Η Κύπρια που τιμήθηκε από το Χάρβαρντ
Το φημισμένο αμερικανικό Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ απένειμε πριν λίγο καιρό το βραβείο «Bowdoin» σε μια Κύπρια σκηνοθέτιδα και ερευνήτρια, στο πλαίσιο «αναγνώρισης εργασιών υψηλής λογοτεχνικής αξίας και πρωτότυπων ιδεών, γραμμένες με τρόπο που να απευθύνονται σε ευρύ αναγνωστικό κοινό», όπως επισημάνθηκε στη σχετική ανακοίνωση.
Πρόκειται για την Αργυρώ Νικολάου, η οποία σε συνέντευξή της στον «Φ» αναφέρεται τόσο στη συγκεκριμένη εργασία της όσο και στις πολυδιάστατες αναζητήσεις της στον χώρο της λογοτεχνίας, του κινηματογράφου και της κυπριακής πραγματικότητας.
Γεννημένη και μεγαλωμένη στη Λευκωσία, η Αργυρώ Νικολάου αποφοίτησε από το Τμήμα Αγγλικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κέιμπριτζ στο Ηνωμένο Βασίλειο το 2011.
Τον ερχόμενο Νοέμβριο, αναμένεται να ολοκληρώσει τη διδακτορική διατριβή της και να αποφοιτήσει από το Τμήμα Συγκριτικής Λογοτεχνίας του Χάρβαρντ, ενώ τώρα ζει στη Νέα Υόρκη.
Το βραβείο «Bowdoin» -φέρει το όνομα του James Bowdoin, Αμερικανού διανοούμενου, πολιτικού και κυβερνήτη της Μασαχουσέτης (1785-1788)- καθιερώθηκε το 1791 και από τότε απονεμήθηκε σε πολλούς αξιόλογους απόφοιτους του Χάρβαρντ, όπως τον Αμερικανό φιλόσοφο, Ralph Waldo Emerson, τους προέδρους του Χάρβαρντ Charles Eliot και Nathan Pusey και τον συγγραφέα John Updike.
«Αποτελεί μεγάλη τιμή για μένα η απονομή του εν λόγω βραβείου όχι μόνο για τη διάκριση της εργασίας μου, αλλά και για το γεγονός ότι έχει απονεμηθεί σε συγγραφείς που θαυμάζω ιδιαίτερα», όπως δήλωσε.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης της Αργυρώς Νικολάου στον «Φ»:
Σε ποια γειτονιά της Κύπρου, με ποιους ήχους και χρώματα ξεκίνησε το ταξίδι σου;
Μέχρι τα 10 μου χρόνια ζούσα στην οδό Ακάμαντος στην περιοχή Λυκαβηττού της Λευκωσίας, πριν αλλάξει το όνομά της σε Εζεκία Παπαϊωάννου και πριν «εκμοντερνιστεί» με τσιμέντο το πάρκο δίπλα στην εκκλησία του Άγιου Σπυρίδωνα. Κάποια Σάββατα πήγαινα στο βιβλιοπωλείο «Κοχλίας» της Νίκης Μαραγκού, ήταν εκεί κοντά, και κοίταζα τα βιβλία. Έπειτα μετακομίσαμε στην Αγλαντζιά, όπου και μένει ακόμα η οικογένειά μου.
Ο πατέρας μου από Λάρνακα και η μητέρα μου από Βαρώσι. Εμείς τα παιδιά κάπου στο μεταξύ… Ακόμη νιώθω κάπως ένοχα όταν λέω πως είμαι από τη Λευκωσία. Αλλά, αυτή είναι η πόλη μου και δεν παύει ποτέ να με εκπλήσσει! Πολλή αγάπη, μεγάλη οικογένεια, πολλή φασαρία, πολλή μουσική, γενικά όμορφη ζωή!
Και πώς προέκυψε η σκηνοθεσία και η συγγραφή; Παιδικό όνειρο, συγκυρία, μόδα ή κάτι παραπάνω;
Θα έλεγα πως, κατά κάποιο τρόπο, ήταν πάντα εκεί. Πριν κάποια χρόνια, πέρασα μια φάση όπου είχα κάποιες αμφιβολίες για τις αποφάσεις που πήρα στη ζωή μου, προπάντων την απόφαση να κάνω διδακτορικό.
