Ο Κύπριος μυστικός πράκτορας που έγραψε ιστορία στη δίωξη ναρκωτικών των ΗΠΑ
Αν θα έπρεπε να τον περιγράψω με τρεις λέξεις θα έλεγα πως είναι «λάτρης της ζωής». Τώρα πώς γίνεται αυτό όταν μιλάμε για έναν άνθρωπο που έχει κάνει επάγγελμα το παιχνίδι με τον θάνατο… Ίσως γι αυτόν ακριβώς το λόγο.
Λένε πως οι άνθρωποι που δεν φοβούνται να ζήσουν, δεν φοβούνται και να πεθάνουν. Άλλωστε και τα δύο είναι κομμάτια του ίδιου κύκλου, άσχετα αν οι περισσότεροι αρνούνται να τα δούν και επιμένουν να αναπολούν το πριν ή να περιμένουν το μετά, αδιαφορώντας για το τώρα.
Η ιστορία του Κύπριου μυστικού πράκτορα της αμερικανικής υπηρεσίας δίωξης ναρκωτικών (DEA), Σπύρου Ενωτιάδη, έγινε πριν ένα μήνα παγκοσμίως γνωστή μέσα από τη συνέντευξη που έδωσε στο αμερικανικό περιοδικό “New Yorker”. Η συνέντευξη αυτή αναδημοσιεύθηκε εν ριπή οφθαλμού σε ελληνικά και διεθνή ΜΜΕ. Το ρεπορτάζ του αμερικανού δημοσιογράφου Yudhijit Bhattacharjee ήταν ουσιαστικά το αποτέλεσμα μιας εξαντλητικής έρευνας τριών χρόνων επικεντρωμένης στη ζωή του ανθρώπου, χαρη στον οποίο η DEA κατάφερε να οδηγήσει στη φυλακή μερικά από τα μεγαλύτερα αφεντικά των καρτέλ ναρκωτικών και του λαθρεμπορίου όπλων παγκοσμίως.
Μη έχοντας μιλήσει ποτέ στο παρελθόν σε άλλο ΜΜΕ, εκτός από τον New Yorker, η κίνηση μου να τον προσεγγίσω και να του ζητήσω μία συνέντευξη, φάνταζε τουλάχιστον υπεραισιόδοξη. Η θετική του όμως ανταπόκριση στο κάλεσμα αυτό, τελικά διέψευσε τις δυσοίωνες προβλέψεις μου.
Με περισσή ευκολία και άνεση ο Σπύρος Ενωτιάδης, από το 1988 που δουλεύει ως μυστικός πράκτορας της DEA, έχει καταφέρει να διεισδύσει στους σκοτείνους χώρους του ναρκεμπορίου και του λαθρεμπορίου όπλων, υποδυόμενος κάποιες φορές τον μεσάζοντα και κάποιες άλλες τον μεγαλο-βαρόνο, απέναντι σε αδίστακτα αφεντικά που ανά πάσα στιγμή μπορούν να του βάλουν το όπλο στον κρόταφο και να τελειώσουν όλα.
Η ευκολία του να γίνεται ένα με τον ρόλο και η μαεστρία του να πείθει ακόμη και τον πιο υποψιασμένο, οδήγησαν την αμερικανική υπηρεσία δίωξης ναρκωτικών σε μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της.
Για την όλη δράση του, το αμερικανικό κράτος τον έχει βραβεύσει αρκετές φορές. Μια από αυτές αφορούσε την απονομή του μεταλλίου «Ellis Island Medal of Honor» το 2004, διάκριση την οποία στο παρελθόν έχουν λάβει προσωπικότητες όπως ο Μοχάμεντ Άλι, ο Τζον Μακέιν, η Ρόζα Παρκς, η Ζακλίν Κένεντυ κ.α.
Το μότο στην ζωή του Ενωτιάδη θα μπορούσε πολύ εύκολα να συνοψιστεί στην Καζατζάκεια κοσμοθεωρία του «Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λεύτερος». Άλλωστε στην πολύωρη κουβέντα μας, αναφέρθηκε αρκετές φορές στον -κυνικό για πολλούς- συγγραφέα, κάνοντάς με να καταλάβω πως μιλάω με έναν άνθρωπο που θέλει να ξεζουμίζει τη στιγμή, όχι γιατί αδιαφορεί για τις συνέπειες του αύριο, αλλά γιατί αρνείται να εγκλωβιστεί στις πιθανότητες ενός άσχημου αύριο, ακόμη κι αν αυτές καμιά φορά είναι εναντίον του.
