Ήταν 15 Σεπτεμβρίου 2009… Μόλις δύο μήνες αφότου κατατάγηκα στην Εθνική Φρουρά, για να υπηρετήσω τη στρατιωτική μου θητεία. Εκείνο το πρωί, νομίζαμε ότι ήταν όπως όλα τα άλλα πρωινά στην Εθνική Φρουρά, κατά τα οποία οι νεοσύλλεκτοι στρατιώτες πραγματοποιούν την εκπαίδευσή τους. Λίγο όμως πριν από το μεσημέρι, μια «βόμβα» έσκασε και τάραξε συθέμελα ολόκληρη την Εθνική Φρουρά, βυθίζοντας στο πένθος μια οικογένεια από το Παραλίμνι. Την οικογένεια του Ιάκωβου Χατζησπύρου, 42 ετών, η μοίρα του οποίου του επεφύλασσε ένα άσχημο παιχνίδι.
Ο Ιάκωβος, καθηγητής πληροφορικής στο επάγγελμα και έφεδρος ανθυπολοχαγός, έμελλε να φύγει τόσο γρήγορα για το μεγάλο ταξίδι… Έμελλε να ξεψυχήσει σε ένα στρατιωτικό όχημα τύπου Άκματ, στο δρόμο του Αυγόρου, αφήνοντας πίσω σύζυγο και δύο ανήλικα παιδιά, ηλικίας έντεκα και εννέα ετών τότε, τα οποία περίμεναν τον πατέρα τους να επιστρέψει στο σπίτι, μα δεν επέστρεψε ποτέ.
Τότε, όντας στρατιώτης δεν φανταζόμουν ότι μια μέρα θα βρισκόμουν απέναντι από αυτή την οικογένεια, εννέα χρόνια μετά, για να μου εξιστορήσουν για πρώτη φορά όσα συνέβησαν εκείνο το μαύρο για την οικογένεια πρωινό.
Φθάνοντας στο σπίτι της οικογένειας, η καρδιά μου χτυπούσε γρήγορα και δυνατά. Βλέπετε, κάθε συνέντευξη έχει τη δική της ιδιαιτερότητα και αφήνει στον δημοσιογράφο το δικό της στίγμα. Πόσο μάλιστα που αυτή δεν ήταν απλώς άλλη μια συνέντευξη, ήταν ένα μάθημα ζωής.
Αφού κατέβηκα από το αυτοκίνητο, διέσχισα την αυλή και αντίκρισα δύο ζευγάρια μάτια να με υποδέχονται με ένα πλατύ χαμόγελο στο κατώφλι τους. Ήταν η κ. Λίτσα Χατζησπύρου, σύζυγος του Ιάκωβου και ο γιος του Κωνσταντίνος. Λίγο πιο μέσα η κόρη του Φρατζέσκα και οι αδελφές του, Λένια και Ζωή.
Άνθρωποι δεμένοι, που το κακό που τους βρήκε δεν τους λύγισε, δεν τους έσπασε, αλλά τους ένωσε ακόμα περισσότερο.
Πολλές φορές ένιωσα μικρός μπροστά στη δύναμη αυτών των ανθρώπων και ιδιαίτερα του 20χρονου Κωνσταντίνου, ο οποίος τότε είχε ζητήσει από την οικογένεια του να μην προβούν σε καταγγελία για τους υπαίτιους. Επέλεξε αυτόν το δρόμο παρότι ήξερε ότι κάποιοι του στέρησαν τον πατέρα. Τον πατέρα που ήθελε να τον βλέπει να μεγαλώνει και να τον καμαρώνει. Με αστείρευτη δύναμη επέλεξε να μην χάσουν άλλα παιδιά τον πατέρα τους, που αν γινόταν καταγγελία, ενδεχομένως να κατέληγε στη φυλακή. Δεν ήθελε να νιώσουν όπως ένιωσε ο ίδιος… Και ας ήταν τότε μόλις έντεκα ετών.