Μια μέρα, ήμουνα στο δωμάτιό μου στην Κύπρο και πρόσεξα κάτι παλιά τετράδια σκονισμένα. Θα είχε 10 και πλέον χρόνια να τα αγγίξει κάποιος. Βρήκα λοιπόν κάτι παλιές εκθέσεις και ιστορίες που έγραφα όταν ήμουνα γύρω στα 12-13. Ήταν στα αγγλικά. Ξαφνιάστηκα… Η γραφή ήταν, ναι μεν, αφελής, αλλά η γλώσσα ήταν ακριβής και σωστή, έπαιρνε ρίσκα. Ήταν η πρώτη φορά που κατάλαβα ότι αυτός θα ήταν ανέκαθεν ο δρόμος μου.
Δεν πιστεύω στη μοίρα γενικά, αλλά πιστεύω πως όλοι έχουμε κάποιο πάθος, το οποίο η ζωή (και η ενηλικίωση) σιγά-σιγά θολώνουν, σε σημείο που το πάθος γίνεται σχεδόν αγνώριστο κι αρχίζουμε να πιστεύουμε πως δεν θέλουμε κάτι συγκεκριμένο στη ζωή μας. Διαβάζοντας τα τετράδια αυτά, ξαφνικά μου φάνηκε ότι ο δρόμος που πήρα τελικά έβγαζε πολύ νόημα, κι ότι έγιναν όλα «σωστά», επειδή έτσι έπρεπε και έτσι άρμοζε να γίνουν.
Όσοv αφορά τη σκηνοθεσία, για τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου, εγώ ήμουν πρωτίστως performer. Δε θα πω ηθοποιός, γιατί ποτέ δεν πήγα σε δραματική σχολή, ούτε τραγουδίστρια επειδή δεν πήγα ποτέ σε κονσερβατόριο μουσικής. Αλλά, περνούσα ώρες ατέλειωτες πάνω στη σκηνή.
Στην αρχή του διδακτορικού μου δεν είχα χρόνο για τέτοιου είδους δημιουργικές δραστηριότητες. Σιγά-σιγά όμως βρήκα μια ομάδα από ταλαντούχους filmmakers στο πανεπιστήμιο -στο Harvard Sensory Ethnography Lab- και ξεκίνησα κι εγώ να σκέφτομαι πώς μπορώ να χρησιμοποιήσω την κάμερα για να «αιχμαλωτίσω» κάποιες στιγμές ή ερμηνείες που έβλεπα στην καθημερινότητά μου. Όταν σκέφτεσαι «οπτικά» σου ανοίγονται άλλοι τρόποι έκφρασης.
Ποια ήταν τα πιο σημαντικά πρόσωπα και οι πιο αντιπροσωπευτικοί σταθμοί που επηρέασαν ή καθόρισαν τις αναζητήσεις και τις σπουδές σου έως σήμερα;
Ξέρω ακριβώς την στιγμή που η ζωή μου πήρε την καμπή προς την πορεία που ακολουθώ τώρα, δηλαδή να ασχολούμαι με τη λογοτεχνία και τον πολιτισμό ευρύτερα. Όταν ήμουνα στο Γυμνάσιο είχα το «πλάνο» να γίνω γιατρός. Έτσι είχα διαλέξει να κάνω επιστήμες στο σχολείο -Χημεία, Βιολογία, Φυσική- με Ιστορία και Αρχαία Ελληνικά επίσης.
Μια μέρα λοιπόν μου λέει η καθηγήτρια της Αγγλικής Φιλολογίας: «Μα δεν θα πάρεις Αγγλική Φιλολογία; Πάρε αυτό αφού σ’ αρέσει τόσο, αντί Ιστορία» (έπρεπε να πάρουμε τουλάχιστον ένα μάθημα από το κλασικό). Δεν μου είχε περάσει καν από το μυαλό αυτή η δυνατότητα, επειδή στην Κύπρο δεν πολυσκεφτόμαστε τις ανθρωπιστικές σπουδές ως επάγγελμα ή ως κάτι «χρήσιμο». Αυτή είναι άλλη συζήτηση… Κι έτσι συμπεριέλαβα στο πρόγραμμά μου και το μάθημα Αγγλικής Φιλολογίας, κι αυτό ήταν.
