Όταν μιλάς με τον Γιώργο ξεχνάς πως είναι μόλις 21 ετών. Κι ενώ στα 14 του συμμετείχε στις «Νεφέλες» -υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Σταμάτη Κραουνάκη- πατά γερά τα πόδια του στη γη. Απόδειξη, ότι δεν είχε κόλλημα να δουλέψει στα παρασκήνια του Novello Theatre, όπου μερικούς μήνες νωρίτερα αλώνιζε πάνω στη σκηνή, με το «Mamma Mia». Του αρκεί να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα, συνεχίζοντας να μαγεύει το West End, με το αστείρευτο ταλέντο του στο μιούζικαλ «Annie».
Της Κωνσταντίνας Γεωργίου
To «Mamma Mia» σε βοήθησε στο να σου ανοιχτούν οι πόρτες για το «Annie»;
Όταν κάνεις μια δουλειά γνωρίζεις κόσμο. Ωστόσο, κάθε παραγωγή είναι μια δημιουργική διαδικασία και οι συντελεστές της ζητάνε κάτι διαφορετικό, γι’ αυτό χρειάζεται να περνάς από οντισιόν. Άλλωστε, ακόμη βρίσκομαι στο ξεκίνημά μου και δεν έχω καταφέρει να γίνει γνωστό το όνομά μου, μιας και είναι μεγάλη η βιομηχανία του θεάματος στην Αγγλία.
Ποιο είναι το αγαπημένο σου μιούζικαλ;
Παρόλο που αγαπώ το μουσικό θέατρο, δεν ξεχωρίζω κάποιο συγκεκριμένο. Η αλήθεια είναι πως δεν γνώριζα πολλά μιούζικαλ. Τα περισσότερα τα έμαθα μέσω της δασκάλας μου, της Αντιγόνης Τασουρή, η οποία προσπαθούσε να διευρύνει τις γνώσεις μας πάνω στο συγκεκριμένο είδος. Δεν μπορώ να πω, όμως, ότι το μιούζικαλ είναι το μεγάλο μου πάθος. Υπάρχουν κι άλλα πράγματα που θέλω να κάνω.
Παλαιότερα, είχες δηλώσει ότι θέλεις να ασχοληθείς περισσότερο με το τραγούδι. Πώς το έχεις, δηλαδή, στο μυαλό σου;
Το τραγούδι ήταν ο λόγος που ξεκίνησα αυτό το συναρπαστικό ταξίδι. Και δεν θέλω να μου μείνει απωθημένο. Παρόλο που η καριέρα μου, μέχρι στιγμής, σχετίζεται με το μουσικό θέατρο, θέλω να δω κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να γράψω ένα δικό μου κομμάτι.
Πόσο ψυχοφθόρο είναι να κάνεις μια δουλειά, όπου πρέπει διαρκώς να αποδεικνύεις την αξία σου;
Δυστυχώς ή ευτυχώς, εγώ είμαι αυτός που ασκεί πίεση στον εαυτό μου. Θέλω συνεχώς να βελτιώνομαι. Οπότε, νομίζω πως θα λειτουργούσα το ίδιο, όποια δουλειά κι αν έκανα.
Πόσο ανταγωνιστικός είσαι;
Είμαι ανταγωνιστικός με τον εαυτό μου. Οι άνθρωποι γύρω μου, δεν με επηρεάζουν. Η δουλειά μου, είναι απλώς μέρος της ζωής μου και δεν την αφήνω να με κυριεύσει.
Όταν ήσουν μικρός φανταζόσουν πως θα είχες αυτή την εξέλιξη μεγαλώνοντας;
Για εκείνο που ήμουν σίγουρος ήταν ότι θα έφευγα από την Κύπρο. Δεν ξέρω γιατί, αλλά πάντα ήθελα να προχωρήσω πιο γρήγορα από τους άλλους. Αυτό το πάθος, με οδήγησε στην ηλικία των 16 ετών να φύγω για σπουδές -με υποτροφία- στην Αγγλία. Όταν γυρνώ πίσω τον χρόνο, πολλές φορές, αναρωτιέμαι τι ήξερα τότε. Είναι απίστευτο ότι ο 12χρονος Γιώργος ήταν τόσο βέβαιος για εκείνα που ήθελε. Σε αντίθεση με σήμερα, που δεν ξέρω ακριβώς τι θέλω. Εξαιτίας αυτού, όμως, έφτασα εδώ που είμαι σήμερα, ενώ έπαιξε ρόλο και η τύχη.
Ζούσες μόνος σου στο Λονδίνο από τόσο μικρός;
Τον πρώτο χρόνο έμενα στο σπίτι μιας οικογένειας. Η σπιτονοικοκυρά μου, μού μαγείρευε και μού έπλενε. Στα 17, συγκατοίκησα με μια φίλη μου από την Κύπρο κι έτσι έμαθα από νωρίς πώς να διαχειρίζομαι το μηνιάτικο μου, να πληρώνω τους λογαριασμούς και να μαγειρεύω.
Καμιά φορά, τσιμπάς τον εαυτό σου για να βεβαιωθείς ότι είναι αληθινό αυτό που ζεις;
Υπάρχουν φορές που βαριέμαι να πάω στη δουλειά, γιατί έχει καταντήσει ρουτίνα, κάτι που σιχαίνομαι. Όταν τελειώσει, όμως, η παράσταση και βλέπω τον κόσμο να σιγοτραγουδά κομμάτια του μιούζικαλ, συνειδητοποιώ πόσο τυχερός είμαι και αισθάνομαι ευγνωμοσύνη.