Ξέχασε ότι έπρεπε να πάει στρατό…
Γυρίζοντας τον χρόνο πίσω και στο πρωινό της 15ης Σεπτεμβρίου, η κ. Λίτσα θυμάται ότι ο σύζυγός της ξέχασε ότι θα πήγαινε στρατό και ότι είχε άσκηση. Τον πήρε τηλέφωνο ένας παιδικός του φίλος και του το θύμισε.
Γυρίζοντας τον χρόνο πίσω και στο πρωινό της 15ης Σεπτεμβρίου, η κ. Λίτσα θυμάται ότι ο σύζυγός της ξέχασε ότι θα πήγαινε στρατό και ότι είχε άσκηση. Τον πήρε τηλέφωνο ένας παιδικός του φίλος και του το θύμισε.
«Με πήρε τηλέφωνο στη δουλειά γύρω στις 8:30 και μου είπε ότι δεν θα πήγαινε στο σχολείο. Του είπα είναι ανάγκη να πας; Μου είπε ναι είναι ανάγκη, γιατί έπρεπε να του παραδώσουν ένα παράσημο». Αυτή έμελλε να ήταν και η τελευταία φορά που θα μιλούσαν…
Η κ. Λίτσα πήγε κανονικά στη δουλειά της, και συγκεκριμένα στην τράπεζα όπου εργάζεται. Γύρω στις 11:00 θυμάται τον διευθυντή της τράπεζας, να πηγαινοέρχεται εκεί που εργαζόταν.
«Σε κάποια στιγμή του είπα με θέλεις κάτι; Θέλεις να μου πεις κάτι; Μου λέει ναι, σήκω να πάμε στο νοσοκομείο και μην ανησυχείς. Απλώς έγινε ένα ατύχημα και κτύπησε ο Ιάκωβος. Εμένα δεν πέρασε από το μυαλό μου αυτό που συνέβη. Ξεκινήσαμε, πήγαμε στο νοσοκομείο και εκεί δεν υπήρχε αρκετός κόσμος για να καταλάβω ότι κάτι κακό έγινε. Δεν πέρασε από το μυαλό μου. Με έπαιρναν, με έφερναν, και τελικά μου είπαν ότι ο Ιάκωβος έφυγε».
«Ο γιος μου πήρε το τηλέφωνο και
μου έλεγε, “εμένα θα μου απαντήσει” …»
Η ζωή της οικογένειας Χατζησπύρου άλλαξε από τη μια στιγμή στην άλλη. Η κ. Λίτσα μέσα στον πόνο της για τον ξαφνικό θάνατο του συζύγου της, έπρεπε να σηκώσει το βάρος για να ανακοινώσει τα κακά μαντάτα και στα παιδιά της.
Η ζωή της οικογένειας Χατζησπύρου άλλαξε από τη μια στιγμή στην άλλη. Η κ. Λίτσα μέσα στον πόνο της για τον ξαφνικό θάνατο του συζύγου της, έπρεπε να σηκώσει το βάρος για να ανακοινώσει τα κακά μαντάτα και στα παιδιά της.
«Μετά πήγαμε σπίτι, κόσμος μαζεμένος και έπρεπε να το πω και στα παιδιά μου. Είχα ξαδέρφη ψυχολόγο, η οποία μου είπε να μην τους πω ότι τραυματίστηκε, αλλά έπρεπε να τους το πω ευθέως. Έπιασα και τους δύο, δηλαδή τον γιο μου Κωνσταντίνο και την κόρη μου Φρατζέσκα, που ήταν τότε έντεκα και εννέα χρόνων, αντίστοιχα. Τους έβαλα στο δωμάτιο και τους το ανακοίνωσα.
Η Φρατζέσκα δεν εκδηλώθηκε, αλλά ο Κωνσταντίνος μου άρπαξε το τηλέφωνο και μου είπε εμένα θα μου απαντήσει, θα μου μιλήσει και προσπαθούσε να του τηλεφωνήσει. Εμένα σίγουρα θα μου απαντήσει έλεγε. Τον άρπαξα και τον ταρακούνησα. Του είπα κατάλαβες τι σου είπα; Τότε συνειδητοποίησε τι έγινε».
