Home ΛΑΡΝΑΚΑ Κουκκουφώ ( ραμφίζω)
Κουκκουφώ ( ραμφίζω)

Κουκκουφώ ( ραμφίζω)

Κουκκουφώ σημαίνει ραμφίζω, στενοχωρώ, ενοχλώ. «Μέραν, νύχταν κουκκουφώ τες τζιαι με λόγια τζιαι ραφτίν/ τζείνες τίποτε, χαπάριν, ένι γτόσιερον τζιαι γτίν».

Send this to a friend