Home ΑΛΛΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ Πώς ένα χαμένο πορτοφόλι έκανε Κυπραίους δύο Γερμανούς
Πώς ένα χαμένο πορτοφόλι έκανε Κυπραίους δύο Γερμανούς

Πώς ένα χαμένο πορτοφόλι έκανε Κυπραίους δύο Γερμανούς

«Είμαι στο μύλο και βγάζω λάδι, μετά θα κάνω ελιές τσακκιστές και μετά έχουμε τραπέζι σε φίλους, δεν θα μπορέσω να βρεθούμε σήμερα», λέει σε άπταιστα ελληνικά ο κύριος Φρανκ, την πρώτη φορά που επιχειρήσαμε να κλείσουμε ραντεβού μαζί του. «Ελιές τσακκιστές;», «Ναι κάνω χρόνια, γιατί;», απαντά διερωτώμενος γιατί αυτό προκαλεί εντύπωση.
Τελικά το ραντεβού έκλεισε για άλλη μέρα στο διαμέρισμα, όπου διαμένει με τη γυναίκα του στην τουριστική περιοχή Δεκέλειας. Η κουβέντα με τον Frank Megies και Marlies Weidner, δύο 76 χρόνους Γερμανούς από το Λεβερκούζεν, επικεντρώθηκε στην Κύπρο. Όχι, σε αυτήν της διαφθοράς και της ανεντιμότητας, αλλά σε αυτήν της ανθρωπιάς και της φιλοξενίας. Η αγάπη τους για την Κύπρο και τους ανθρώπους της, είναι συγκινητική.  «Νιώθουμε Κυπραίοι» λένε. Δεν είναι,όμως, το γεγονός ότι νιώθουν Κύπριοι που προκαλεί εντύπωση, είναι ο τρόπος που το λένε. Το νιώθουν ωσάν να είναι τίτλος τιμής και εξηγούν και το γιατί.
«Πρώτη φορά ήρθαμε στην Κύπρο το 1980. Τότε, ήμασταν και εμείς πρόσφυγες από την Ανατολική Γερμανία και θέλαμε να υποστηρίξουμε τους πρόσφυγες της Κύπρου. Θέλαμε να δούμε αν είναι καλά. Μόλις ήρθαμε, μείναμε σε ένα ξενοδοχείο της Λάρνακας. Είδαμε, πολλά πράγματα που δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε. Τα σπίτια δεν κλειδώνανε. Ήταν όλα ανοικτά με τα χρυσαφικά και τα λεφτά μέσα. Λέγαμε μυστήριο πράμα», αναφέρει ο κ. Φρανκ ενθουσιασμένος και συνεχίζει.
«Η πρώτη βόλτα που κάναμε, ήταν στις Φοινικούδες. Είδαμε ένα αυτοκίνητο με τα κλειδιά πάνω, ο οδηγός δεν ήταν μέσα. Είχε πολλά λεφτά μέσα. Τα είδαμε. Δεν είχε ψυχή δεξιά, αριστερά. Είπαμε αυτός είναι πελλός. Μετά από δύο ώρες ξαναπεράσαμε και ήταν εκεί όλα. Το ίδιο βράδυ, έχασα το πορτοφόλι μου, στην παραλία των Φοινικούδων. Το κατάλαβα την επομένη το πρωί. Επτά το  πρωί πήγα να ψάξω. Βρήκαμε το πορτοφόλι ψηλά, πάνω σε πέτρα. Κάποιος το έβαλε εκεί, για να μην το πάρει η θάλασσα μέσα. Πιστεύεις τέτοιο πράμα; Λέω στη γυναίκα μου. Αυτοί είναι καλύτεροι από μας. Από τότε αρχίσαμε να ερχόμαστε εδώ, τουλάχιστον μια φορά το χρόνο. Εγώ δούλευα ως ηλεκτρολόγος μηχανικός σε εταιρεία και η Μάρλις ήταν δασκάλα Αγγλικών. Μαζεύαμε χρήματα και ερχόμασταν Κύπρο. Την αγαπήσαμε πολύ».
Το 1994 αγόρασαν το διαμέρισμά τους. «Πλέον έξι μήνες μένουμε εδώ και έξι στη Γερμανία», αναφέρει η Μάρλις.
«Τι ερωτήσεις είναι αυτές;» Απαντούν με ένα στόμα, όταν ρωτώ τι τους αρέσει στην Κύπρο. «Μου αρέσει γιατί το φθινόπωρο, είναι σαν το καλοκαίρι της Γερμανίας. Κολυμπούμε κάθε μέρα», λέει η κ. Μάρλις. Τη διακόπτει αμέσως ο Φρανκ «Μας αρέσει ο κόσμος πάνω απ’ όλα. Οι Κυπραίοι. Είναι καλοί άνθρωποι, φιλικοί και φιλόξενοι».

