Πάσχα 1975 στην προσφυγιά: Χιλιάδες Ε/κ στοιβαγμένοι σε αντίσκηνα στη Λάρνακα, υπό αντίξοες συνθήκες
Πάσχα πριν από 42 χρόνια, στους καταυλισμούς αντισκήνων του «Λευκαρίτη» και της «Μαρσέλλαινας» με χιλιάδες Ε/κ πρόσφυγες να προσδοκούν Ανάσταση από τα πάθη της προσφυγιάς, μακριά από τα σπίτια τους. Περιμένοντας πολλοί τους αγνοούμενους να γυρίσουν και ταυτόχρονα άλλοι να θρηνούν τους σκοτωμένους τους στα πεδία των μαχών ή τους δολοφονημένους τους από τον Αττίλα.
Για τον νεαρό τότε αστυνομικό Χριστάκη Παπαδόπουλο, μετέπειτα αστυνομικό διευθυντή Λάρνακας, το Πάσχα του 1975 στη Λάρνακα, που φιλοξενούσε χιλιάδες πρόσφυγες, έμεινε ανεξίτηλα χαραγμένο στη μνήμη του. Ακόμα και σήμερα, που έχει αφυπηρετήσει, οι μνήμες της βασανισμένης κυπριακής προσφυγιάς ζωντανεύουν πάντα τις μέρες του Πάσχα. Είχε διοριστεί ως ειδικός αστυνομικός ένα μήνα πριν από το πραξικόπημα.
Οι πρώτοι μήνες της θητείας του στη Λάρνακα αναπόφευκτα συνδέθηκαν με το κυπριακό προσφυγικό δράμα. Τότε που η Υπηρεσία Μέριμνας Προσφύγων, ο Κυπριακός Ερυθρός Σταυρός και οι Αρχές της Λάρνακας φιλοξενούσαν χιλιάδες πρόσφυγες σε δυο σημεία της πόλης.
Το ένα ήταν ο «καταυλισμός του Λευκαρίτη». Ήταν η περιοχή δεξιά της λεωφόρου Λεμεσού, πριν από το Σίνεπλεξ, όπου σ’ ένα περίπου τετραγωνικό χιλιόμετρο συνωστίζονταν πολλές χιλιάδες προσφύγων σε αντίσκηνα, που είχαν κοινά ντους και αποχωρητήρια.
Το άλλο σημείο φιλοξενίας προσφύγων, μεγαλύτερο από τον καταυλισμό του Λευκαρίτη, ήταν ο οικισμός της «Μαρσέλλαινας» έξω από την Ορόκλινη, εκεί που βρίσκονται σήμερα η Πυροσβεστική και η Αστυνομία Ορόκλινης.
Οι σκηνές από τον προσφυγικό καταυλισμό των Σύρων προσφύγων στην Ειδομένη και αλλού στην Ελλάδα δεν διαφέρουν πολύ από τις συνθήκες που έζησαν τα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς και οι Ε/κ πρόσφυγες.
Σύμφωνα με τον κ. Παπαδόπουλο, το Πάσχα του 1975 βρήκε τους πρόσφυγες στη Λάρνακα, εννέα περίπου μήνες μετά τον ξεριζωμό τους, να σιτίζονται για ολόκληρους μήνες κυρίως με ξηρά τροφή. Δηλαδή, κυρίως κρέατα κονσέρβας, ψάρι κονσέρβας και άλλα τρόφιμα μακράς διάρκειας που δεν χρειάζονταν μαγείρεμα. Αυτό όμως ήταν από τα πιο μικρά προβλήματα.
Η πλειονότητα των προσφύγων θρηνούσε είτε κάποιο σκοτωμένο είτε ανέμενε κάποιον αγνοούμενο να επιστρέψει. Ο νωπός ξεριζωμός μεγάλωνε τον πόνο των ανθρώπων και με αυτά τα δεδομένα, μικροί ή μεγάλοι σε ηλικία οι πρόσφυγες, είχαν τη θλίψη χαραγμένη στα πρόσωπά τους. «Ελάχιστοι ήταν αυτοί που δεν φορούσαν μαύρα ρούχα από τους μεγάλους».
«Έβλεπες θλιμμένα παιδιά να παίζουν στις λάσπες με αυτοσχέδια παιχνίδια, κομμάτια ξύλα ή κουτιά κονσερβών», θυμάται επίσης ο κ. Παπαδόπουλος. Το Πάσχα του 1975 και τα επόμενα, όσο δηλαδή παρέμειναν στα αντίσκηνα, οι ανθρωπιστικές οργανώσεις τούς μοίραζαν φλαούνες και αβγά. Ίσως αυτό να μεγάλωνε την πικρία των προσφύγων. Ήταν άνθρωποι που ζούσαν με αξιοπρέπεια στα χωριά τους και είχαν στήσει τα νοικοκυριά και τις ζωές τους. Και τώρα κοιμόνταν χάμω και δεν είχαν τίποτε. Και τους έδιναν φλαούνες και αβγά, να περάσουν Πάσχα στην προσφυγιά.
Πριν τον ερχομό του Πάσχα το 1975, του πρώτου στην προσφυγιά για περίπου 250.000 Ε/κ, οι πρόσφυγες στη Λάρνακα, γέροι, νέοι και παιδιά, είχαν περάσει τον χειμώνα υπό αντίξοες συνθήκες στα αντίσκηνα, μέσα στο κρύο και τις λάσπες.
Επικρατούσε ομόνοια
Και όμως, πρόσθεσε, σχεδόν αυτά τα προβλήματα ήταν ανύπαρκτα. Υπήρχε ομόνοια και συνεργασία, κατανόηση μεταξύ των ταλαιπωρημένων προσφυγικών οικογενειών. Τα προβλήματα, ο πόνος, οι δυσκολίες ήταν για όλους. Και ο κόσμος τις αντιμετώπιζε με μεγαλοψυχία και γενναιότητα, από κοινού. Ένας κυπριακός λαός σίγουρα πολύ διαφορετικός από τον σημερινό και, σίγουρα, πολύ πιο αλληλέγγυος.
Που συγκινούσε με τη μεγάλη δύναμη και κουράγιο με τα οποία προσπαθούσε να αντιμετωπίσει τα μεγάλα προβλήματα που του έφερε η τουρκική εισβολή και ο ξεριζωμός από τις πατρογονικές εστίες.
Πηγή: http://www.philenews.com/