Home ΥΠΟΛΟΙΠΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΚΥΠΡΟΣ Από την ψυχή ενός αιχμαλώτου…
Από την ψυχή ενός αιχμαλώτου…

Από την ψυχή ενός αιχμαλώτου…

Σαράντα τέσσερα χρόνια μετά συνεχίζουμε να ζούμε σε ένα μοιρασμένο και πονεμένο νησί. Ένα νησί που μέσα από τα πάθη του δυστυχώς δεν καταλαβαίνει να μάθει. Το «δεν ξεχνώ» που μάθαμε στα παιδικά μας χρόνια του έχουν αλλάξει τη σημασία Υπάρχουν όμως ακόμα εκείνοι που δεν ξεχνούν. Ο κύριος Δημήτρης είναι ένας από αυτούς που μέσα από τη στάχτη κατάφερε να σταθεί στα πόδια του παρ’ όλες τις αντιξοότητες που συνάντησε μπροστά του. Μου ανοίγει το χρονοντούλαπο της καρδιά του και μέσα από τα βιώματα και συναισθήματά του μου εξιστορεί τις μέρες που έζησε αιχμάλωτος στα Άδανα. Έχει μοιραστεί μαζί μου αυτά που λέγονται. Γιατί σύμφωνα με τον ίδιο υπάρχουν ανατριχιαστικά γεγονότα που τον σημάδεψαν και ποτέ δεν μπόρεσε να ξεστομίσει. Βέβαια, το κράτος δεν ήταν ποτέ πραγματικά δίπλα σε αυτούς τους ανθρώπους. Αν σκεφτείς ότι η πολιτεία άφησε παραγκωνισμένα αυτά τα άτομα, αυτούς τους ήρωες ζωής διαφόρων ηλικιών όντας στην πιο δημιουργική φάση της ζωής τους, ποτέ δεν τους δόθηκε ένας τίτλος τιμής που στην τελική φανερώνει μια μικρή ένδειξη συμπαράστασης και σεβασμού για όλες τις κακουχίες που έχουν περάσει, παρά μόνο τους «επαινεί» με ένα επιδοματάκι που κυμαίνεται στα επτά ευρώ περίπου τον μήνα…

Πως ξεκίνησε λοιπόν η εμπειρία σας;

Όταν έσπασαν οι γραμμές κοντά στη Μεσαορία, το μέτωπο της Μιας Μηλιάς, ήμασταν δεκάδες στρατιώτες όταν αντιληφθήκαμε ότι όσα μας έλεγαν ήταν ψέματα, μας άφησαν μόνους μας, οι αξιωματικοί έφυγαν και μας έφερναν πίσω πίσω. Ήταν όλα προδομένα. Εμείς δε γνωρίζαμε πολλά πράματα.

 

 

Η Κατερίνα ήταν με τον πέντε μηνών γιο μας Χρίστο εγκλωβισμένοι στο Ριζοκάρπασο και όταν κατάφερα να επιστρέψω δοκίμασα να πάμε με το αυτοκίνητο στις ελεύθερες περιοχές. Το Βαρώσι είχε ήδη εγκαταλειφτεί, οι δρόμοι των ενδιάμεσων χωριών ήταν κομμένοι και κατόπιν προτροπών άλλων μείναμε στο χωριό. Μετά από αρκετές μέρες, βγήκα έξω στην αυλή καθώς άκουγα ένα δυνατό κρότο. Όσο περνούσε η ώρα και όπως παρακολουθούσα ο θόρυβος των τεθωρακισμένων μεγάλωνε. Πέρασαν 2-3 τανκ και ενδιάμεσα τους μεγάλα στρατιωτικά φορτηγά που σε κάθε μικρή απόσταση πετιούνταν Τούρκοι στρατιώτες με όπλα και κατελάμβαναν τα σπίτια. Μέτρησα περίπου δεκαεπτά τανκ και φορτηγά και όσο πλησίαζαν φωνάζω της Κατερίνας «γλίορα βάλε το μωρό μες την αμαξού και βγείτε στον δρόμο». Μετά από πέντε λεπτά εμφανίστηκαν γιουρούκκιες, άπλωσαν τα όπλα πάνω μου και με τραβούσαν. Γύρισα πάνω στην Κατερίνα που ήταν φυρμένη στα κλάματα. Λαλώ που μέσα μου «εν η τελευταία μου φορά»;;;