Άριστα στα Ελληνικά
Και οι δύο μιλούν άπταιστα Ελληνικά. Εκείνος με πιο πολλή άνεση, εκείνη πιο αργά, αλλά πιο σωστά συντακτικά.

Φρανκ: Έμαθα λίγα ελληνικά από μια Ελληνίδα που ήταν σύντροφός μου πριν γνωρίσω τη Μάρλις. Ήταν από τη Θεσσαλονίκη. Με τα χρόνια όμως στην Κύπρο, έμαθα καλύτερα. Έμαθα ακούγοντας και ζητούσα από τους Κυπραίους να με διορθώσουν. Να σας πω και κάτι αστείο. Αρχικά νόμιζα ότι το και είχε την ίδια σημασία. Παράδειγμα Φρανκ και Μάρλις. Πήγα κάπου και ήθελα να πω αυτό είναι καινούργιο και τους είπα, αυτό είναι νούργιο και δεν το καταλάβαιναν (γέλια).
Μάρλις: Ο Φρανκ έμαθε τη γλώσσα πολύ γρήγορα, χωρίς γραμματική, χωρίς διάβασμα. Μόνο ακούγοντας.  Επειδή μιλούσε Ελληνικά και εγώ δεν καταλάβαινα ήθελα να μάθω και γω. Μπορούσα μόνο να διαβάζω λίγο, γιατί έμαθα ρώσικα στην Ανατολική Γερμανία. Η μητέρα μου και ο πατέρας μου έφυγαν στη Δύση και έτσι έμαθα Αγγλικά και Λατινικά. Όταν αρχίσαμε να ερχόμαστε άνοιξη και φθινόπωρο στην Κύπρο, πήγαινα σε ένα γυμναστήριο. Μία γυναίκα από την Αγγλία μου είπε ότι μαθαίνει Ελληνικά, αλλά όλες οι φίλες της που ξεκίνησαν μαζί της δεν μπόρεσαν να μάθουν, γιατί είναι πολύ δύσκολα. Πήγα σπίτι και ρώτησα τον  Φρανκ «Νομίζεις μπορώ να μάθω Ελληνικά;», μου είπε ναι και την επόμενη μέρα είπα της γυναίκας, θέλω να μάθω μαζί σου. Αυτό έγινε πριν δέκα χρόνια. Έτσι άρχισα. Οι άλλοι, έκαναν ήδη έξι μαθήματα. Ήταν Απρίλιος και το Μάιο, είχα εξετάσεις. Πήρα 94 από τα 100. Άρχισα το δεύτερο course το φθινόπωρο, αλλά έπρεπε να φύγουμε στη Γερμανία. Κάθε Τετάρτη μου τηλεφωνούσαν και μου έλεγαν τι πρέπει να διαβάσω. Όταν γυρίσαμε την άνοιξη έκανα εξετάσεις και έγραψα 92 από τα 100.