Φυσικά, οι τέχνες με τραβούσαν πάντα. Στο σχολείο ήμουνα συνέχεια σε πρόβες θεάτρου ή χορωδίας. Στο πανεπιστήμιο, όπου έκανα το πρώτο μου πτυχίο, έλαβα μέρος σε 10 παραστάσεις μέσα σε 3 χρόνια. Εκεί ήταν που σκηνοθέτησα θέατρο για πρώτη φορά. Είναι και ένα άλλο άτομο, το οποίο ήταν καθοριστικό στην πορεία μου. Πρόκειται για μια φίλη της μητέρας μου από Αμερική, τη Λιζ, που είναι σαν δεύτερη μητέρα για μένα. Ζούσε στην Κύπρο για 20 χρόνια.
Θυμάμαι ότι στα 12α μου γενέθλια μού είχε δώσει δώρο ένα λεξικό Collins: Concise Dictionary and Thesaurus. Το έχω ακόμη. Θα το πω κυπριακά: «μετροφυλλούσα» για ώρες το λεξικό. Η αγαπημένη μου άσκηση ήταν να βλέπω τα συνώνυμα λέξεων. Η Λιζ μου περιέγραφε τη Νέα Υόρκη, το Broadway, την αρχιτεκτονική του Frank Lloyd Wright, την τέχνη του Rothko. Αυτή μου έμαθε το Guggenheim και το MoMA. Στην αρχή, ήταν απλά λέξεις που γυρόφερναν στο μυαλό μου, αλλά όταν επισκέφθηκα τη Νέα Υόρκη για πρώτη φορά, λες και ήδη ήξερα τα μουσεία. Αυτή η σύνδεση ήταν που με ώθησε στο να κάνω και αίτηση σε πανεπιστήμια στην Αμερική για το διδακτορικό μου. Διάλεξα το τμήμα της Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Χάρβαρντ, γιατί εκεί θα μπορούσα να συνδυάσω αγγλική και ελληνική λογοτεχνία, αλλά και να μάθω και τούρκικα που πάντα ήθελα.
Πριν λίγο καιρό, τιμήθηκες με το βραβείο Bowdoin του Χάρβαρντ για την εργασία σου: «Τώρα που έγινε ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο» και περιλαμβάνει αφηγήσεις Ευρωπαίων προσφύγων στη Μέση Ανατολή, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αξιοποιώντας λογοτεχνικά κείμενα, όπως του Γιώργου Σεφέρη. Δηλαδή, «αναποδογύρισες» την Ιστορία και τις εθνικότητες των ξεριζωμένων και των μεταναστών. Και το δίδαγμα;
Μα δεν τα «αναποδογύρισα» εγώ. Η Ιστορία αυτή είναι. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ευρώπη κλονιζόταν από την άνοδο του φασισμού και την επεκτατική μανία της Γερμανίας. Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός σαν έννοια περνούσε τεράστια κρίση. Ο Σεφέρης γράφει, δε, πως ο ευρωπαϊκός πολιτισμός «χρεοκόπησε μια και καλή» με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μιας και τα «καμώματα» της Γερμανίας ήταν «απόλυτα ευρωπαϊκά, δηλαδή επιστημονικά».
Η έννοια της Ευρώπης ως ένας φάρος πολιτισμού και ανωτερότητας στον κόσμο κατέρρευσε ολοκληρωτικά. Ας μην ξεχνούμε επίσης πως και η αποικιοκρατική ιστορία της Ευρώπης βασιζόταν πάνω στο πρόσχημα του πολιτισμού.
Η Ευρώπη τότε δεν συμβόλιζε ασφάλεια και σταθερότητα, όπως συμβολίζει σήμερα για εκατομμύρια ανθρώπους. Τα κείμενα του Σεφέρη, του Τσίρκα, της Έλλης Παπαδημητρίου, αλλά και Άγγλων συγγραφέων, όπως του Lawrence Durrell και της Olivia Manning που διέφυγαν στη Μέση Ανατολή τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, περιγράφουν μια τεράστια αγωνία και αβεβαιότητα για την εξέλιξη του πολέμου και για το αν θα μπορέσουν ποτέ να πάνε ξανά στα σπίτια τους. Συμμερίζονταν, δηλαδή, πολύ παρόμοιες εμπειρίες με τους πρόσφυγες από τη Συρία, τη Μέση Ανατολή, αλλά και την Αφρική, οι οποίοι σήμερα καταφεύγουν στην Ευρώπη.