Ήρθαν άλλοι αξιωματικοί, μας έβαλαν στα φορτηγά και μας πήραν στο «σεράι» στη Λευκωσία που ήταν σαν φυλακές μέχρι να μας μεταφέρουν στην Τουρκία. Εμείς δε γνωρίζαμε τι θα συνέβαινε. Μείναμε μερικές μέρες εκεί, εφιαλτικές μέρες. Κάθε μέρα που ξημέρωνε έρχονταν με μια λίστα, διάβαζαν 15-20 ονόματα, σηκώνονταν από δίπλα μας, τους έδεναν χέρια και μάτια, τους έβαζαν μέσα στο φορτηγό και τους έπαιρναν για εκτέλεση. Ελαλούσαμε «εγλυτώσαμε σήμερα, αύριο τι θα γίνει»; Προσωπικά κατάλαβα και ένιωσα τι σημαίνει να σε λούζει κρύος ιδρώτας, να παγώνει το αίμα στις φλέβες σου, ειδικά την ώρα που διάβαζαν τα ονόματα.

Ήρθε η μέρα που μας έβαλαν μέσα στα φορτηγά και μας πήραν στο Δαυλός, κάτω στη θάλασσα για να μας βάλουν στα πλοία να μας στείλουν στην Τουρκία. Εν τω μεταξύ μας κτυπούσαν με ρόπαλα, όπως τα πρόβατα μας έβαλαν μέσα στο αμπάρι. Φτάσαμε στην Τουρκία. Έξω στους δρόμους υπήρχε χιλιάδες κόσμος δεξιά-αριστερά και χτυπούσαν τα φορτηγά με ξιφολόγχες και πέτρες, ενώ κάποιοι τραυματίστηκαν, άλλοι σωριαζόμασταν. Φτάσαμε στα Άδανα. Εμείς δε γνωρίζαμε πολλά πράματα. Εκεί υπήρχε ένα τεράστιο φρούριο με ένα διάδρομο δύο μέτρα πλάτος στον οποίο στέκονταν Τούρκοι στρατιώτες. Ενώ διασχίζαμε τον διάδρομο μας χτυπούσαν στην πλάτη, στα χέρια. Εγώ είχα καλυμμένο το κεφάλι συνέχεια. Όταν έβλεπαν ιερείς άφριζαν, τους κτυπούσαν δυνατά. Εγώ έκοψα πίσω από έναν παπά και γλύτωσα χτυπήματα.

Μόλις φτάσαμε στα κελιά αρχικά σκέφτηκα «καλά επεράσαμε ως δαμέ». Την επόμενη μέρα όμως δεν μπορούσα να ταράξω, άλλοι ήταν σε χειρότερη κατάσταση. Έτσι ξεκίνησε ο γολγοθάς. Κάθε μέρα η ώρα πέντε τα χαράματα έπρεπε να είμαστε στο πόδι. Μας έπαιρναν σε ένα σημείο, μας μετρούσαν για να ελέγξουν ότι είμαστε σωστοί και μετά πάλι μπαίναμε στα κελιά. Μια μέρα αρρώστησα και σηκώστηκα τελευταίος. Έκοψα πίσω αφού ένιωθα αδυναμία και με χτυπούσαν με ρόπαλα μέχρι να σταθώ στη γραμμή.

Ποιες ήταν οι συνθήκες επιβίωσής σας;

Το φαγητό ήταν απαίσιο, ούτε τα ζώα δεν το έτρωγαν. Τις πλείστες φορές ήταν φακές, αλλά τι φακές; Ζουμί! Φασόλια ζουμί με ψείρες. Οι περισσότεροι αναγκαστικά έτρωγαν. Κάποτε μας έδιναν ολόμαυρη φρατζόλα ψωμί. Εγώ έβγαζα την ψισσιά από μέσα, άφηνα λίγο καυκαλούι και τσιμπούσα. Ευτυχώς υπήρχε μπόλικο νερό που βρίσκαμε στα αποχωρητήρια. Ούτε πετσέτα να νιφτούμε είχαμε. Τα κρεβάτια ήταν ξημαρισμένα χωρίς σκεπάσματα και μέναμε τριάντα άντρες στα κελιά. Επίσης, υπήρχαν σκνίπες και μας δάγκωναν.