Με φωνή αργή, αποφασιστική και καθαρή μου αποκάλυψε κομμάτια της ζωής και της δουλειάς του, τόσα ώστε να μπορέσω να σχηματίσω μια αχνή εικόνα της προσωπικότητάς του. Οτιδήποτε περισσότερο άλλωστε, θα ήταν αδύνατο να εξαντληθεί σε μια συνέντευξη μερικών ωρών.
Στα 72 του χρόνια σήμερα ζει στη Νέα Υόρκη και συνεχίζει -παρά τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει- να εργάζεται. Μάλιστα, την προηγούμενη μέρα της συνέντευξης μας, είχε κάνει μια έκτακτη επέμβαση στο νοσοκομείο, και αμέσως μετά, όπως μου είπε, είχε ένα ραντεβού στα πλαίσια της υπηρεσίας. Ξεπερνώντας την πρώτη μου έκπληξη, με κυρίευσε η περιέργεια να τον ρωτήσω πώς πήγε το ραντεβού αυτό, και με αφοπλιστική ειλικρίνια μου απάντησε πως αν δεν πήγαινε καλά, πολύ απλά δεν θα μιλούσαμε τώρα στο τηλεφώνο.
Για να κάνεις τη δουλειά του Σπύρου Ενωτιαδή χρειάζονται κυρίως δύο πράγματα: Βαθιά αφοσίωση στην έννοια του δικαίου και έξη στην αδρεναλίνη. Τα έχει και τα δύο, και ίσως αυτή να είναι η αιτία που σήμερα θεωρείται ένας από τους πιο πετυχημένους πράκτορες που πέρασαν ποτέ από την DEA.
Άλλο agent κι άλλο snitch
Ο Σπύρος Ενωτιάδης διανύοντας την έβδομη δεκαετία της ζωής του μπορεί να καυχηθεί χωρίς υπερβολή πως έχει ζήσει τα πάντα και μάλιστα σε υπερθετικό βαθμό.
Αυτό όμως που δεν έκανε ποτέ, είναι να βρεθεί στην απέναντι πλευρά του νόμου. Γι αυτό και τονίζει εμφαντικά την ιδιότητά του ως μυστικός πράκτορας της DEA, διακρίνοντάς την από την ιδιότητα του πληροφοριοδότη, η οποία όπως εξηγεί έχει να κάνει με άτομα που ανήκουν σε εγκληματικές ομάδες και επειδή όταν συλαμβάνονται επιδιώκουν να ελαφρύνουν τη θέση τους, αρχίζουν και αποκαλύπτουν πληροφορίες για πρόσωπα και πράγματα.
«Με πιάσατε με 100γρ. μαριχουάνας αλλά έχω να σας δώσω μια πληροφορία για 100 κιλά, αλλά θα ξεχάσετε τα 100γρ. τα δικά μου. Έτσι γίνεσαι πληροφοριοδότης, γίνεσαι snitch. Αυτό εγώ δεν το έχω κάνει ποτέ στη ζωή μου, γιατί εγώ δεν ανήκα ποτέ σε κάποια ομάδα, παράνομη. Δεν έχω δουλέψει ποτέ από την απέναντι μεριά του νόμου.»
Η ζωή του Σπύρου Ενωτιάδη είχε όλες τις προοπτικές να είναι εντελώς διαφορετική. Γεννημενος σε μία αρκετά εύπορη οικογένεια της Λευκωσίας, με πατέρα έναν από τους πιο πετυχημένους εμπόρους φαρμάκων του νησιού, θα μπορούσε κάλλιστα να μείνει στα πάτρια εδάφη, έχοντας ένα μέλλον στρωμένο και εύκολο. Ωστόσο επέλεξε από πολύ νωρίς να φύγει και να δοκιμάσει τις δυνάμεις του εκτός συνόρων, ξεκινώντας ουσιαστικά ένα κυνήγι πρόκλησης του ίδιου του, του εαυτού.
