Home ΑΛΛΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ «Με την ηρωίνη ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος ότι τελείωσες…»
«Με την ηρωίνη ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος ότι τελείωσες…»

«Με την ηρωίνη ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος ότι τελείωσες…»

«Δουλεύαμε, οπότε όλα καλά. Δεν εμπόδιζε η ηρωίνη. Ούτε και ξέραμε ακόμα τι σημαίνει εξαθλίωση. Γνώρισα πολύ κόσμο σαν εμένα. Έτσι νόμιζα ότι ήμουν φυσιολογικός, καμάρωνα ότι είμαι και καλός πατέρας…»

Αντρέας, 42 ετών. Εικοσιδύο χρόνια κρυφός χρήστης, αναγκάστηκε να σταθεί στα πόδια του αφού πρώτα έχασε γονείς, γυναίκα, δύο παιδιά, δύο μαγαζιά, μια περιουσία, την υγεία του και όλους τους παλιούς φίλους – πέθαναν οι περισσότεροι.

Για τον Αντρέα ήρθε κάποια στιγμή η λύτρωση. Όμως φοβάται συνέχεια. «Η ηρωίνη είναι σαν λυσσασμένος σκύλος», λέει. «Άμα γνωριστείς μαζί της, ανά πάσα στιγμή μπορεί να σε δαγκώσει». Ρωτώ τι τίτλο θα έβαζε σε αυτή την κουβέντα και μου απαντά «τα παιδιά, να σωθούν τα παιδιά. Είναι καταδικασμένα εάν ξεφύγει η κατάσταση».

Η εμφάνισή του Ανδρέα δεν θυμίζει σε τίποτα το στερεότυπο που έχουμε για τους τοξικομανείς. Κι όμως δεν πέρασε πολύς καιρός από τότε που στάθηκε στα πόδια του, ύστερα από 22 χρόνια συστηματικής χρήσης. Γι’ αυτόν η απεξάρτηση άργησε, αλλά εντέλει ήρθε. Είναι όμως μειονότητα. Για τη συντριπτική πλειονότητα των χρηστών παραμένει μύθος μέχρι τέλους, λέει ο ίδιος. Η ιστορία του μας αφορά γιατί ο Αντρέας ανήκε μέχρι πρόσφατα στον λεγόμενο «αφανή πληθυσμό»: τους χρήστες ναρκωτικών που δεν συναντάς εξαθλιωμένους σε βρόμικους και σκοτεινούς δρόμους, αλλά έχουν δουλειές, σπίτια, οικογένεια, παιδιά, είναι κοινωνικοί και δύσκολα τους καταλαβαίνεις.

Ο πατέρας Ελλαδίτης, η μητέρα Κύπρια, έζησε τα νεανικά του χρόνια στην Αθήνα. Και ξεκίνησε στα 16. «Από τα προάστια πήγαμε Εξάρχεια. Ήταν τόπος διακίνησης ιδεών τότε παρά ουσιών, όμως εμένα η αλλαγή κάτι μου έκανε. Ήμουν μαθητής του 17 και με το που αλλάξαμε γειτονιά έπεσα στο 10. Οι παρέες με έσπρωξαν, κλασικά. Ενώ, λοιπόν, είχα γνωστούς με άλλα όνειρα, με γοήτευε το έξω, αν και δεν ήξερα περί τίνος πρόκειται. Δεν υπήρχε επικοινωνία με οικογένεια. Ήθελα να τους μιλήσω, δεν ήξερα τι να πω. Χάπια, χασίσια, αλκοόλ, πρέζα. Η γνωστή διαδρομή»…

Δεν τον κατάλαβε ούτε η οικογένεια, ούτε το σχολείο. Ο Αντρέας έχει χαρτζιλίκι και πάει κανονικά στο σχολείο, παρότι χρήστης. Τελειώνει το λύκειο. Αρχίζει να δουλεύει στην οικογενειακή επιχείρηση, ένα καφενείο. Στα 21 γνωρίζει τη γυναίκα του. Ολλανδέζα. «Όμως, παρότι από τη χώρα αυτή, εγώ την έμπασα στην ηρωίνη. Παντρευτήκαμε μετά το στρατό, κάναμε αμέσως δύο παιδιά και ταυτόχρονα όλο και περισσότερη χρήση. Η οικογένεια κάτι υποψιάζεται, αλλά δεν ήθελαν να το πιστέψουν. Δουλεύαμε, οπότε όλα καλά. Δεν εμπόδιζε η πρέζα. Ούτε Ομόνοιες ξέραμε, ούτε πλατείες, ούτε εξαθλίωση. Γνώρισα πολύ κόσμο σαν εμένα. Έτσι νόμιζα ότι ήμουν φυσιολογικός, καμάρωνα ότι είμαι και καλός πατέρας. Δεν ξέραμε όμως ακόμα τι θα πει ηρωίνη. Μόνο ύστερα από 4 χρόνια συνεχούς χρήσης ένιωσα το πρώτο στερητικό. Τότε συνειδητοποιήσαμε ότι είχαμε φτάσει να «βαράμε» 3-4 δόσεις καθημερινά ο καθένας και να ξοδεύουμε (τότε) 200-300 σε ευρώ την ημέρα…».

