά πεθάνω όχι να φοβηθείτε. Τωρά εννά πεθάνω» και πέθανε μέσα στα χέρια του Αντρέα. Όταν είχα πάει στο νοσοκομείο, τον είχαν στα μηχανήματα και τα μάτια του ήταν γεμάτα αίμα.
Δεν μπορούσαν να δεχτούν το γεγονός ότι θα έφευγε ο ένας και θα έμενε ο άλλος. Εγώ γιατί το δέχτηκα Θεέ μου…
Πάντα παρακαλούσα να γίνει ένα Θαύμα. Έλεγα: «Θεέ μου ο κόσμος αλλαξοπίστησε κάνε ένα θαύμα, αν δούνε τα μωρά μου να σηκωθούν από τις καρέκλες, θα σε πιστέψουν όλοι Θεέ μου!!!» μέχρι την τελευταία στιγμή πίστευα πως θα γινόταν το θαύμα αλλά δεν έγινε…»
Τα λεφτά που μαζεύτηκαν από τις κηδείες του Σωτήρη και του Χαράλαμπου καθώς και το αναπηρικό αυτοκίνητο, η κυρία Ανδρούλλα και ο κύριος Τάκης τα δώρισαν στο Κέντρο για άτομα με νοητική υστέρηση «Απόστολος Παύλος» στο Λιοπέτρι . Πάνω στο αυτοκίνητο έγραψαν τα ονόματα των παιδιών τους.
Πηγή: ant1iwo.com