Το δίδαγμα; Ότι υπάρχει μια εγγενής αστάθεια στη ζωή του κάθε ανθρώπου. Αυτή η αστάθεια, ίσως να μη φαίνεται όταν κοιτάζουμε το παρόν, αλλά φαίνεται όταν διευρύνουμε το οποιοδήποτε ιστορικό πλαίσιο… Το να συνειδητοποιήσουμε ότι μπορεί οποιοσδήποτε, ανά πάσα στιγμή, να γίνει πρόσφυγας (στην Κύπρο, δυστυχώς, το ξέρουμε από πρώτο χέρι) θα έπρεπε να μας κάνει πιο ανεκτικούς, λιγότερο ρατσιστές και λιγότερο καχύποπτους.
Στο «Journal of Mediterranean Studies» έγραψες μια εκτεταμένη και πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη-έρευνα, με κυρίαρχα πρόσωπα τον Λόρενς Ντάρελ και τον Ρόδη Ρούφο. Ο ένας Ινδός και «πολίτης του κόσμου», όπως αυτοχαρακτηριζόταν και ο οποίος έζησε στη Λευκωσία επί αγγλικής αποικιοκρατίας και ο άλλος Έλληνας διανοούμενος, αρχικά με την ΕΔΕΣ του Ζέρβα, την ΕΟΚΑ του Γρίβα και μετά αντιχουντικός και αριστερός φιλόσοφος. Κοινό σημείο τους η Κύπρος και η πολιτιστική κληρονομιά της. Τι ήταν όμως αυτό που σε «έσπρωξε» να επιλέξεις αυτούς τους δύο «άγνωστους» λογοτέχνες για το ευρύ κοινό, αναδεικνύοντας παράλληλα συγκρουσιακά και ενοποιητικά στοιχεία της Ιστορίας, του Πολιτισμού και της Κοινωνίας του Κόσμου της Μεσογείου και ειδικότερα της Κύπρου;
Αυτό που με «έσπρωξε» προς το θέμα Ντάρελ – Ρούφος ήταν το γεγονός ότι τα δύο αυτά έργα (Bitter Lemons του Ντάρελ και The Age of Bronze του Ρούφου) κάνουν πολιτική συζήτηση μεταξύ τους. Είναι γνωστό πως τα «Πικρολέμονα» του Ντάρελ είχαν, ως ένα σημείο, πολιτικό σκοπό. Όπως είχε κι ο ίδιος στο νησί ως προϊστάμενος του Γραφείου Πληροφοριών της αγγλικής αποικιοκρατίας στην Κύπρο.
Ο Ρούφος, με το μυθιστόρημά του «Η εποχή του χαλκού» στην ουσία «απαντά» στους διάφορους ισχυρισμούς που κάνει ο Ντάρελ για τον απελευθερωτικό αγώνα του 1955-1959. Αλλά, αντί απλά να βγάλει ένα άρθρο όπου καταδικάζει το έργο του Ντάρελ, γράφει κι αυτός λογοτεχνία.
Για να απαντήσει «λογοτεχνικά» στον Ντάρελ, ο Ρούφος χρησιμοποιεί ένα ευρύ φάσμα τεχνοτροπιών. Δεν είναι αρκετό, δηλαδή, γι’ αυτόν να πει: «Ο Ντάρελ κάνει λάθος, να πώς έγιναν τα πράματα.» Χρησιμοποιεί ένα διαφορετικό αφηγηματικό ήθος, το οποίο δεν ασπάζεται την έννοια της «αντικειμενικότητας», όπως κάνει, ως ένα μεγάλο σημείο, ο Ντάρελ στο κείμενό του.