Το πιο περίεργο περιστατικό…

Κάθε κάμποσες μέρες μας έβγαζαν έξω και ψέκαζαν τα δωμάτια από τις αρρώστιες. Μια μέρα ήρθε ένας Τούρκος γιατρός γιατί άλλος πονούσε το στομάχι του, άλλος τα πλευρά του κτλ. Πάει ο πρώτος και τον ρωτάει ο γιατρός τι έχει. «Εν αναπνέω» του απαντάει. Ο γιατρός του έδωσε δύο γροθιές στα μούτρα και του λέει «τώρα είσαι καλά»; Ο δεύτερος δεν πρόλαβε να φύγει «εσύ τι έχεις»; Άρχισε γροθιές και έφυγε βουρητός. Ο τρίτος πριν προλάβει να του κοντέψει έφυγε και έτσι έφυγαν όλοι.

Ένα άλλο περιστατικό ήταν ότι μας έβαζαν μέσα σε ένα αμάξι όπως το ασθενοφόρο και μας έπαιρναν σε ένα επιτελείο μεγάλων αξιωματικών και μας έκαναν ανάκριση. Εμένα με ρώτησαν αν ξέρω τον Σαμψών και στην αρχή νόμιζαν πως ήμουν ο αδερφός του γιατί είχαμε το ίδιο όνομα και ήμασταν στην ίδια τάξη. Τα μάτια τους ήταν όπως τα γεράκια, το αίμα μου πάγωσε. «Ναι ξέρω τον, όπως ξέρω τον Ντενκτάς. Εξ ακοής όχι σε προσωπικό επίπεδο». Με ρώτησαν επίσης εάν υπηρέτησα στο 326ο τάγμα πεζικού στον Λιμνήτη και ήξεραν όλες τις πληροφορίες για εμένα, τόσο προδομένα ήταν. Ήξεραν ακριβώς τις πληροφορίες και μου έλεγαν ακριβώς που υπηρέτησα.

Κάποιο ευχάριστο γεγονός που θυμάστε;

Μετά από ένα μήνα και κάτι συνέβη ένα ευχάριστο γεγονός. Μας ανακάλυψε ο ερυθρός σταυρός και ήρθε αντιπροσωπεία στα κελιά μας. Μας έδωσε μια κάρτα να τη γεμίσουμε με τα στοιχεία μας, ποιοι είμαστε, από που καταγόμαστε. Ξαφνικά έφυγε ένα βάρος από πάνω μας γιατί ξέραμε ότι πλέον ήμασταν γραμμένοι κάπου.

Ένα άλλο ευχάριστο γεγονός που μου έκανε εντύπωση ήταν όταν ένα βράδυ μας πλησίασε κάποιος αξιωματικός που στην πραγματικότητα ήταν ένας μορφωμένος Τούρκος φοιτητής. Πέρασε από το κελί μας και ρωτούσε στεκάμενος στην πόρτα εάν κάποιος ξέρει τουρκικά. Δεν ήξερε κανένας. «Γαλλικά»; Ο Τούρκος δε γνώριζε αγγλικά. Εγώ πλησίασα διότι ήξερα γαλλικά. Ήταν το μόνο καλό πρόσωπο που είδαμε. Έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα και μας πρόσφερε. Όταν έκαμα να πιάσω, έκαμα το χέρι πίσω. Με ρώτησε «γιατί δεν το παίρνεις»; Του απαντώ «θα το καπνίσω μόνος μου; Οι άλλοι»; Μου λέει «να το καπνίσουμε μαζί και να σου δώσω το πακέτο να το πάρεις μέσα για όλους τώρα που δεν έχει Τούρκους». Μετά από 2-3 μέρες έφυγε, δεν τον είδαμε ξανά.

Πως τελικά καταφέρατε και επιστρέψατε πίσω στην πατρίδα;

Έγινε συμφωνία με τον Κληρίδη για ανταλλαγή. Μας πήραν μέχρι τη Μερσίνα. Μετά κάτι χάλασε στις συνομιλίες και μας έστειλαν πίσω. Φανήκαμε τυχεροί τελικά και η ανταλλαγή έγινε. Εκάμαμε 65 μέρες στα Άδανα. Ήταν 18 Οκτωβρίου όταν μας πήραν στην Κερύνεια, κατεβήκαμε και μας έδωσαν για πρώτη φορά ένα ψωμί άσπρο που το τρώγαμε όπως το γλύκισμα. Μας πήραν στη διαχωριστική γραμμή που γινόταν η ανταλλαγή. Μπήκαμε στα λεωφορεία για να μας πάρουν στην ξενοδοχειακή σχολή. Χιλιάδες κόσμος στους δρόμους με φωτογραφίες στο χέρι, φωνές, κλάματα. Ήμασταν όλοι με τα γένια, εγώ ήμουν όπως τον μολυσμένο, που ήταν να καταλάβω τόσο κόσμο;