«Την κάθε υπόθεση στην οποία εμπλέκομαι, την βλέπω σαν μία πρόκληση. Πες είναι πρόκληση για τις ικανότητές μου, για το μυαλό μου. Νιώθω σαν τον αθλητή που έχει να αντιμετωπίσει άλλους 14 στο άλμα επί κοντώ, και κυνηγάει τα 6,80. Αυτό είναι για μένα η δουλειά μου.»
Τη διετία 1975-1976 ο Σπύρος Ενωτιάδης θα βρεθεί στο Λίβανο σε μία εποχή που ο εμφύλιος έχει ρίξει τη χώρα σε μαρασμό. Εκεί θα δραστηριοποιηθεί ως εκπρόσωπος και αρχηγός αποστολής του οργανισμού “Terre des Hommes” για την προστασία και σωτηρία παιδιών από εμπόλεμες περιοχές. Ο οργανισμός αυτός έσωσε περίπου 2000 παιδιά από Λίβανο και Συρία.
Το 1977 ο Σπύρος Ενωτιάδης θα μετακομίσει στη Ροδεσία (σημερινή Ζιμπάμπουε), όπου και πολύ γρήγορα θα αναρριχηθεί στα επιχειρηματικά στρώματα της χώρας, ενώ θα φτάσει στη θέση συμβούλου για θέματα οικονομίας και εξωτερικής πολιτικής του Αφρικανού Nationalist Leader και αρχηγού των ZANU, Reverend Ndabaningi Sithole.
Εκεί θα έχει και την πρώτη του επαφή με τους αμερικανούς (1978) όταν θα τον προσεγγίσει η ίδια η CIA, στην οποία θα γίνει μέλος και θα δράσει μέχρι το 1981.
Ο ταξιτζής ναρκέμπορος
Μετά από μια επαγγελματική παρένθεση στην Κύπρο, στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 ο Σπύρος Ενωτιάδης πηγαίνει στην Αργεντινή, όπου και θα δραστηριοποιηθεί στο χώρο της νυκτερινής διασκέδασης.
Εκεί θα γνωρίσει τον Σταύρο, έναν ελλαδίτη ταξιτζή που θα του αποκαλύψει ότι κάνει εμπόριο ναρκωτικών , και θα του ζητήσει να μεσολαβήσει για να του βρει αμερικανούς αγοραστές κοκαΐνης.
«Τίποτα δεν είναι τυχαίο σ’ αυτή τη ζωή. Το γεγονός ότι όταν πήγα στην Αργεντινή γνώρισα έναν ταξιτζή που μου εκμυστηρεύθηκε ότι είναι έμπορος ναρκωτικών, αυτό δεν είναι ούτε καλότυχο, ούτε κακότυχο, είναι απλώς μια συγκυρία πραγματων.»
«Εγώ δεν είμαι του δεν με νοιάζει… εγώ εκ φύσεως δεν ξεπερνάω πολλά πράγματα στη ζωή μου, γιατί δεν είμαι αδιάφορος.»
Η επιχείρηση της Αργεντινής θα αποτελέσει το βάσπιτσμα του πυρός για τη δουλειά που στη συνέχεια θα γίνει η ζωή του.
Άλλωστε όπως παραδέχεται, τα χρόνια που ακολούθησαν ποτέ δεν είχε παράλληλα κάποια ζωή σημαντικότερη από τη δουλειά του, γι αυτό και οι περισσότερες σχέσεις του με γυναίκες συνήθως τελείωναν άδοξα.
Closer…
Η δουλειά του Ενωτιάδη ουσιαστικά ξεκινά όταν γίνεται inserted από την DEA, εμφυτεύεται δήλαδή κάτα κάποιο τρόπο μέσα στο χώρο που κινούνται οι στόχοι, υποδυόμενος κάποιον άλλο. Απο εκεί και πέρα ως “closer” αποστολή του είναι να κλείσει την υπόθεση οδηγώντας την υπηρεσία στη σύλληψη των ενόχων.