Tο σοκ έσβησε τις μνήμες
Η Φρατζέσκα λιγομίλητη, ο Κωνσταντίνος πιο ανοιχτός χαρακτήρας, αλλά και οι δύο με ένα κοινό χαρακτηριστικό. Τα κενά μνήμης γύρω από τον πατέρα τους.
Η Φρατζέσκα λιγομίλητη, ο Κωνσταντίνος πιο ανοιχτός χαρακτήρας, αλλά και οι δύο με ένα κοινό χαρακτηριστικό. Τα κενά μνήμης γύρω από τον πατέρα τους.
«Δεν θυμάμαι πολλά πράγματα από τον πατέρα μου γιατί ήμουν μικρός, αλλά και λόγω του σοκ. Θυμάμαι όμως κάποιες μέρες που πηγαίναμε θάλασσα μαζί, οικογενειακώς. Κυρίως εικόνες. Έχασα τη μνήμη μου από την παιδική μου ηλικία. Πήγαμε μαζί και κάποια ταξίδια και στο κυνήγι», θυμάται ο Κωνσταντίνος.
Προσπαθήσαμε να κρατήσουμε τη μνήμη του πατέρα ζωντανή, ανέφερε η αδελφή του αδικοχαμένου Ιάκωβου, η κ. Λένια. «Όταν λέγαμε για παράδειγμα στο σχολείο ότι ξέρει τον πατέρα σου ο τάδε καθηγητής, ο Κωνσταντίνος επεδίωκε να ακούσει για τον πατέρα του. Η Φρατζέσκα μας, είναι λες και έκλεινε λίγο τα αυτιά της. Προσπαθήσαμε να λέμε ιστορίες με το Ιάκωβο για να κρατήσουμε ζωντανή τη μνήμη του».
«Δεν ήθελα να χάσουν
άλλα παιδιά τον πατέρα τους…»
Σε κάποια στιγμή, κατά την προετοιμασία της συνέντευξης και πριν μεταβώ στο σπίτι της οικογένειας, διαπίστωσα ότι δεν υπήρχε πουθενά οποιαδήποτε αγωγή κατά υπευθύνων από την οικογένεια. Όπως ήταν φυσικό, αυτό το ερώτημα στριφογύριζε στο κεφάλι μου, μέχρι τη στιγμή που πήρα το θάρρος να ρωτήσω το γιατί.
Σε κάποια στιγμή, κατά την προετοιμασία της συνέντευξης και πριν μεταβώ στο σπίτι της οικογένειας, διαπίστωσα ότι δεν υπήρχε πουθενά οποιαδήποτε αγωγή κατά υπευθύνων από την οικογένεια. Όπως ήταν φυσικό, αυτό το ερώτημα στριφογύριζε στο κεφάλι μου, μέχρι τη στιγμή που πήρα το θάρρος να ρωτήσω το γιατί.
Στην απάντηση του Κωνσταντίνου πάγωσα για μερικά δευτερόλεπτα. Κοίταζα με βλέμμα απλανές, σαν μια βόμβα να έσκασε στα αυτιά μου. Ένα παιδί σε ηλικία 11 ετών, με ένα τεράστιο μεγαλείο ψυχής…
«Το συζητήσαμε ως οικογένεια, αλλά εκτός του γεγονότος ότι ήταν ψυχοφθόρο, θεωρήσαμε ότι προσβάλαμε τη μνήμη του. Εγώ το σκέφτηκα διαφορετικά. Δηλαδή, γιατί εγώ να στερήσω τον παπά των μωρών του οδηγού; Ή των μηχανικού; Κινδύνευαν με πολυετή ποινή φυλάκισης. Δεν δεχόμουν να συμβεί αυτό. Ναι, μου στέρησαν τον πατέρα μου, αλλά δεν ήθελα να κάνω και εγώ το ίδιο, δεν το θεωρώ σωστό. Δηλαδή να κάνω κάτι που μου έκαναν εμένα. Αν του κινούσαμε αγωγή θα ερχόταν πίσω ο πατέρας μας»;
«Αυτό το αυτοκίνητο θα μας
πάρει; Έχουμε οικογένειες»
Aπό την πρώτη στιγμή που ο Ιάκωβος μπήκε στο στρατιωτικό όχημα εξέφρασε τους φόβους του για την ασφάλεια του… Το μοιραίο δυστυχώς επιβεβαίωσε τους φόβους του. «Μου είχε πει ο οδηγός», λέει η αδελφή του άτυχου καθηγητή, «ότι ο Ιάκωβος προσπάθησε να πιάσει το τιμόνι. Μας εκμυστηρεύτηκε ότι μόλις μπήκαν στο Άκματ ο Ιάκωβος είπε στον οδηγό ‘’αυτό το αυτοκίνητο θα μας πάρει; Έχουμε οικογένειες’’.