Πριν σταματήσουν τα λεωφορεία είδα ένα στρατιώτη λόκατζη που είχε αυτόματο πάνω του. Μόλις είχε κατεβεί από τον Άγιο Ιλαρίωνα. Ήταν ο αδερφός μου ο μικρός. Τους έδωσαν διαταγή να φύγουν από εκεί. Κρατούσε έναν πληγωμένο στην πορεία, αλλά πέθανε στον δρόμο. Κατάφεραν κατέλαβαν τον Άγιο Ιλαρίωνα και μετά τους είπαν να φύγουν. Ήταν όλα προδομένα. Τότε σκοτώθηκαν αρκετοί, ο αδερφός μου επέζησε. Εγώ τον κατάλαβα, χτύπησα στο τζάμι και φώναξα «εεε Βάσο»… Γύρισε αυτός με είδε και τον ρώτησα «τι γίνεται; Οι αρφούες μας, οι γονείς μας»; «Ούλοι εν εντάξει, εσύ εν να κατεβείς και εγώ θα τους ειδοποιήσω».

Μπήκαμε μέσα, αφαιρέσαμε τα ρούχα μας γιατί θα τα έκρουζαν. Μπήκα στο μπάνιο να ξυριστώ, αλλά δεν τα κατάφερα από τα πολλά γένια. Υπήρχαν αίθουσες με παπούτσια, φανέλες, παντελόνια για να ντυθούμε. Εκεί ήταν μια πολύ καλή κυρία και με καθοδηγούσε «χρυσέ μου, καλέ μου»… Της είπα «μη σταματάς, εν τα πρώτα λόγια που ακούω». Φόρεσα ένα ζευγάρι παντόφλες γιατί πονούσα από την εξάντληση και τις κακουχίες, ένα παντελόνι κι ένα σακάκι. Λέγαμε για αστείο «εν να φάμε νόστιμο κοτόπουλο τωρά», ενώ τελικά τσίμπησα τέσσερις ρόγες σταφύλι επειδή στούπωσε το στομάχι μου. Είχε ταμεία και μας έδωσαν δύο λίρες στον κάθε αιχμάλωτο. «Μα τι να κάμω δύο λίρες;;; Που να πάω; Πως θα πάω»;

Κατά τη διάρκεια της επιστροφής, εκφωνητές και δημοσιογράφοι απήγγειλαν τα ονόματα όσων είχαν επιστρέψει από τα Άδανα. Π.χ. Δημητράκης Μιχαήλ, ταχυδρομικός υπάλληλος, από Αμμόχωστο. Εν τέλει, έφτασαν οι δικοί μου αφού ειδοποιήθηκαν από τον αδελφό μου. Ένας ταξιτζής παλιός μας γείτονας στο Βαρώσι μας έβαλε μέσα και ήρθαμε στη Λάρνακα σε ένα σπίτι που έλειπαν οι ένοικοι και οι οποίοι ήταν γνωστοί του αδερφού μου του μεγάλου και κάτσαμε μέχρι να τακτοποιηθούμε εγώ, τα αδέρφια μου, η μάνα και ο παπάς μας.

 

 

Οι πρώτες μέρες μετά την επιστροφή…

Ξημέρωσε η μέρα που ξεκίνησαν τα συμπτώματα της ταλαιπωρίας. Η μάνα μου έτριβε με σπίρτο τα πόδια μου. Οι δικοί μου μετά έφυγαν στη Λεμεσό. Η γυναίκα μου ήταν εγκλωβισμένη και εξηγούμασταν με τα μηνύματα που γράφαμε στις κόλλες-δεφτεράκια που έστελλε ο ερυθρός σταυρός. Μετά τις γιορτές έκαμαν έναν πρόγραμμα για να στείλουμε μηνύματα οι αιχμάλωτοι επί ευκαιρία των εορτών. «Είμαι ο τάδε, εύχομαι καλές γιορτές στους τάδε τάδε, το μωρό μου και ιδιαιτέρως στην αγαπημένη μου Κατερίνα» και όταν το άκουσε η γυναίκα μου έκλαιγε με αναφιλητά.