Είναι αξιοσημείωτο ότι το βιβλίο του Ρούφου εκδόθηκε πρώτα στο Λονδίνο -στα αγγλικά- από αγγλικό εκδοτικό οίκο. Αυτό μας δείχνει ότι ο Ρούφος απευθυνόταν στο κοινό του Ντάρελ, στο κοινό που θεωρούσε τον Ντάρελ ένα αντικειμενικό μάρτυρα των ιστορικών γεγονότων του 1955-59. Η σχέση των δύο αυτών βιβλίων είναι παράδειγμα πολιτιστικής πολιτικής (cultural politics). Δηλαδή, δείχνει πως ο πολιτισμός, η λογοτεχνία, οι τέχνες γενικά, έχουν σημασία πέρα από την αισθητική τους αξία. Παίζουν ενεργό ρόλο στους τρόπους με τους οποίους κατανοούμε τον εαυτό μας, την κοινωνία μας, αλλά και τον κόσμο.
«Ήμισυ» είναι ο τίτλος ενός από τα πρώτα σου φιλμ και «διαπραγματεύεται» την πολιτική, την τέχνη, την ηθική και την αισθητική, με μια ημιτελή ολοκλήρωση. Μήπως αυτή είναι και η πορεία του τόπου μας, της ζωής μας, των αισθημάτων μας; Ένα ήμισυ που μας «κυνηγάει»;
Το «Ήμισυ» ήταν μια προσπάθεια να δείξω «κυριολεκτικά» κάποιες πτυχές της κυπριακής κοινωνίας που μου φαίνονται σχεδόν υπερρεαλιστικές. Όλοι οι Κύπριοι ζούμε σε μισό τόπο. Αυτό έχει επιπτώσεις στον τρόπο σκέψης μας, στη φαντασία μας, στα πάντα. Αλλά, για μας, αυτή η κατάσταση είναι φυσιολογική. Μόνο αυτήν ξέρουμε. Ζούμε έτσι, νομίζοντας πως αυτό δεν μας επηρεάζει, πως τα πράγματα ήταν και θα είναι πάντα έτσι. Ο θεατής της ταινίας, όμως, βλέπει πως κάτι δεν πάει καλά με την πρωταγωνίστρια, την Άσια, η οποία έχει πάρει το «μισό» πολύ στα σοβαρά. Αυτή είναι η μαγεία του σινεμά. Η ιστορία λογοκρισίας που παίζει μεγάλο ρόλο στο «Ήμισυ» είναι και μια μεταφορά για τον τρόπο με τον οποίο η κυπριακή κοινωνία συχνά «αποβάλλει» απόψεις που προσπαθούν να «ταράξουν» το στάτους κβο του μισού.
«Φτωχή ανθρωπότητα, δεν μπόρεσες ούτε ένα κεφαλαίο να γράψεις ακόμα» έγραψε ο Τάσος Λειβαδίτης. Παραμένει ακόμα τόσο φτωχή; Τι σε οργίζει και ποιες «φαεινές ιδέες» γυροφέρνουν κάποιες στιγμές μέσα στο μυαλό σου;
Με οργίζει ο σεξισμός και ο ρατσισμός. Με οργίζει η αναξιοκρατία. Με οργίζει το γεγονός ότι δεν έχουμε καταφέρει να χτίσουμε μια χώρα στην οποία μπορούμε να ονειρευτούμε το μέλλον μας χωρίς συμβιβασμούς. Αυτό το έχω μεγάλο παράπονο απ’ την Κύπρο.
Με οργίζουν πολλά, αλλά αρνούμαι να δεχτώ ότι η ανθρωπότητα είναι «φτωχή» ή ανάξια. Ναι, κάποτε φαίνεται πως οι άνθρωποι είμαστε ανίκανοι να σταθούμε στο ύψος των διάφορων περιστάσεων, ακόμη κι αυτών που μας απειλούν (βλέπε κλιματική αλλαγή). Αλλά, αυτή είναι η φύση μας: η ανθρωπότητα είναι ατελής. Αυτό είναι μια πραγματικότητα. Μα είναι αυτή η ατέλεια που παράγει τέχνη. Η τελειότητα δεν παράγει τέχνη.
Μετά το Χάρβαρντ, τι ακολουθεί; Σχέδια, όνειρα, προκλήσεις;
Ελπίζω πως μετά το διδακτορικό θα εκδώσω σιγά – σιγά το πρώτο μου βιβλίο. Θέλω να γράφω πιο συχνά, για πιο ευρύ κοινό. Θέλω επίσης να κάνω περισσότερο κινηματογράφο. Όλα στην ώρα τους.
Πηγή: philenews.com