Οι αμοιβές για τις αποστολές που αναλαμβάνει διόλου ευκαταφρόνητες, ωστόσο τα λεφτά όπως μου ξεκαθάρισε, ποτέ δεν ήταν αυτοσκοπός.
«Θα μπορούσα να κερδίζω πολύ περισσότερα λεφτά, και το έχω αποδείξει, χωρίς να ασχολούμαι με τις υπηρεσίες αυτές. Αλλά αυτό είναι κάτι που με συγκινεί. Κάθε φορά που ξεκινάς να κάνεις αυτή τη δουλειά, υπάρχουν κίνδυνοι. Ίσως αυτός ο κίνδυνος είναι και αυτό που εμένα με τραβάει.»
Τον ρωτάω για τον φόβο και πώς καταφέρνει να τον παραμερίζει, και παραδέχεται πως ο φόβος υπάρχει, όπως υπάρχει σε κάθε φυσιολογικό άνθρωπο.
«Αν δεν φοβόμουν θα ήμουν τρελός. Κάποιος που αγαπά τη ζωή του και είναι υπεύθυνος για την παρουσία του σε αυτό τον κόσμο, ασφαλώς και έχει φοβίες. Αλλά αυτό είναι και μια πρόκληση για μένα να ελεγχω τις ανησυχίες μου, είναι θέμα πειθαρχίας. Και μέσω πειθαρχίας πετυχαίνω κάποια πράγματα.»
Το 1991 θα βρει τον Ενωτιάδη στις Βρυξέλλες, με πλάνο να ξεκινήσει μια επιχείρηση εξαγωγής αλουμνίου στη Ρωσία και εισαγωγής βοδινού από την Αργεντινή στην Ευρώπη.
Εκεί θα γνωρίσει έναν ελλαδίτη ιδιοκτήτη κλαμπ τον Νίκο Τσακαλάκη, ο οποίος κάποια στιγμή θα του αποκαλύψει πως κάνει εμπόριο ναρκωτικών, και πως φέρνει από το Αφγανιστάν την καλύτερη ηρωίνη.
Σε μία από τις συζητήσεις τους, θα ρωτήσει τον Ενωτιάδη αν έχει υπόψη του αγοραστές στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Ενωτιάδης λέγοντάς του πως θα το κοιτάξει, αποτείνεται σε έναν πράκτορα της DEA στις Βρυξέλλες. Αυτός θα επικοινωνήσει με τη σειρά του με τη βελγική αστυνομία, η οποία θα τον ενημερώσει πως εδώ και καιρό τον έχουν στο μάτι και προσπαθούν να τον πιάσουν.
Υπό τις οδηγίες του πράκτορα της DEA, ο Ενωτιάδης λέει στον Τσακαλάκη ότι του είχε βρει κάποιους ανθρώπους στη Βοστώνη που ενδιαφέρονται για 50 κιλά ηρωίνης. Αφού διευθέτησαν την τιμή, Τσακαλάκης και Ενωτιάδης πέταξαν για Άμστερνταμ όπου και συναντήθηκαν με τον συνεργάτη του Τσακαλάκη τον Γεράρντ Ρέβεν , έναν Ολλανδό γύρω στα 50. Μετά τη συνάντηση αυτή ο Ενωτιάδης είχε ήδη κερδίσει την εμπιστοσύνη τους και προγραμματίστηκε συνάντηση με τους αγοραστές στην Βοστώνη.
Στις αρχές του 1993, ο Ενωτιάδης ταξίδεψε με τους στόχους στη Βοστώνη, όπου η DEA είχε φροντίσει να κλείσει 4 σουίτες σε έναν απο τα ακριβότερα ξενοδοχεία της πόλης. Δύο μυστικοί πράκτορες που είχαν αναλάβει τον ρόλο των αγοραστών φρόντισαν με τον Ενωτιάδη να περποιηθούν τους «συνεργάτες τους» στο έπακρο.
Ένα απόγευμα, οι πράκτορες πήραν τους τέσσερις άνδρες από το ξενοδοχείο και τους οδήγησαν σε μια τράπεζα. Εκεί ο διευθυντής τους συνόδευσε στις θυρίδες. Ένας από τους πράκτορες ξεκλείδωσε ένα συρτάρι και το έβγαλε έξω. Μέσα υπήρχαν δεσμίδες με χαρτονομίσματα των εκατό δολαρίων. Τα πράγματα είχαν ήδη πάρει το δρόμο τους, οι στόχοι είχαν τσιμπήσει το δόλωμα και ο Ενωτιάδης είχε ολοκληρώσει την αποστολή του με επιτυχία.
