Μένω Λάρνακα. Ξημερώνει Σάββατο. Είναι χειμώνας και με έχουν πίασει τα κάτω μου.
Σηκώνομαι από το κρεβάτι. Σέρνομαι μέχρι την κουζίνα και κάνω καφέ. Προσπαθώ να με πείσω να βγώ για περπάτημα. Τα καταφέρνω.Ντύνομαι ζεστά. Τραβάω από το μαλλί την τσαλακωμένη μου διάθεση, την παίρνω αγκαζέ και ξεκινάμε.
Αφήνω το αμάξι στο μικρό ψαρολίμανο. Έχει λιακάδα επιτέλους σήμερα. Ένα ελαφρύ αεράκι μου ανακατεύει ναζιάρικα τα μαλλιά.Κάθομαι για λίγο στα βράχια και κοιτάω τις βάρκες. Ασυναίσθητα κυριεύομαι από την περιέργεια να διαβάσω όλα τα ονόματα που αναγράφονται στην πλώρη τους. Πόσο θα θελα να πέρναγε τώρα από δω ο παππούλης με το ψάθινο καπέλο και τα παγωτά. Κλείνω για λίγο τα μάτια,γίνομαι παιδί και τρέχω να παραγγείλω χωνάκι τριαντάφυλλο.
Περπατάω κατά μήκος της Λεωφόρου Τάσου Μητσόπουλου.Άνθρωποι κάθε ηλικίας απολαμβάνουν τη βόλτα τους. Ποδήλατα, πατίνια και σανίδες, χαρούμενες φωνούλες και λαμπερά προσωπάκια. Στο δρόμο μου συναντώ τον γέρο Φουλή με το ποδήλατο του. Θαυμάζω την ενέργεια και το πείσμα που έχει να εξακολουθεί ακόμη να πουλάει τα λαχεία του, παρά τα 90 και χρόνια που κουβαλάει στην πλάτη του.
Φτάνω στο μεσαιωνικό κάστρο. Πληρώνω στην είσοδο το αντίτιμο και ανεβαίνω να θαυμάσω τη θέα από ψηλά. Πόσο όμορφα είναι από εδώ πάνω! Πληροφορούμαι πώς μετά το τέλος τής Οθωμανικής Περιόδου στο νησί, το κάστρο είχε μετατραπεί από τους Βρετανούς σε φυλακή, ενώ τμήμα του είχε χρησιμοποιηθεί για την εκτέλεση αιχμαλώτων. Ομολογώ πως δεν το γνώριζα.
Παίρνω ένα καφέ στο χέρι και κάθομαι στην αποβάθρα. Αναπνέω το ιώδιο. Ηρεμώ και ταξιδεύω με το μυαλό μου. Μεταμορφώνομαι σε ξέγνοιαστο πεντάχρονο. Χτίζω πύργους στην άμμο και ψάχνω μανιωδώς για κοχύλια.
Μπαίνω στη λαϊκή γειτονιά. Περπατάω στα στενά. Τα βήματα μου με οδηγούν στην ιερό ναό του Πολιούχου και Προστάτη της πόλης. Ανάβω ένα κερί. Δέος νοιώθω να πλημμυρίζει όλη την ύπαρξη μου. Είναι και η ίδια ιστορία του Αγίου Λαζάρου που με παροτρύνει να μην πάψω πότε μου να πιστεύω στα θαύματα.
Στρίβω στην λαϊκή αγορά. Περιπλανιέμαι ανάμεσα σε πολύχρωμα κασόνια από φρέσκα φρούτα και λαχανικά. Από μπροστά μου περνάει η γριούλα με τα παπαγαλάκια στην πλάτη. Λίγο πιο κάτω, πάνω σε ένα παλιό φθαρμένο σκαμπό βρίσκεται ο παππούλης με το βιολί του να ντύνει με τις νότες του την ατμόσφαιρα.
Περνάω τώρα μπροστά απο το άγαλμα του Κάσιαλου. Είναι σπουδαίο το γεγονός πως άρχιζε να ζωγραφίζει στα 75 του, σκέφτομαι. Τον ακούω να μου ψιθυρίζει «Ποτέ δεν είναι αργά να ακολουθήσεις τα όνειρα σου» Του κλείνω συνομοτικά το μάτι και προχωρώ.
Τώρα πάω να συναντήσω τον Κίμωνα. Στέκομαι ήδη μπροστά από την προτομή του. Διαβάζω την επιγραφή «Και νεκρός ενίκα». Σκέφτομαι πόσο σωστή ήταν η οδηγία που δώθηκε τότε ώστε να μην διαρρεύσει ο θάνατος του και να επιρεαστεί αρνητικά το ηθικό των Αθηναίων.
Πλατεία Ευρώπης. Έχω ένα σιωπηλό διάλογο με τον Ζήνωνα.Του ζητώ να μου πει ξανά την ιστορία του. Μου μιλάει για την ζωή του σαν έμπορος, για το καράβι του που βούλιαξε μαζί με όλα τα εμπορεύματα του, για το πώς οδηγήθηκε στην Αθήνα για να καταπιαστεί στη συνέχεια με τη φιλοσοφία και να ιδρύσει τη στωική σχολή. «Το είπα τότε, θα σου το πω και τώρα» μου κάνει και με κοιτάει κατάματα. «Πήγε καλά το ταξίδι μου όταν ναυάγησα» Του χαρίζω ένα χαμόγελο, από τα πιο γλυκά μου.
Παίρνω τον δρόμο της επιστροφής. Η διάθεση μου φαίνεται πως έχει πάρει για τα καλά τα πάνω της. Μου προτείνει ψαρομεζέ και ουζάκια και εγώ δεν της χαλάω το χατίρι. Μένω Λάρνακα. Είναι μεσημέρι Σαββάτου. Είναι χειμώνας. Η ζωή είναι όμορφη και έχει τόσα διαφορετικά πρόσωπα. Ίσως τόσα όσα και η πόλη μου.
Πηγή : L.A. Voice