Πώς αντιμετωπίζεις τις απορρίψεις;
Δεν σου κρύβω ότι, μερικές φορές σκέφτηκα να τα παρατήσω, ειδικά όταν τα «όχι» ήταν απανωτά. Έχω θυσιάσει, όμως, πολλά γι’ αυτή τη δουλειά, εξ ου και πεισμώνω στις δύσκολες στιγμές. Συνάμα, θέλω να δικαιώσω την οικογένειά μου, που πιστεύει σε μένα.
Υπήρχαν περίοδοι που έκανες κι άλλες δουλειές, για να τα βγάλεις πέρα;
Φυσικά. Ειδικά, φέτος, ήταν μια τρελή χρονιά. Μετά το τέλος των παραστάσεων του «Mamma Mia», αποφάσισα να παρακολουθήσω μαθήματα εξ αποστάσεως στο Surrey University, για να πάρω το bachelor μου στο θέατρο. Παράλληλα με το διάβασμα και το ψάξιμο δουλειάς στο αντικείμενό μου, εργαζόμουν στα παρασκήνια του Novello Theatre, όπου είχαμε ανεβάσει το «Mamma Mia». Είχα γίνει φίλος με αρκετά άτομα από το τεχνικό προσωπικό, τα οποία μου πρότειναν να εργαστώ εκεί για μερικούς μήνες. Για κάποιους, αυτό μπορεί να φανεί λίγο περίεργο, αλλά εμένα η συγκεκριμένη εμπειρία με έκανε να δω μια άλλη πλευρά του θεάτρου και να εκτιμήσω τους ανθρώπους που δουλεύουν σκληρά πίσω από τη σκηνή.
Τι αγαπάς περισσότερο στο Λονδίνο;
Την πολυπολιτισμικότητά του. Το να έρχεσαι αντιμέτωπος με τόσες διαφορετικές κουλτούρες, σε κάνει να έχεις επίγνωση για τον κόσμο στον οποίο ζεις.
Μετά τα πρόσφατα τρομοκρατικά χτυπήματα, πιάνεις τον εαυτό σου να φοβάται;
Όταν ένα από τα τρομοκρατικά χτυπήματα συμβαίνει κοντά στο σπίτι σου, δεν μπορείς να μη σκέφτεσαι: «Τι θα γινόταν, αν βρισκόμουν εκεί πριν από πέντε λεπτά;». Η ζωή, όμως, δεν σταματά. Κι αυτό έχει σημασία. Ο κόσμος προχωρά και δεν αφήνει να τον καταβάλλει ο φόβος.
Ποια είναι η μεγαλύτερη σου φοβία;
Να μετανιώσω, μεγαλώνοντας, για πράγματα που δεν έκανα. Αυτό θα με «έτρωγε».
Αντιμετώπισες τα στερεότυπα της κοινωνίας μας, που θέλει τα αγόρια να παίζουν μπάλα και τα κορίτσια να τραγουδούν και να χορεύουν;
Δεν ήταν καθόλου εύκολο όσο ήμουν παιδί να τραγουδώ και να χορεύω. Ντρεπόμουν γι’ αυτό που έκανα. Για να καταλάβεις, οι φίλοι μου με πείραζαν, ενώ σήμερα είναι πολύ περήφανοι για μένα και με στηρίζουν. Αυτή η αντίδρασή, όμως, έχει να κάνει με την παιδεία μας. Όταν δεν ξέρεις κάτι, σου φαίνεται περίεργο. Ποτέ, όμως, δεν κατάλαβα ποιος καθορίζει τι είναι φυσιολογικό. Δεν θα ξεχάσω που τηλεφωνούσα στη δασκάλα μου, την Αντιγόνη Τασουρή, και της έλεγα πως δεν ήθελα να κάνω μάθημα. Εκείνη, όμως, με στήριζε διαρκώς και έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να ανοίξουν οι πόρτες για μένα στην Κύπρο. Το ίδιο έχει κάνει και γι’ άλλα παιδιά. Και το πιο σημαντικό είναι ότι ακόμη βρίσκεται στο πλευρό μου. Για μένα, δεν είναι απλώς η δασκάλα μου αλλά ένα μέλος της οικογένειας μου. Της χρωστώ πολλά.
Στεναχωριέσαι που αναγκάστηκες να αφήσεις πίσω σου την οικογένεια και τους φίλους σου, προκειμένου να κάνεις τα όνειρά σου πραγματικότητα;
Όχι, παρόλο που όλοι στις δύσκολες στιγμές σκεφτόμαστε: «Τι θα γινόταν αν δεν έφευγα;». Πιστεύω ότι πήρα τη σωστή απόφαση, γιατί άλλαξα ως άνθρωπος. Ωστόσο, η ποιότητα που είχα ως παιδί θεωρώ πως δεν συγκρίνεται με εκείνη που έχει ένα παιδί το οποίο μεγαλώνει στο κέντρο του Λονδίνου. Γι’ αυτό αισθάνομαι τυχερός για εκείνο το κομμάτι της ζωής μου. Θα ήθελα τα παιδιά μου να μεγαλώσουν σ’ ένα περιβάλλον όπως είναι η Κύπρος, αλλά να ξέρουν ταυτόχρονα πως μπορούν να προχωρήσουν τη ζωή τους στο εξωτερικό, αν το θελήσουν. Μακάρι, να μπορούσα να κάνω αυτό που αγαπώ στον τόπο μου. Γιατί η Κύπρος είναι πάντοτε στην καρδιά μου!
Πηγή: like.philenews.com