Η συνέχεια θα βρει Τσακαλάκη και συνεργάτες στο εδώλιο του κατηγορουμένου σε ομοσπονδιακό περιφερειακό δικαστήριο της Βοστώνης με την κατηγορία της συνομωσίας για την εισαγωγή ηρωίνης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι άνδρες, που στο μεταξύ είχαν εκδοθεί στις ΗΠΑ, παραδέχθηκαν ενοχή και καταδικάστηκαν σε ποινές έξι έως εννέα χρόνων.
Αποστολή Λιβερία
Μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της DEA ήταν η σύλληψη εννέα ατόμων που σχεδίαζαν την εισαγωγή μεγάλων ποσοτήτων κοκαΐνης σε Ευρώπη και ΗΠΑ, μέσω Λιβερίας, επικεφαλής των οποίων ο Νιγηριανός ναρκέμπορος Chigbo Peter Umeh.
«Κάποια στιγμή επειδή δεν μπορείς να μιλάς συνέχεια για δουλειές, και επειδή περάσαμε κάτι μήνες μαζί στην Αφρική, με τον Κονσταντίν μιλούσαμε και γι άλλα πράγματα. Ανάμεσα σε αυτά και η μουσική. Ο Κονσταντίν όπως κι εγώ ήταν λάτρης της μουσικής και αρκετές φορές συζητήσαμε για το ποια είδη μουσικής μας αρέσουν. Κάποια στιγμή λοιπόν, μου έφερε ένα usb το οποίο έχω ακόμα, και στο οποίο είχε κάτσει και είχε ηχογραφήσει γύρω στις έξι ώρες μουσική, και το έκανε αυτό σαν φίλος. Υπήρχαν πράγματα τα οποία μοιράστηκα μαζί του.»
«Ωστόσο ο Κονσταντίν ήταν μία διχασμένη προσωπικότητα, είχε πάρα πολλά καλά σαν άνθρωπος , ο αντικειμενικός του σκοπός ήταν να κερδίσει αρκετά λεφτά για να προσφέρει στη γυναίκα του και στην κόρη του μια πλουσιοπάροχη άνετη ζωή, έκανε όμως λάθος επιλογές.»
Ο Γιοροσένκο και οι υπόλοιποι συλληφθέντες στην επιχείρηση της Λιβερίας, μεταφέρθηκαν με τη συνοδεία του Ενωτιάδη και άλλων 16 πρακτόρων της DEA αεροπορικώς από την Μονρόβια στη Νέα Υόρκη.
Όπως μας αποκαλύπτει ο Κύπριος πράκτορας, η στάση που τήρησε ο Ρώσος καθόλη τη διάρκεια της 11ωρης εκείνης πτήσης, του προκάλεσε σεβασμό, κι αυτό γιατί ενώ όλοι οι υπόλοιποι είχαν αρχίσει όπως είπε χαρακτηριστικά «να κελαηδάνε» για να ελαφρύνουν τη θέση τους, ο Γιοροσένκο δεν μίλησε με κανένα, παρά μόνο έσκυψε το κεφάλι και δεν το σήκωσε μέχρι που το αεροπλάνο προσγειώθηκε στην Νέα Υόρκη.
«Μπορεί κάποιος να είναι ο μεγαλύτερος εγκληματίας του κόσμου, αλλά να βρεις πάνω του να θαυμάσεις κάποια πράγματα. Όταν τον είδα στο αεροπλάνο, είπα μέσα μου… μπράβο ρε κερατά, καλά σε είχα αξιολογήσει. Δεν έχει σημασία για ποιο λόγο είναι εκεί, σημασία έχει ότι έδειξε αυτοσεβασμό, πειθαρχία, έδειξε το ποιος πραγματικά είναι. Είπε είμαι άντρας, και εντάξει έπαιξα κι έχασα. Αλλά δεν θα γίνω αυτό που δεν ήμουν ποτέ στη ζωή μου για να γλιτώσω.»