Aπό την πρώτη στιγμή που ο Ιάκωβος μπήκε στο στρατιωτικό όχημα εξέφρασε τους φόβους του για την ασφάλεια του… Το μοιραίο δυστυχώς επιβεβαίωσε τους φόβους του. «Μου είχε πει ο οδηγός», λέει η αδελφή του άτυχου καθηγητή, «ότι ο Ιάκωβος προσπάθησε να πιάσει το τιμόνι. Μας εκμυστηρεύτηκε ότι μόλις μπήκαν στο Άκματ ο Ιάκωβος είπε στον οδηγό ‘’αυτό το αυτοκίνητο θα μας πάρει; Έχουμε οικογένειες’’.
Είδαν την άσκηση και στην επιστροφή είπε στον παιδικό του φίλο που τον πήρε τηλέφωνο και τον θύμισε ότι έπρεπε να πάει στρατό, “έλα κάτσε εσύ μπροστά τωρά να κάτσω εγώ πίσω με τους άλλους να κάμουμε πασιαμά. Και ο φίλος του του είπε, εσύ έσιεις τα νισιάνια, εσύ να κάτσεις μπροστά”. Όπως ήρθαμε θα φύγουμε». Kαι τότε…συνέβη το μοιραίο. Το Άκματ αναποδογυρίστηκε και ο Ιάκωβος ξεψύχησε στα συντρίμμια του οχήματος.
Λόγω του ατυχήματος από το οποίο έχασε τη ζωή του ο πατέρας του, ο Κωνσταντίνος μετά το σχολείο είχε την επιλογή, είτε να πάει στον στρατό είτε να πάρει απαλλαγή. Δεν ακολούθησε όμως τον εύκολο δρόμο. Αποφάσισε να κάνει την εκπαίδευση του κανονικά όπως όλοι οι νέοι στην ηλικία του.
«Είχα μια επαφή με τον Υπουργό Άμυνας και μπορούσα να μην πάω στρατό, αλλά επέλεξα να πάω. Έκαναν την εκπαίδευση και στη συνέχεια απολύθηκα».
Εξάλλου, με απόφαση του Παναγιώτη Κλεάνθους, διοικητή του 611 τάγματος πεζικού, φυλάκιο που βρίσκεται στο Αυγόρου αφιερώθηκε εις μνήμη του Ιάκωβου Χατζησπύρου ενώ η οδός που βρίσκεται η οικία της οικογένειας ονομάστηκε «Οδός Ιάκωβου Χατζησπύρου» με πρωτοβουλία του Δήμου Παραλιμνίου. Δόθηκε επίσης το όνομα του και στην αίθουσα πληροφορικής που δίδασκε τα τελευταία τρία χρόνια πριν φύγει τόσο άδικα από τη ζωή.
Την ίδια ώρα γράφτηκε και ένα τραγούδι από την κόρη του Ιάκωβου, Φρατζέσκα, που μιλά για τον πατέρα της. Το τραγούδι εκτέλεσε ο κύριος Σπύρος Σπύρου.
Πέταξε η ψυχή σου και έγινε πουλί…έφυγες από τούτη την άδικη ζωή…