Σιγά σιγά άρχισε το κακό. Ο Αντρέας αρρώσταινε και δεν καταλάβαινε τι του συμβαίνει. «Φοβήθηκα, έκλεισα το μαγαζί κι άνοιξα άλλο, μακριά από την Αθήνα για καλύτερα, όμως τα πράγματα χειροτέρευαν. Θέλαμε πια τρομερές ποσότητες. Μια μέρα τσακωθήκαμε με τους γονείς μου και λέω ‘μην με πιέζετε, είμαι σε τραγική κατάσταση, κάνω χρήση’. Παθαίνουν σοκ. Αρχίζει περίοδος πίνω – δεν πίνω κάπου ένα χρόνο, όμως όλο και περισσότερο πίνουμε». Η γυναίκα αρχίζει να προβληματίζεται, τα λεφτά τελειώνουν. «Απελπισμένοι πια που δεν μπορούμε μόνοι να το κόψουμε, πάμε στην Ολλανδία μαζί με τα παιδιά, μπας και κάτι γίνει. Σε 20 μέρες φάγαμε 10.000 ευρώ, τα τελευταία που είχαμε, στο πιόμα. Τέλειωσαν κι αυτά, το λέει εκείνη στους δικούς της. Αμέσως τα πεθερικά με έδιωξαν από το σπίτι. Περιφερόμουν 20 μέρες ρεμάλι στο Άμστερνταμ και μετά επέστρεψα στην Κύπρο να βρω τους γονείς μου γιατί είχαν, στο μεταξύ, επιστρέψει και αυτοί. Δεν ξέρω τι απέγινε η γυναίκα μου, δεν έχω από τότε ξαναδεί τα παιδιά μου. Προσπάθησα, αλλά οι γονείς της την εξαφάνισαν. Πονάει ξέρεις…».

Έτσι σιγά σιγά ο Αντρέας ξέφευγε πιο πολύ. Και από «κρυφός» γίνεται πια ολοφάνερος… «Πρώτα με κράταγε η οικογένεια, ύστερα χάθηκε κι αυτή, ήμουν μόνος, είχα μπει στην παρακμή σε όλο της το μεγαλείο. Έπινα κάθε μέρα 5-6 γραμμάρια. Και ‘έσπρωχνα’ πλέον, γιατί δεν έβγαιναν πια πολλά λεφτά, δεν μπορούσα να δουλέψω όπως παλιά. Κάποια στιγμή με έπιασαν για διακίνηση 5 γραμμαρίων. Έμεινα 6 μήνες φυλακή. Μπήκε στην αρχή ένα ημίφρενο, φοβήθηκα. Τελικά όμως στη φυλακή ήταν χειρότερα. Συνέχισα τη χρήση, βγήκα τελείως άρρωστος. Κι αν σταμάταγα για λίγο την πρέζα, έπινα δύο μπουκάλια ουίσκι τη μέρα».

Κάποια στιγμή πέθανε ο πατέρας του. «Από καημό στα χέρια μου», λέει. Η μητέρα του έπαθε γεροντική άνοια και σύντομα ακολούθησε. «Αυτό ήταν το καθοριστικό σοκ. Θέλησα για πρώτη φορά στ’ αλήθεια να κόψω την ηρωίνη. Λυπάμαι που δεν έζησαν να με δουν καθαρό. Ξεκίνησα, λοιπόν, το πρόγραμμα. Οι επτά μήνες που έμεινα εσωτερικός εκεί ήταν η πιο συγκλονιστική φάση της ζωής μου. Δεν περιγράφεται, ήταν συναισθηματική έκρηξη. Δύσκολη η επικοινωνία στην αρχή, πολύ δύσκολο να μην πίνεις τίποτα. Τελικά, όμως, το μεγάλο το ζόρι δεν ήταν τόσο η σωματική απεξάρτηση, αλλά να μου ξεκαρφωθεί από το μυαλό ότι θέλω να τρυπηθώ. Φοβόμουν ότι μπορεί και να… πετύχαινα!

Εντέλει πήρα τη μεγάλη απόφαση. Με βοήθησαν όσο μπορούσαν στο πρόγραμμα, τους οφείλω. Δεκάδες άλλοι, όμως, εγκατέλειψαν. Πέρασε άλλος ένας χρόνος στην επανένταξη. Τελείωσε κι αυτή και είμαι πια καθαρός εδώ και τέσσερα χρόνια. Έχοντας, όμως, χάσει γυναίκα, παιδιά, πατέρα, μητέρα, περιουσία και μαγαζί και έχοντας αρπάξει ηπατίτιδα. Ευτυχώς μου έμεινε το πατρικό στην Πάφο, για να έχω ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μου».

Νιώθει την ανάγκη να ξαναβρεί τις ρίζες του και να κάνει οικογένεια από την αρχή. «Μόνο που βλέπω τα ανίψια μου λιώνω. Αλλά και φοβάμαι. Αν ξεχάσω για μια στιγμή τι ήμουνα, έχω ξαναπιεί κατευθείαν. Θυμάμαι έναν ψυχίατρο που μας έλεγε ότι η ηρωίνη είναι σαν λυσσασμένος σκύλος. Με τον οποίο άμα γνωριστείς, πας παρέα πάντα και ανά πάσα στιγμή μπορεί να σε δαγκώσει. Ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος ότι τέλειωσες».

Νιώθει πως έχει νικηθεί από το παρελθόν. Αλλά το μέλλον; Γελάει. «Για όλο τον κόσμο είναι δύσκολο, όμως ξέρεις, οι πρώην χρήστες έχουμε κατακτήσεικάτι που ο καθημερινός άνθρωπος παραβλέπει. Χαιρόμαστε με το απλό, με μια φιλική επαφή, μια καλή κουβέντα, δεν μας χρειάζονται σύνθετα πράγματα για να μας κάνουν καλά. Άργησα, αλλά έμαθα να κοιτάω τον καθαρό ουρανό και να λέω ‘τι όμορφος Θεέ μου!’. Σου φαίνεται παιδικό; Και όμως είναι το μόνο μου κέρδος…».

Πηγή: reporter.com.cy

Send this to a friend