Home ΥΠΟΛΟΙΠΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΔΙΕΘΝΗ Αυτοί οι άνθρωποι θα αποφασίζουν τι θα βλέπουμε στο Facebook
Αυτοί οι άνθρωποι θα αποφασίζουν τι θα βλέπουμε στο Facebook

Αυτοί οι άνθρωποι θα αποφασίζουν τι θα βλέπουμε στο Facebook

Οι πρόσφατες απειλές του προέδρου των ΗΠΑ, ότι θα κλείσει μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπως το Twitter τα οποία διαφωνούν με τις θέσεις του, μοιάζουν βγαλμένες από ομιλία κάποιου απολυταρχικού ηγέτη στη Βόρεια Κορέα, τη Σαουδική Αραβία ή ακόμη και τη γειτονική Τουρκία.

Παράλληλα, όμως, δημιουργούν μια ψευδή εικόνα: ότι οι μεγάλες αμερικανικές πλατφόρμες του διαδικτύου λειτουργούν πλέον σαν μηχανισμοί δημοκρατικού ελέγχου της πολιτικής ασυδοσίας του Ντόναλντ Τραμπ και των ακροδεξιών υποστηρικτών του.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το νέο «συμβούλιο επίβλεψης περιεχομένου» που ανακοίνωσε πριν από μερικές βδομάδες το Facebook. Η 20μελής, προς το παρόν, επιτροπή θα είναι σε θέση να ανατρέπει αποφάσεις ακόμη και του διευθύνοντος συμβούλου της πλατφόρμας, Μαρκ Ζούκερμπεργκ, σχετικά με το ποια κείμενα επιτρέπεται να δημοσιευτούν στο Facebook και στο Instagram. To λεγόμενο «ανώτατο δικαστήριο του Facebook» λοιπόν θα περιορίζει θεωρητικά την παντοκρατορία του Ζούκερμπεργκ σε μια πλατφόρμα με περισσότερα από 2,6 δισεκατομμύρια ενεργούς χρήστες. Μια πιο προσεκτική ματιά στη σύνθεσή του, όμως, αποδεικνύει ότι το συμβούλιο δεν πρόκειται να παρεκκλίνει από τις θέσεις της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής αλλά και των μεγάλων πολυεθνικών – ανάμεσα στις οποίες συγκαταλέγεται και το ίδιο το Facebook.

Οι πρώτες σημαντικές αντιδράσεις για τη σύσταση του συμβουλίου αφορούν τη συμμετοχή της Έμι Πάλμορ, πρώην γενικής διευθύντριας του υπουργείου δικαιοσύνης του Ισραήλ. Όπως καταγγέλλουν οργανώσεις για την προστασία των δικαιωμάτων των Παλαιστινίων, υπό την ηγεσία της, το υπουργείο «άσκησε πίεση στο Facebook να λογοκρίνει υποστηρικτές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δημοσιογράφους» οι οποίοι αμφισβητούσαν τις επίσημες θέσεις του κράτους του Ισραήλ. Στο υπουργείο η Πάλμορ εφάρμοζε πιστά την πολιτική της ακροδεξιάς υπουργού, Αγιελέτ Σακέντ, η οποία μιλούσε για την ανάγκη να εξολοθρευθούν όλοι οι Παλαιστίνιοι «συμπεριλαμβανομένων των ηλικιωμένων και των γυναικών». Να σημειωθεί, ότι στα χρόνια της Πάλμορ και της Σακέντ το Facebook άρχισε να παραδίδει μαζικά στις ισραηλινές αρχές προσωπικά δεδομένα Παλαιστινίων, οι οποίοι ασκούσαν σκληρή κριτική στην ισραηλινή πολιτική.

Αίσθηση προκαλεί η συμμετοχή στην εποπτική ομάδα του Facebook και του Τζον Σέιμπλς, αντιπροέδρου του ακραία νεοφιλελεύθερου think tank Cato Institute, το οποίο δημιούργησε η δυναστεία των Αμερικανών δισεκατομμυριούχων Κοχ. Το CATO ανήκει στη λεγόμενη σχολή των libertarians, που πρεσβεύουν την ελάχιστη παρέμβαση του δημοσίου τομέα και την ιδιωτικοποίηση των πάντων. Το think tank στηρίζει την παιδική εργασία, την άνευ όρων εκμετάλλευση του περιβάλλοντος και την ολοκληρωτική κατάργηση κάθε μορφής κράτους πρόνοιας, ενώ δίνει μάχες για να μην υπάρχει ο παραμικρός έλεγχος στη λειτουργία της Wall Street. Γνωστά έντυπα όπως το Scientific American έχουν χαρακτηρίσει τις πληροφορίες του CATO για την υπερθέρμανση του πλανήτη ως «ψευδείς».