Η Κατερίνα έκαμε ένα χρόνο εγκλωβισμένη. Οι γονείς μου έφυγαν από το Βαρώσι αφού εκκενώθηκε. Ο γιος μου ο Χρίστος με έβλεπε περίεργα στην αρχή μετά από τόσο καιρό που έκαμε να με δει. Ήρθαν να πάρουν το σπίτι οι ένοικοι και έτσι βρεθήκαμε στον δρόμο με την Κατερίνα. Τότε μας φιλοξένησε σε μια πολυκατοικία στα τούρκικα ο αδελφός μου ο μικρός μέχρι που βρήκαμε ένα σπιτάκι μικρό με δύο κάμαρες δεκαπέντε λίρες ενοίκιο χωρίς τίποτε μέσα. Αργότερα, μας έκαναν έξωση οι σκαλιώτες για να χτίσουν πολυκατοικία και έτσι έπρεπε να φύγουμε. Ακολούθως, βρήκαμε σπίτι στα τούρκικα, ένα χαλαμάντουρο που έτρεχαν νερά. Περνούσαμε, τι ήταν να κάμουμε;

Το κράτος πως σας έχει συμπεριφερθεί;

Μέχρι σήμερα εξακολουθεί να υπάρχει ένα μεγάλο ΓΙΑΤΙ. Γιατί τόση διαφθορά;;; Κανένας δε μας βοήθησε. Έχασα το αυτοκίνητο μου το ολοκαίνουριο, το πήραν οι Τούρκοι. Όλα τα αντικείμενα, την περιουσία, τα σπίτια… Με χίλια βάσανα πηγαίναμε στη Λευκωσία να μας δώσουν ένα σπίτι. Όλοι με τα μέσα. Μας έλεγαν «πιο ύστερα». Όταν δούλευα στο ταχυδρομείο στο υποκατάστημα της Μητρόπολης ήμουν ο μόνος που μπορούσα να γίνω υπεύθυνος επειδή δούλεψα σε διάφορα πόστα. Λεύκαρα, Δασάκι, Λιοπέτρι, Ξυλοφάγου, Αγία Νάπα, Παραλίμνι.

Στη Μητρόπολη γνωρίστηκα με τον γραμματέα, ο οποίος μια μέρα μου λέει «δε σε βλέπω καλά». «Μια χαρά είμαι κύριε Γιάννη» του απαντώ. «Πάντα είσαι με το χαμόγελο στα χείλη, τώρα τι έχεις»; Του εξήγησα ότι το σπίτι που μέναμε δεν ήταν καλό και ότι δε μας βοηθούσε κανένας για κάτι καλύτερο. Τότε, ο Μητροπολίτης πήρε μπροστά μου να μιλήσει με τον Υπουργό, ο οποίος δε μας βοήθησε και λέει ο Υπουργός «την Τρίτη θα κάτσουμε συνεδρία και θα δούμε». Ο Μητροπολίτης λέει «όχι, την Τετάρτη θέλω η οικογένεια να κρατεί το χαρτί». Ήταν Δευτέρα. Την Τετάρτη ήρθε το χαρτί.

Ένα άλλο περιστατικό που θα σου περιγράψω είναι το εξής… Μια μέρα ήρθε η αστυνομία στο σπίτι μας. Εγώ ήμουν στη δουλειά. Η Κατερίνα φοβήθηκε. «Ο άντρας σου εν ο τάδε; Εν επήγε στον στρατό ως έφεδρος και υπάρχει νόμος για πρόστιμο». Τους είπε ότι έκαμα αιχμάλωτος πολέμου και αμέσως με έσβησαν από τη λίστα. Το περιστατικό επαναλήφθηκε. Και ήθελαν να με πάρουν στο δικαστήριο. Εγώ τους είπα ότι έκαμα αιχμάλωτος και υπάρχει νόμος πως δεν πάμε έφεδροι. Τους δείξαμε τα πιστοποιητικά για να πιστέψουν.

Σκεφτήκατε ποτέ να μεταναστεύσετε στο εξωτερικό για ένα ίσως καλύτερο μέλλον;

Όχι, πως θα πήγαινα; Αφού τα πρώτα τρία χρόνια ήμουν με τον σάκο που μου έδωσε ο ερυθρός σταυρός. Ξυπνούσα επί τρεις μήνες και παραπάνω μέσα στη νύχτα έβλεπα εφιάλτες, έβλεπα περιστατικά που με σημάδεψαν. Μέσα από τη στάχτη τελικά επιβιώσαμε.

Επιμέλεια κειμένου: Ζαφείρω Κάστανου

Send this to a friend