[ad_1]
Από τη ΜΑΡΙΑ ΜΕΤΑΞΗΤΙΝΟΥ
Ο Ματθαίος με την Αναστασία ήδη έχουν πάρει διαζύγιο, ωστόσο η αγάπη τους υπάρχει, όσο και αν προσπαθούν και οι δύο να το κρύψουν. Πολύ περισσότερο δε ο Ματθαίος, ο οποίος θάβει τα συναισθήματά του και δείχνει ένα ανύπαρκτο σκληρό πρόσωπο στην Αναστασία, όταν η τελευταία τού εκφράζει την αγάπη της. Σιγά-σιγά όμως έρχονται πιο κοντά…
Λίγο καιρό πριν, η Αναστασία είχε ζητήσει από το Ματθαίο να είναι και πάλι μαζί, βάζοντάς του μάλιστα ένα είδος τελεσίγραφου, ότι αν της πει όχι θα τη χάσει για πάντα και θα ξαναφτιάξει τη ζωή της. Ο Ματθαίος της απάντησε ότι δεν υπάρχει περίπτωση, ενώ την ίδια στιγμή που έλεγε αυτά τα λόγια η καρδιά του σφίγγεται και τα μάτια του βουρκώνουν. Την ίδια κατάσταση όμως βιώνει και η Αναστασία. Κάθε φορά που του μιλάει, με το ζόρι κρατάει τα δάκρυά της. Η δουλειά, ωστόσο, με τους Ιταλούς αναγκάζει την Αναστασία με τον Ματθαίο να βρεθούν μαζί, ενώ ήδη έχει προηγηθεί η συγγνώμη της Αναστασίας στο γιο του Ματθαίου και η διαπίστωση του μικρού ότι η Αναστασία τον αγαπάει. Αυτό μάλιστα το τονίζει στον πατέρα του και τον βάζει σε σκέψεις. Οταν αργότερα της τηλεφωνεί για τη δουλειά, ανάμεσα στα άλλα, της λέει: «Α! Εμαθα ότι πήρες το γιο μου και ζήτησες συγγνώμη. Ο μικρός έχει ενθουσιαστεί. Ταιριάζει καλύτερα στο χαρακτήρα σου αυτή η στάση. Αυτή την Κρητικοπούλα γνώρισα κάποτε». Η Αναστασία τον ακούει και έχει ένα πικρό χαμόγελο, ενώ του λέει ότι τον περιμένει στα Χανιά. Μόλις ο Ματθαίος φτάνει την ενημερώνει και αυτή τον καλοδέχεται, ενώ αμέσως μετά τη συναντάει στο δρόμο με τον πατέρα της και της λέει: «Αναστασία, θα έρθω το πρωί να δω το παιδί και να φέρω και τον Δημήτρη» και ενώ η Αναστασία συμφωνεί, ο Παύλος του επιτίθεται και γίνεται ένας απίστευτος καβγάς, με την Αναστασία να προσπαθεί να τους χωρίσει, αλλά να παίρνει το μέρος του Ματθαίου:«Σε έχω παρακαλέσει να μην ανακατεύεσαι. Είναι δυνατόν να του λες ότι δεν μπορεί να δει το παιδί του;», λέει στον πατέρα της, ο οποίος της απαντάει αυστηρά: «Εσύ μπορεί να είσαι ανεκτική απέναντί του γιατί, δεν ξέρω, μπορεί και να τον αγαπάς ακόμα, αλλά εγώ βλέπω πιο καθαρά, δεν σου αξίζει!». Τη στάση της φυσικά είδε και ο Ματθαίος, ο οποίος χάρηκε που η Αναστασία τον υποστήριξε. Την επόμενη μέρα ο Ματθαίος πηγαίνει στο σπίτι της Αναστασίας με τον Δημήτρη, τον οποίο καλοδέχεται και τον στέλνει να δει τον μικρό του αδελφό, ενώ ζητάει συγγνώμη από τον Ματθαίο για τον πατέρα της, λέγοντάς του επίσης: «Ποτέ δεν του έχω μιλήσει άσχημα για σένα. Απόδειξη ότι εκείνος με κατηγόρησε για το αντίθετο, ότι σ’ αγαπάω ακόμα». Το ζευγάρι κοιτάζεται στα μάτια με πολλή αγάπη και ο Ματθαίος, έτοιμος να την αγκαλιάσει και να την πνίξει στα φιλιά, τη ρωτάει με αγωνία: «Κι εσύ τι του είπες;». Η Αναστασία βουρκωμένη, έτοιμη να πέσει στην αγκαλιά του, κάνει ένα βήμα πίσω: «Δεν έχει σημασία. Θέλω να είμαστε ήρεμοι μεταξύ μας και να μεγαλώσουμε το παιδί μας. Τίποτε άλλο», απογοητεύοντας τον Ματθαίο.