Ο γάμος τους και η ανιδιοτελής πράξη τους
«Α, παναϊα μου», λέει ο Φρανκ (έκφραση που χρησιμοποιεί συνέχεια), όταν η κουβέντα έρχεται στη γνωριμία τους.
Φρανκ: Χώρισα με τη σύντροφό μου, που έφυγε για την Ελλάδα όταν πέθανε ο πατέρας της για να προσέχει τη μητέρα της. Θυμάμαι ήταν το καρναβάλι. Πήγα σε πάρτι και γνώρισα τη Μάρλις.
Μάρλις: Ήμασταν και οι δύο 33 χρόνων. Ήταν το Φεβρουάριο του 1977.  Παντρευτήκαμε εδώ στην Κύπρο, όταν είμαστε 55. Στις 14 Ιουλίου του 1999.
Φρανκ: Είμαστε ακόμη ερωτευμένοι. Τα μάτια μου είναι μόνο για τη γυναίκα μου. Είμαστε 42 χρόνια μαζί. Εμείς, δεν θα παντρευόμασταν ποτέ. Εγώ άμα δίνω το λόγο μου τελείωσε. Το κάναμε για την κληρονομιά, όταν πεθάνει ο ένας, να μπορεί να κληρονομήσει ο άλλος. Παντρευτήκαμε στην Κύπρο, που είχαμε και πολλούς φίλους. Είπαμε σιγά αν παντρευτούμε πόσοι θα μαζευτούν; Τελικά μαζευτήκαν 70 άτομα (γέλια).
Μάρλις: Ήταν πολύ ωραία.
Φρανκ: Όταν είμαστε εδώ «ζεσταινόμαστε». Όταν είμαστε με τους γνήσιους Κυπραίους νοιώθουμε ότι είμαστε σπίτι μας. Όταν ερχόμαστε εδώ, είναι σαν να επιστρέφουμε στο σπίτι μας. Αυτό παίζει ρόλο. Γι’ αυτό παντρευτήκαμε εδώ.
Στο γάμο τους αντί για δώρα δέχθηκαν χρήματα, τα οποία μετά πρόσφεραν σε ένα άνδρα με πολλαπλά προβλήματα υγείας, που διέμενε σε προσφυγικό συνοικισμό στη Λάρνακα. Έβαλαν, μάλιστα, τους φίλους τους να παίρνουν τα φακελάκια του γάμου, μήπως πιστέψει κάποιος ότι θα έπαιρναν τα χρήματα. Η πράξη μεγαλοψυχίας τους, αποκτά ακόμη μεγαλύτερη αξία από το γεγονός ότι δεν θα το ανέφεραν, εάν δεν ρωτούνταν. Φίλοι τους, φρόντισαν να μας ενημερώσουν σχετικά, προηγουμένως.
Φρανκ: Μαζέψαμε τότε 600 λίρες. Και όταν πήγαμε στη Γερμανία και είπαμε ότι είμαστε παντρεμένοι, μαζέψαμε άλλες 300 λίρες από εκεί. Το κάναμε επειδή πιστεύουμε στο Θεό και αυτό είναι το ευχαριστώ.
Μαρλις: Μαζέψαμε και λεφτά στο δάσκαλο που μάθαινα Ελληνικά. Όταν του δώσαμε τη δεύτερη φορά τα χρήματα, έκανε καινούρια δόντια, για να μπορεί να τρώει ο άνθρωπος.
Τα Κουπέπια και οι κυπριακές συνήθειες
Οι δύο συνταξιούχοι, όπως είναι φυσικό, μετά από τέσσερις δεκαετίες στην Κύπρο, έχουν αποκτήσει πολλές κυπριακές συνήθειες.
Φρανκ: Φυτέψαμε ελιές. Φέτος κάναμε 16 κιλά λάδι. Εγώ κάμνω και ελιές τσακκιστές. Τρεις μέρες αλλάζω το νερό τους και μετά θα βάλω κόλιανδρο,σκόρδο και λεμόνι.
Μάρλις: Μας αρέσει πολύ και το κυπριακό φαί. Εμένα τα αφέλια, το χαλούμι και ο παστουρμάς
Φρανκ: Εμένα μου αρέσουν τα παγιδάκια και τα κουπέπια. Έμαθα να κάμνω κουπέπια και γεμιστά».
Λένε ότι δεν ξέρουν πόσες φορές ήρθαν Κύπρο. Έχασαν το μέτρημα. Είναι σίγουρα, όμως, πάνω από εκατό, όπως λένε.
Μάρλις; Είμαστε πιο πολλούς μήνες στην Κύπρο παρά στη Γερμανία. Έξι μήνες Κύπρο, πέντε μήνες στη Γερμανία και σχεδόν ένα μήνα στην Αυστρία, για τα Χριστούγεννα.
Φρανκ: Θέλω να είμαι ένα βήμα μπροστά από τη γυναίκα μου. Τώρα που έμαθε Ελληνικά, θέλω εγώ να μάθω να μιλώ καλά και τα κυπριακά. Θέλω να πηγαίνω στα καφενεία να τους ακούω. Ξέρω λίγα, «Λαλούν ξαναλαλούν», λέει γελώντας, με τη γυναίκα του να απορεί τι είπε.
Αυτό που τους κράτησε τόσα χρόνια στην Κύπρο, είναι οι φίλοι τους. «Στην Κύπρο έχουμε πολλούς φίλους. Τον Σάββα, τον Κυριάκο, τον Χριστάκη. Έχουμε φίλους στη Λάρνακα στο Δασάκι Άχνας», λέει καταλήγοντας ο κ. Φρανκ. Φεύγοντας μας πρόσφερε ένα μπουκάλι λάδι από την παραγωγή του, σύκα και καρύδια από τα δέντρα στον κήπο του. Τηρεί πιστά, αυτό που έμαθε ως κυπριακή φιλοξενία.
Μέσα από τα μάτια δύο Γερμανών, είδαμε την άλλη Κύπρο και για να συνεχίζουν να την βλέπουν, σημαίνει ότι υπάρχει.
Πηγή: reporter.com.cy

Send this to a friend