ΠΕΡΕΝΤΟΣ STORIES: Ο κυρ-Αντώνης στην Καλλιθέα Χαλκιδικής (Αφιέρωμα σε όσους γιορτάζουν σήμερα)!
Ο κύρ-Αντώνης, καμιά ενενηνταριά χρόνων, με τα χρόνια, έχει γίνει ένα σκέτο γάμμα. Περπατά και βλέπεις δυο πόδια να στηρίζονται σ’ ένα μπαστούνι και να προχωρούν στο άγνωστο. Σα βαρκάκι χωρίς ψαρά, ρίχνει τα δίχτυά του και μαζεύει αναμνήσεις. Πίνει στις παλιές καλές μέρες κι αυτές ταξιδεύουν στη δική τους διάσταση. Ανούσιες εικόνες για τους πολλούς, ξεβαμμένα όνειρα και προοπτικές.
Οι γονείς του πρόσφυγες Καραμανλήδες από τη Μικρά Ασία, έφτασαν με την ανταλλαγή πληθυσμών με το καράβι «Αρχιπέλαγος» στη Θεσαλλονίκη και από εκεί στη Βάλτα ( Κασσαδρεία) κι έμειναν στο μοναστήρι του αγίου Ραφαήλ. Κουβαλούσαν πέτρες με το αμάξι και κτίσανε σιγά σιγά ένα μικρό δωμάτιο. Αργότερα, φτιάξανε κάτι καλύτερο. Και μεγάλωσαν. Μαζί τους κι ο καημός για την πατρίδα. Όπως νομίζεις ότι ξεχνάς τα παλιά, και ξαφνικά σου κτυπούν στο κρανίο εικόνες παιδικές όμορφες, με μυρωδιές και λέξεις που έρχονται από το πουθενά και σε τραντάζουν.
Τα ξέρει όλα ο κυρ-Αντώνης. Πήγε Δημοτικό και μετά για ένα χρόνο σε τριτάξιο Γυμνάσιο στη Βάλτα. Τα λέει με μια βυζαντινή φωνή που σοκάρει. «Πολλά τραβήξατε κι εσείς οι Κύπριοι…..» κι αρχίζει να μας λέει πράγματα που εμείς τα έχουμε ξεχάσει. Κάποτε σταματά, βάζει οριζοντίως το χέρι του μπροστά από το στόμα, δοκιμάζει τον τόνο της φωνής του, πιάνει το «ίσο» και αρχινά να ψάλλει. Πρώτο ήχο, δεύτερο και πάει λέγοντας. Πενήντα χρόνια ψάλτης στην παλιά εκκλησία του Αγίου Νικολάου στην Καλλιθέα, δε ξέχασε ούτε λέξη, ούτε νότα. «Το ωραιότερο πράγμα στον κόσμο είναι η Βυζαντινή μουσική» λέει με τη σιγουριά ενός ανθρώπου ζυμωμένου με τη ζωή δεκαετίες. Χάνεται σε ψαλμούς κι εγκώμια, το συνοδεύουμε και χαίρεται η ψυχή του, και μετά πάλι προσγειώνεται κι αρχίζει να θυμάται. Θέλει να ξέρουμε. Τα πάντα.
Δεν τον ενδιαφέρει αν θα τα πετάξουμε στα σκουπίδια. Κάνει το καθήκον του στη συνείδηση. Ό,τι πονάει πρέπει να το ξέρουμε, διαφορετικά μας βασανίζει η άγνοια της αλήθειας. Όλα είναι ρευστά κι αλλόκοτα. Πλην όμως έχουν τη θέση και την ώρα τους. Να βγούνε στην επιφάνεια της μέρας και να φωτίσουν τη σύγχυσή μας. Να δώσουν φως στο σκοτάδι της ρουτίνας, ν’ ασπρίσουν τις μαύρες σκέψεις της αμφιβολίας και να κερδίσουν μια θέση στην αυριανή κατάδυση της ιστορίας.
Συνεχίζει ασταμάτητα ο αγώνας για να νικηθεί ο ανίκητος χρόνος. Μ’ ένα μπαστούνι κι ένα γάμα φορτωμένος προχωρεί στο παρελθόν κι αναγαλλιάζει η ψυχή του. Η προσοχή που του δίνουμε τον συγκινεί. Κάποτε δακρύζει. Και δε ξέρεις αν είναι από τη χαρά που ξαναζεί τις ευτυχίες και τις δυστυχίες του ή από τη λύπη που δε μπορεί να ξαναρχίσει τη ζωή του από την αρχή. Παλεύει αυτός με τις μνήμες, παλεύουμε κι εμείς να καταλάβουμε πόσο αδυσώπητος είναι ο χρόνος.
Λούης Περεντός