Από τη ΜΑΡΙΑ ΜΕΤΑΞΗΤΙΝΟΥ
Ο Ματθαίος με την Αναστασία ήδη έχουν πάρει διαζύγιο, ωστόσο η αγάπη τους υπάρχει, όσο και αν προσπαθούν και οι δύο να το κρύψουν. Πολύ περισσότερο δε ο Ματθαίος, ο οποίος θάβει τα συναισθήματά του και δείχνει ένα ανύπαρκτο σκληρό πρόσωπο στην Αναστασία, όταν η τελευταία τού εκφράζει την αγάπη της. Σιγά-σιγά όμως έρχονται πιο κοντά…
Λίγο καιρό πριν, η Αναστασία είχε ζητήσει από το Ματθαίο να είναι και πάλι μαζί, βάζοντάς του μάλιστα ένα είδος τελεσίγραφου, ότι αν της πει όχι θα τη χάσει για πάντα και θα ξαναφτιάξει τη ζωή της. Ο Ματθαίος της απάντησε ότι δεν υπάρχει περίπτωση, ενώ την ίδια στιγμή που έλεγε αυτά τα λόγια η καρδιά του σφίγγεται και τα μάτια του βουρκώνουν. Την ίδια κατάσταση όμως βιώνει και η Αναστασία. Κάθε φορά που του μιλάει, με το ζόρι κρατάει τα δάκρυά της. Η δουλειά, ωστόσο, με τους Ιταλούς αναγκάζει την Αναστασία με τον Ματθαίο να βρεθούν μαζί, ενώ ήδη έχει προηγηθεί η συγγνώμη της Αναστασίας στο γιο του Ματθαίου και η διαπίστωση του μικρού ότι η Αναστασία τον αγαπάει. Αυτό μάλιστα το τονίζει στον πατέρα του και τον βάζει σε σκέψεις. Οταν αργότερα της τηλεφωνεί για τη δουλειά, ανάμεσα στα άλλα, της λέει: «Α! Εμαθα ότι πήρες το γιο μου και ζήτησες συγγνώμη. Ο μικρός έχει ενθουσιαστεί. Ταιριάζει καλύτερα στο χαρακτήρα σου αυτή η στάση. Αυτή την Κρητικοπούλα γνώρισα κάποτε». Η Αναστασία τον ακούει και έχει ένα πικρό χαμόγελο, ενώ του λέει ότι τον περιμένει στα Χανιά. Μόλις ο Ματθαίος φτάνει την ενημερώνει και αυτή τον καλοδέχεται, ενώ αμέσως μετά τη συναντάει στο δρόμο με τον πατέρα της και της λέει: «Αναστασία, θα έρθω το πρωί να δω το παιδί και να φέρω και τον Δημήτρη» και ενώ η Αναστασία συμφωνεί, ο Παύλος του επιτίθεται και γίνεται ένας απίστευτος καβγάς, με την Αναστασία να προσπαθεί να τους χωρίσει, αλλά να παίρνει το μέρος του Ματθαίου:«Σε έχω παρακαλέσει να μην ανακατεύεσαι. Είναι δυνατόν να του λες ότι δεν μπορεί να δει το παιδί του;», λέει στον πατέρα της, ο οποίος της απαντάει αυστηρά: «Εσύ μπορεί να είσαι ανεκτική απέναντί του γιατί, δεν ξέρω, μπορεί και να τον αγαπάς ακόμα, αλλά εγώ βλέπω πιο καθαρά, δεν σου αξίζει!». Τη στάση της φυσικά είδε και ο Ματθαίος, ο οποίος χάρηκε που η Αναστασία τον υποστήριξε. Την επόμενη μέρα ο Ματθαίος πηγαίνει στο σπίτι της Αναστασίας με τον Δημήτρη, τον οποίο καλοδέχεται και τον στέλνει να δει τον μικρό του αδελφό, ενώ ζητάει συγγνώμη από τον Ματθαίο για τον πατέρα της, λέγοντάς του επίσης: «Ποτέ δεν του έχω μιλήσει άσχημα για σένα. Απόδειξη ότι εκείνος με κατηγόρησε για το αντίθετο, ότι σ’ αγαπάω ακόμα». Το ζευγάρι κοιτάζεται στα μάτια με πολλή αγάπη και ο Ματθαίος, έτοιμος να την αγκαλιάσει και να την πνίξει στα φιλιά, τη ρωτάει με αγωνία: «Κι εσύ τι του είπες;». Η Αναστασία βουρκωμένη, έτοιμη να πέσει στην αγκαλιά του, κάνει ένα βήμα πίσω: «Δεν έχει σημασία. Θέλω να είμαστε ήρεμοι μεταξύ μας και να μεγαλώσουμε το παιδί μας. Τίποτε άλλο», απογοητεύοντας τον Ματθαίο.
[ad_2]
Source link