Σαν μυστικός πράκτορας, είσαι εντεταλμένος να κινείσαι μέσα στο χώρο των παρανόμων, να γίνεσαι ένα με αυτούς. Πόσο εύκολο όμως είναι να κρατήσεις τις αποστάσεις που απαιτούνται και πόσο πιθανό να δεθείς -άθελά σου- με κάποιους από τους στόχους σου; Ο Σπύρος Ενωτιάδης δεν αποκλείει το ενδεχόμενο αυτό.
«Ασφαλώς και μπορεί να συμβεί, κι αυτός είναι ένας από τους κινδύνους, να μπορέσει κάποιος από την άλλη πλευρά να σε διαβάσει. Δεν έχω υπερφυσικές ικανότητες, κι εκεί μπαίνει στην μέση ο αυτοέλεγχος.»
«Ωστόσο εμένα στη ζωή μου τα πράγματα ανήκουν σε δύο ομάδες, στα άσπρα και στα μαύρα, και αυτά τα χωρίζει μια πολύ δυνατή κόκκινη γραμμή, την οποία δεν μπορείς να την περάσεις, και εκεί έγκειται το μεγαλύτερο μέρος της επιτυχίας που είχα ως τώρα, στο γεγονός ότι δεν αφήνω τον εαυτό μου.»
Οι άνθρωποι τους οποίους καλείται να υποδυθεί, πολλοί και διάφοροι, ωστόσο αυτοί, όπως λέει, διαμορφώνονται μόνο σε επιφανειακά πράγματα, και όχι στην ουσία.
«Οι συνδιαλλαγές αυτού του τύπου είναι βασισμένες κατά 100% στο πόση εμπιστοσύνη μπορείς να εκπέμψεις στον συνομιλητή σου. Αυτό δεν το πετυχαίνεις επειδή παρουσιάστηκες με οκτώ σωματοφύλακες, ως αρχηγός ή ως νονός, αυτά είναι μόνο για τον κινηματογράφο. Το θέμα είναι το πόσο καλά προετοιμασμένος είσαι για το συγκεκριμένο άτομο του οποίου την εμπιστοσύνη θέλεις να κερδίσεις σε χρόνο μηδέν. Διότι δεν είναι μια κοινωνική επαφή, διότι δεν θα σου δώσει 18 χρόνια καιρό για να τον κερδίσεις. Πάω διαβασμένος. Και βρίσκεις τρόπους για να σπάσεις τον πάγο. Διότι ακόμη κι αν η αυρά είναι θετική, υπάρχουν άλλα κομμάτια της βιολογίας μας, που νικούν το ένστικτο και μας προκαλούν εγκράτεια. Άρα πρέπει να βρεις αυτό το κάτι, που θα ξεπεράσει τον πρώτο ενδιασμό.»
«‘Οταν είμαι σε έναν ρόλο, δεν είμαι ο Σπύρος, ούτε το πώς μιλώ, ούτε το πώς κάθομαι, ούτε το πώς καπνίζω, καμία σχέση. Στην προσωπική μου ζωή για παράδειγμα είμαι φωνακλάς, διότι είμαι από τη φύση μου άτομο εκδηλωτικό. Θέλω αυτούς που αγαπώ να δουν την πραγματική μου αντίδραση. Δεν έχω περιορισμούς στον τρόπο που εκφράζομαι. Όταν εργάζομαι, όμως, είναι αλλιώς τα πράγματα, εκεί όταν διαφωνώ χαμηλώνω τη φωνή για να τους υποχρεώσω να σκύψουν να με ακούσουν και να δώσουν προσοχή. Είναι μία τεχνική που δεν την μαθαίνει κανείς σε σχολείο, αλλά στην πράξη, με την εμπειρία. Έτσι λοιπόν, όταν κάτσω να κάνω μια συνάντηση για μία ‘εμπορική συναλλαγή’ είμαι τρομερά μεθοδικός, δεν είμαι εκδηλωτικός, δεν είμαι αυτός που εκφράζεται ελεύθερα.»