Στη λίστα των ελεγκτών του Facebook συναντάμε και αρκετούς πρώην κυβερνητικούς αξιωματούχους με σημαντικότερη την πρώην πρωθυπουργό της Δανίας, Χέλε Θόρνινγκ Σμιτ. Αν και ανήκε στους σοσιαλδημοκράτες και ηγήθηκε μιας κατ’ όνομα κεντροαριστερής κυβέρνησης, η Σμιτ έκανε το πρώτο μεγάλο βήμα προς τα δεξιά ψαλιδίζοντας το ισχυρό κράτους πρόνοιας. Περισσότερο γνωστή για τις μαζικές ιδιωτικοποιήσεις που προώθησε, η Σμιτ επέβαλε επίσης σκληρή πολιτική εναντίον των μεταναστών, ανοίγοντας τον δρόμο για την εκλογική άνοδο του ακραία συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος.

Ανάμεσα στα πιο προβεβλημένα μέλη του νέου συμβουλίου του Facebook βρίσκεται και η δικηγόρος και πανεπιστημιακός Καταλίνα Μποτέρο Μαρίνο, η οποία εργαζόταν ως ειδική εμπειρογνώμονας στον Οργανισμό Αμερικανικών Κρατών. Ο OAS λειτουργεί εδώ και δεκαετίες σαν «εκπρόσωπος» της Ουάσιγκτον στη Λατινική Αμερική στηρίζοντας (σιωπηλά ή έμπρακτα) τις προσπάθειες ανατροπής κυβερνήσεων – από τη χούντα του Πινοσέτ στη Χιλή το 1973 μέχρι τις πολύ πιο πρόσφατες απόπειρες πραξικοπημάτων στη Βενεζουέλα και τη Βολιβία. Η Μαρίνο, αν και έχει παίξει εποικοδομητικό ρόλο για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε χώρες όπως το Μεξικό και η Κολομβία, αποτέλεσε πολύ συχνά τον πολιορκητικό κριό του OAS στις επιθέσεις που πραγματοποιούσε εναντίον ηγετών που αμφισβητούσαν την αμερικανική κυριαρχία, όπως ο Ραφαέλ Κορέα στον Ισημερινό και ο Ούγκο Τσάβες στη Βενεζουέλα.

Ανάμεσα στους Αμερικανούς πολίτες της αρχικής 20μελούς επιτροπής του Facebook συναντάμε και τον δικαστή Μάικλ MακΚόνελ, τον οποίο είχε επιλέξει ο Τζορτζ Μπους σε μια προσπάθεια να στρέψει την ηγεσία της αμερικανικής δικαιοσύνης σε πιο συντηρητικές θέσεις. Μαζί του θα συναποφασίζει η Πάμελα Κάρλαν, πρώην αξιωματούχος του αμερικανικού Υπουργείου Δικαιοσύνης και καθηγήτρια νομικής του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ. Η Κάρλαν είχε ζητήσει δημοσίως την παρέμβαση των ΗΠΑ στις συγκρούσεις που σημειώνονταν στα σύνορα της Ουκρανίας με τη Ρωσία, καθώς σε διαφορετική περίπτωση υποστήριζε ότι οι «ΗΠΑ θα έπρεπε να πολεμήσουν τη Ρωσία μέσα στο δικό τους έδαφος». Τις θέσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ θα εκπροσωπεί, κατά τα φαινόμενα, και η δικηγόρος Έβελιν Ασουάντ, η οποία εργαζόταν για χρόνια ως νομική σύμβουλος του αμερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών για θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Αναμφίβολα στην ελεγκτική επιτροπή του Facebook περιλαμβάνονται και επιστήμονες, δημοσιογράφοι και ακτιβιστές εγνωσμένου κύρους, οι οποίοι έχουν να προσφέρουν πολλά στην προστασία της πολυφωνίας και τον περιορισμό της διάδοσης fake news. Παραδείγματος χάριν, ο πρώην αρχισυντάκτης του Guardian, Άλαν Ρουσπρίντζερ, είχε παίξει σημαντικό ρόλο στις αποκαλύψεις του Σνόουντεν για το παγκόσμιο δίκτυο παρακολουθήσεων των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών.

Η γενική κατεύθυνση όμως που έδωσε το Facebook στη στελέχωση του συμβουλίου επίβλεψης περιεχομένου, όχι μόνο δεν εγγυάται την ανεξαρτησία του, αλλά, αντίθετα, στηρίζει τις κυρίαρχες αντιλήψεις για την πολιτική και την οικονομία. Αρκετά από τα μέλη του εργάστηκαν για κυβερνήσεις που φίμωσαν την ελευθερία του Τύπου ή για πολιτικούς και ιδρύματα που ως μοναδικό λόγο ύπαρξης είχαν τη γιγάντωση των ανισοτήτων και τη φτωχοποίηση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού. Το γεγονός ότι οι περισσότεροι από αυτούς τους ανθρώπους φαντάζουν περισσότερο δημοκράτες από τον Ντόναλντ Τραμπ δεν πρέπει να μας καθησυχάζει.

Ο πήχης δεν μπορεί να κατέβει τόσο χαμηλά…

sputniknews.gr

Send this to a friend