Στο παιχνίδι αυτό όσο καλά και να είσαι προγραμματισμένος, πάντα υπάρχει ο κίνδυνος του ασύμμετρου παράγοντα, που θα οδηγήσει στο λάθος. Αυτό άλλωστε ισχύει για κάθε δουλειά. Η διαφορά όμως με την δουλειά του Ενωτιάδη, είναι ότι τα λάθη συνήθως είναι μοιραία.
Στα 30 χρόνια υπηρεσίας του στην DEA “δόξα τω Θεώ» όπως λέει δεν έκανε κάποιο μοιραίο λάθος. Αυτό όμως έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με τη σκληρή προετοιμασία του πριν από την επαφή του με τους εκάστοτε στόχους.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η υπόθεση του Σύρου, Αλ Κασάρ, ενός από τους μεγαλύτερους λαθρεμπορους όπλων παγκοσμίως, γνωστού και ως «Πρίγκιπας της Μαρμπέλα».
Η σύλληψη του Αλ Κασάρ έγινε κατορθωτή το 2007 μετά από την παγίδευσή του από την DEA. Στην επιχείρηση αυτή ο Ενωτιάδης είχε παρουσιαστεί ως μεσάζοντας για την αγορά όπλων για λογαριασμό της κολομβιανής παραστρατιωτικής οργάνωσης FARC, παγίδα στην οποία έπεσε ο Αλ Κασάρ, την εμπιστοσύνη του οποίου είχε φροντίσει πρώτα να κερδίσει ο Ενωτιάδης.
«Μου έχει τύχει να συναντήσω στόχους, οι οποίοι με εντυπωσίασαν με τις γνώσεις τους. Οι πραγματικοί εγκληματίες, όπως έχουν αναπτυχθεί σήμερα, και έχουν εξελιχθεί σήμερα, είναι άτομα με τρομερές ικανότητες και γνώσεις γιατί πρέπει να μπορούν να επιβληθούν στον 21ο αιώνα.»
Σε αντιδιαστολή με τους ρόλους του, στην πραγματική του ζωή ο Σπύρος Ενωτιάδης είναι ένας άνθρωπος εκδηλωτικός και απίστευτα δοτικός, σε βαθμό που πολλές φορές αυτό τον έβλαψε, όπως μου αποκάλυψε ο αδελφός του σε επικοινωνία που είχα μαζί του.
Λατρεύει τη φιλοσοφία, σιχαίνεται το ποδόσφαιρο, αλλά φροντίζει να μαθαίνει για τα πάντα για να έχει τη δυνατότητα όταν βρίσκεται σε εντεταλμένη αποστολή, να μπει σε οποιαδήποτε συζήτηση. Του αρέσει ο τζόγος, αλλά μόνο τα παιχνίδια στα οποία μπορεί να έχει τον έλεγχο των πραγμάτων.
Στις αδυναμίες του συγκαταλέγει τα συναισθήματά του για την οικογένεια, με πρώτο τον αείμνηστο πατέρα του, τον οποίο όπως μου είπε ο αδελφός του, υπεραγαπούσε.
Αυτή η αδυναμία στην οικογένεια, ήταν άλλωστε και η αιτία που φρόντισε να την κρατήσει μακριά από τη δουλειά του, τουλάχιστον μέχρι το 2002 οπόταν και αποκάλυψε τη σχέση του με την DEA στον αδελφό του.
Σε σχέση με το μέλλον -αν και δεν είναι άνθρωπος που του αρέσει να το σκέφτεται και να το προγραμματίζει- ονειρεύεται κάποια στιγμή να αποσυρθεί και να ζήσει σε ένα σκάφος.
Για την ώρα πάντως όπως μου αποκάλυψε, εκκρεμούν κάποια σημαντικά πράγματα, ανάμεσα στα οποία η έκδοση ενός βιογραφικού βιβλίου από τον Yudhijit Bhattacharjee του New Yorker, μία σειρά επεισοδίων για την αμερικανική τηλεόραση, αφιερωμένων σε σημαντικές υποθέσεις που ανέλαβε κατά τη διάρκεια της καριέρας του, αλλά και μια ταινία χολιγουντιανής παραγωγής βασισμένης στη ζωή του.
ΠΗΓΗ : REPORTER